Οι Ευρωπαίοι ηγέτες που συσπειρώνονται υπέρ της στήριξης της Ουκρανίας δηλώνουν ότι εργάζονται για την υπεράσπιση μιας δημοκρατικής χώρας, την προστασία του διεθνούς δικαίου και την αποτροπή της ρωσικής επιθετικότητας.

Υπάρχει όμως και ένα ακόμη κίνητρο, βαθιά ριζωμένο στο ίδιο τους το συμφέρον: στην Ευρώπη εκτιμούν ότι μια συμφωνία που θα ευνοεί τη Μόσχα εγκυμονεί τον κίνδυνο ενός ευρύτερου πολέμου, που θα μπορούσε να παρασύρει ολόκληρη την ήπειρο.

Η Ρωσία βρίσκεται σε θέση να εξέλθει από ειρηνευτικές διαπραγματεύσεις με δραστικά αυξημένη στρατιωτική παραγωγική ικανότητα, βέβαιη ότι μπορεί να αναδιαμορφώνει σύνορα δια της βίας και θεωρώντας το ΝΑΤΟ αδύναμο. Οι οικονομικά πιεσμένες ευρωπαϊκές πρωτεύουσες φοβούνται ότι δεν θα έχουν άλλη επιλογή από το να προχωρήσουν σε μαζική αύξηση των στρατιωτικών δαπανών και των αμυντικών προετοιμασιών, στην προσπάθειά τους να διατηρήσουν την αποτρεπτική τους ισχύ.

Ο πρόεδρος Τραμπ και η ομάδα του επιδιώκουν μια ταχεία διευθέτηση της σύγκρουσης, η οποία οδεύει προς το πέμπτο έτος της. Για την Ευρώπη –όπως και για την Ουκρανία– μια κακή ειρηνευτική συμφωνία που θα αφήνει το Κίεβο αδύναμο και ευάλωτο είναι, προς το παρόν, χειρότερη ακόμη και από την απουσία συμφωνίας.

Η βαθύτερη ρήξη

«Το μέλλον της Ουκρανίας συνδέεται άρρηκτα με το δικό μας», δήλωσε την Τρίτη ο Γερμανός υπουργός Άμυνας Μπόρις Πιστόριους. «Αν δεν καταφέρουμε να πετύχουμε μια διαρκή και δίκαιη ειρήνη για την Ουκρανία, δεν θα έχουμε καμία εγγύηση ούτε για τη δική μας ασφάλεια», είπε μιλώντας σε διαδικτυακή σύσκεψη κυρίως ευρωπαϊκών χωρών που συνεισφέρουν στην πολεμική προσπάθεια του Κιέβου.

Οι αποκλίνουσες διατλαντικές θέσεις αντανακλούν μια βαθύτερη ρήξη. Η κυβέρνηση Τραμπ επιδιώκει προσέγγιση μεταξύ ΗΠΑ και Ευρώπης με τη Μόσχα στο όνομα της λεγόμενης «στρατηγικής σταθερότητας με τη Ρωσία». Ο Λευκός Οίκος υποστηρίζει ότι μια τέτοια προσέγγιση θα μείωνε τον κίνδυνο ενός ευρύτερου πολέμου, ενώ αξιωματούχοι της κυβέρνησης βλέπουν και πιθανές επιχειρηματικές ευκαιρίες στη Ρωσία.

Η Ευρώπη και η Ουκρανία έχουν αντίθετη άποψη. Αντιμετωπίζουν τη Ρωσία ως μακροπρόθεσμη απειλή και θεωρούν ότι η εμπιστοσύνη πρέπει να κερδηθεί και να επαληθευτεί.

Η Ρωσία έχει κατηγορήσει τους Ευρωπαίους –και τις ΗΠΑ επί προεδρίας Μπάιντεν– ότι διεξάγουν πόλεμο δι’ αντιπροσώπων εναντίον της μέσω της στήριξης προς την Ουκρανία. Ο Ρώσος πρόεδρος Βλαντίμιρ Πούτιν προειδοποίησε πρόσφατα ότι, αν η Ευρώπη επιδιώξει πόλεμο, η Ρωσία είναι έτοιμη. Ο εκπρόσωπος του Κρεμλίνου, Ντμίτρι Πεσκόφ, έχει δηλώσει ότι η στρατηγική των συμμάχων του Κιέβου είναι να «πολεμήσουν μέχρι τον τελευταίο Ουκρανό», αντί να καταλήξουν γρήγορα σε συμφωνία. Το Κρεμλίνο, ωστόσο, δεν έχει αποδεχθεί την αμερικανική ειρηνευτική πρόταση και δεν υπάρχουν ενδείξεις ότι σκοπεύει να τερματίσει τον πόλεμο.

Οι ανταγωνιστικές δυτικές προσεγγίσεις έχουν γίνει εμφανείς εντός και πέριξ των ειρηνευτικών συνομιλιών υπό την ηγεσία των ΗΠΑ τους τελευταίους μήνες, με τις διαφορές να δοκιμάζουν επανειλημμένα τις ήδη τεταμένες σχέσεις Ευρώπης–Ουάσιγκτον.

Οι μη ρεαλιστικές προσδοκίες

Σε έγγραφο εθνικής ασφάλειας που δημοσιεύθηκε αυτόν τον μήνα, οι ΗΠΑ κατηγορούν τους Ευρωπαίους ότι τρέφουν «μη ρεαλιστικές προσδοκίες» για τον πόλεμο. Λίγες ημέρες πριν από τη δημοσίευσή του, Ευρωπαίοι ηγέτες είχαν προειδοποιήσει τον Ουκρανό πρόεδρο Βολοντίμιρ Ζελένσκι να είναι προσεκτικός απέναντι σε μεγάλες παραχωρήσεις στις συνομιλίες με τις ΗΠΑ, προτού διασφαλιστούν σαφείς δεσμεύσεις για το τι θα προσφέρει η Ουάσιγκτον σε περίπτωση που η Ρωσία παραβιάσει μια ειρηνευτική συμφωνία και επιτεθεί εκ νέου.

«Θέλουμε ειρήνη. Αλλά όχι μια ειρήνη που στην πραγματικότητα ισοδυναμεί με συνθηκολόγηση», δήλωσε τον περασμένο μήνα ο Γάλλος πρόεδρος Εμανουέλ Μακρόν. Περιέγραψε μια τέτοια συμφωνία ως εκείνη που «δίνει στη Ρωσία όλη την ελευθερία να προχωρήσει ακόμη περισσότερο» και να απειλήσει την Ευρώπη.

Πρόσφατη έρευνα σε 500 Ευρωπαίους ειδικούς σε θέματα ασφάλειας κατέταξε μια «κατάπαυση του πυρός ευνοϊκή για τη Ρωσία στον πόλεμο κατά της Ουκρανίας» ανάμεσα στους δύο μεγαλύτερους κινδύνους για την Ευρωπαϊκή Ένωση τον επόμενο χρόνο. Ο άλλος κίνδυνος είναι ο υβριδικός ή «γκρίζος» πόλεμος, τον οποίο πολλοί αξιωματούχοι έχουν δηλώσει ότι η Ρωσία ήδη διεξάγει κατά της Ευρώπης.

«Η ασφάλεια της ΕΕ απειλείται άμεσα από μια ειρηνευτική συμφωνία που θα παγιώσει εδαφικά κέρδη της Μόσχας, θα ανταμείψει την επιθετικότητα και θα υπονομεύσει τη μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα της Ουκρανίας ως κυρίαρχου, δημοκρατικού κράτους», αναφέρεται στη σύνοψη της έρευνας που εκπόνησε το Ευρωπαϊκό Πανεπιστημιακό Ινστιτούτο. «Μια ‘ρωσική ειρήνη’ θα έστελνε επίσης το μήνυμα ότι η ΕΕ δεν μπορεί να διαμορφώσει το δικό της περιβάλλον ασφάλειας ούτε να αποτρέψει μελλοντικές απειλές από τη Ρωσία».

Την εικόνα αυτή σκιαγράφησε την περασμένη εβδομάδα στο Βερολίνο ο γενικός γραμματέας του ΝΑΤΟ Μαρκ Ρούτε. «Φανταστείτε απλώς αν ο Πούτιν πετύχαινε τον στόχο του», είπε ο πρώην πρωθυπουργός της Ολλανδίας. «Μια Ουκρανία κάτω από τη μπότα της ρωσικής κατοχής, τις δυνάμεις του να πιέζουν κατά μήκος ενός μακρύτερου συνόρου με το ΝΑΤΟ και έναν σημαντικά αυξημένο κίνδυνο ένοπλης επίθεσης εναντίον μας».

Ο κ. Ρούτε σημείωσε ότι το ΝΑΤΟ θα αναγκαζόταν να ενισχύσει δραστικά την παρουσία του κοντά στα σύνορά του με τη Ρωσία και να επιταχύνει, με μεγάλο οικονομικό κόστος, την αύξηση των στρατιωτικών δαπανών, πέραν όσων έχουν ήδη προγραμματιστεί.

«Ας μην το ξεχνάμε», κατέληξε. «Η ασφάλεια της Ουκρανίας είναι και δική μας ασφάλεια».

Την ίδια ώρα, έπειτα από δύο ημέρες συνομιλιών στο Βερολίνο, αρχίζει να διαμορφώνεται το περίγραμμα μιας ειρηνευτικής συμφωνίας που θα μπορούσε να καθησυχάσει τους φόβους της Ουκρανίας και της Ευρώπης. Οι συνομιλίες περιλάμβαναν οκτώ ώρες διαπραγματεύσεων μεταξύ του Βολοντίμιρ Ζελένσκι και των κορυφαίων απεσταλμένων του Ντόναλντ Τραμπ για τη Ρωσία.

Οι ΗΠΑ παρείχαν πιο σαφή δέσμευση για τη στήριξη των ευρωπαϊκών εγγυήσεων ασφάλειας προς την Ουκρανία, ενώ ο πρόεδρος Τραμπ δεσμεύθηκε να επιδιώξει τη στήριξη της Γερουσίας για τον ρόλο της Ουάσιγκτον. Ωστόσο, το μεγαλύτερο αγκάθι για την αποδοχή της αμερικανικής πρότασης από το Κίεβο –ο έλεγχος των εδαφών– παραμένει άλυτο.

Προσπάθεια για μπλόκο στον Τραμπ

Εδώ και μήνες, οι Ευρωπαίοι προσπαθούν να απομακρύνουν την Ουάσιγκτον από ειρηνευτικές προτάσεις που θεωρούν υπερβολικά ευνοϊκές για τη Ρωσία. Πρόσφατα, ευρωπαϊκές κυβερνήσεις συντάχθηκαν με την Ουκρανία απορρίπτοντας την πρόταση του Λευκού Οίκου να αποσύρει το Κίεβο τα στρατεύματά του από μια καλά οχυρωμένη περιοχή που εξακολουθεί να ελέγχει στο Ντονμπάς, φοβούμενες ότι μια τέτοια παραχώρηση θα διευκόλυνε μελλοντική ρωσική εισβολή.

Αυτή την εβδομάδα, οι κυβερνήσεις της ΕΕ θα βρεθούν μπροστά στη μεγαλύτερη έως τώρα δοκιμασία για το κατά πόσο είναι διατεθειμένες να επωμιστούν το κόστος της συνέχισης της στήριξης προς την Ουκρανία.

Η Ένωση έχει παγώσει επ’ αόριστον ρωσικά περιουσιακά στοιχεία που βρίσκονται εντός των συνόρων της, ώστε τα χρήματα να μην επιστρέψουν στη Ρωσία, εκτός αν η Μόσχα συμφωνήσει να καταβάλει αποζημιώσεις στην Ουκρανία. Η κυβέρνηση Τραμπ έχει δηλώσει ότι επιθυμεί τη χρήση μέρους αυτών των κεφαλαίων για ρωσοαμερικανικά οικονομικά έργα.

Κρίσιμη η Πέμπτη

Την Πέμπτη, οι ηγέτες της ΕΕ θα συγκεντρωθούν στις Βρυξέλλες για να αποφασίσουν αν θα αξιοποιήσουν τα ρωσικά περιουσιακά στοιχεία ώστε να χρηματοδοτήσουν δάνειο ύψους 105 δισ. δολαρίων προς την Ουκρανία, με στόχο την κάλυψη των δύο τρίτων του προϋπολογισμού και των στρατιωτικών αναγκών του Κιέβου για τα επόμενα δύο χρόνια. Χωρίς αυτό το δάνειο, η Ουκρανία εκτιμάται ότι θα ξεμείνει από ρευστότητα την άνοιξη, με ελάχιστα διαπραγματευτικά όπλα σε οποιεσδήποτε ειρηνευτικές συνομιλίες.

Δεδομένου ότι ο Ντόναλντ Τραμπ έχει διακόψει σχεδόν κάθε αμερικανική χρηματοδοτική στήριξη προς την Ουκρανία, η ευρωπαϊκή απόφαση αποκτά κρίσιμη σημασία, ενώ οι εναλλακτικές πηγές χρηματοδότησης διαγράφονται δυσοίωνες.

«Αν σιγήσουν τα όπλα, αυτά τα κεφάλαια θα είναι καθοριστικά για την επανεκκίνηση της οικονομίας που έχει καταστραφεί από τον πόλεμο και για την αντιμετώπιση των μεταπολεμικών προκλήσεων», δήλωσε η Γιάνα Κόμπζοβα, ανώτερη ερευνήτρια πολιτικής στο European Council on Foreign Relations. «Αν ο Πούτιν απορρίψει μια συμφωνία και συνεχίσει την εισβολή, τα χρήματα θα στηρίξουν την αυτοάμυνα της Ουκρανίας».

Όποια κι αν είναι η έκβαση των ειρηνευτικών συνομιλιών, πρόσθεσε, η αξιοποίηση των παγωμένων ρωσικών περιουσιακών στοιχείων αποτελεί «επένδυση στην ασφάλεια τόσο της Ουκρανίας όσο και της ίδιας της Ευρώπης».