Οι συντάξεις «πετσοκομμένες». Η ακρίβεια «καλπάζει». Οι υποχρεώσεις, σταθερές: φως, νερό, τηλέφωνο και σε αρκετές περιπτώσεις, ενοίκιο. Όταν δε, υπάρχουν και παιδιά που αμείβονται με μισθούς «πείνας», η συνέχιση της εργασίας για πολλούς απόμαχους της ζωής αποτελεί μονόδρομο. Μπορεί, λόγω συνθηκών, να έχουν αναγκαστεί να πάρουν αυτόν τον δρόμο, αλλά το ερώτημα παραμένει: «Έως πότε θα εργάζομαι;».
Ρεκόρ συνταξιοδοτήσεων το ’25
Στοιχεία καταδεικνύουν ότι το 2025 αναμένεται να κλείσει με ένα εντυπωσιακό ρεκόρ συνταξιοδοτήσεων, καθώς οι αιτήσεις υπερβαίνουν κάθε προηγούμενο.
Σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία του ΕΦΚΑ (Εθνικός Φορέας Κοινωνικής Ασφάλισης), μέχρι την πρώτη εβδομάδα του Νοεμβρίου έχουν ήδη υποβληθεί περισσότερες από 190.000 νέες αιτήσεις, αριθμός που σχεδόν ισοδυναμεί με το σύνολο των αιτήσεων για το 2024 και υπερβαίνει κατά 15.000 – 20.000 τις αντίστοιχες του 2019 και 2020. Αν συνεχιστεί ο ρυθμός των περίπου 18.000 αιτήσεων ανά μήνα για Νοέμβριο και Δεκέμβριο, το 2025 θα ξεπεράσει τις 220.000 συνταξιοδοτήσεις, ξεπερνώντας ακόμη και το προηγούμενο ρεκόρ του 2021 με 212.151 αιτήσεις.
«Παρά την έξοδο στη σύνταξη, πολλοί συνταξιούχοι επιλέγουν να συνεχίσουν να εργάζονται», διαπιστώνει ο δικηγόρος – εργατολόγος, Γιάννης Κ. Καρούζος.
Οι λόγοι ποικίλλουν. Έρευνα της ΕΛΣΤΑΤ (Ελληνική Στατιστική Αρχή), δημοσιευμένη το 2024, δείχνει ότι περίπου το 33% δηλώνει ότι το κάνει λόγω οικονομικής ανάγκης ή επιθυμίας για επιπλέον εισόδημα, καθώς το ποσό της σύνταξης συχνά δεν επαρκεί για την κάλυψη οικονομικών αναγκών, ιδιαίτερα όταν ο συνταξιούχος στηρίζει οικονομικά τα παιδιά του. Από την άλλη, ένα σημαντικό ποσοστό (περίπου 25.8 %) εργάζεται επειδή αντλεί ικανοποίηση και κοινωνική επαφή από τη δραστηριότητά του. Για αρκετούς, η εργασία δεν είναι μόνο οικονομικό ζήτημα, αλλά και τρόπος να παραμείνουν ενεργοί και δραστήριοι στην κοινωνία.
Οι προϋποθέσεις
Σύμφωνα με τον κ. Καρούζο, για να ενταχθεί κανείς στην κατηγορία των εργαζόμενων συνταξιούχων, πρέπει να έχει ήδη λάβει σύνταξη γήρατος ή αναπηρίας από τον e-ΕΦΚΑ και να δηλώσει την απασχόλησή του πριν ξεκινήσει να εργάζεται. Όσοι εργάζονται ως μισθωτοί ή αυτοαπασχολούμενοι πρέπει να τηρούν το καθεστώς καταβολής εισφορών, όπως κάθε εργαζόμενος. Ακόμη, σε περίπτωση παράλειψης δήλωσης της απασχόλησης, επέρχεται χρηματική κύρωση ίση με 12 μηνιαίες συντάξεις, κύριες και επικουρικές.
«Με τον νόμο 5078/2023, του οποίου η έναρξη ισχύος τοποθετείται στην 1η/1/2024, καταργήθηκε η προηγούμενη αυτόματη περικοπή σύνταξης για όσους εργάζονται, η οποία έφτανε το 30% ή και 60% ανά περίπτωση. Σήμερα, η σύνταξη καταβάλλεται κανονικά, αρκεί ο συνταξιούχος να δηλώνει την απασχόλησή του και να πληρώνει τις προβλεπόμενες εισφορές. Παράλληλα, ο χρόνος κατά τον οποίο εργάζεται ένας συνταξιούχος μετρά για μελλοντική προσαύξηση της σύνταξης, εφόσον καταβάλλει τις προβλεπόμενες εισφορές», αναφέρει ο κ. Καρούζος.
Έτσι, για τον υπολογισμό τα προσαύξησης αυτής, θα ληφθεί υπόψη ο χρόνος απασχόλησης μετά τη συνταξιοδότηση, καθώς και οι αποδοχές του συνταξιούχου εργαζομένου. Η δε προσαύξηση ανέρχεται σε ποσοστό 0,77% και υπολογίζεται επί των αποδοχών εργασίας κατά τα χρόνια της συνταξιοδότησης.
Παραδείγματα
Ο κ. Καρούζος φέρνει ως παράδειγμα την περίπτωση συνταξιούχου που εργαζόταν ως μισθωτός για τρία χρόνια μετά τη συνταξιοδότησή του, με μέσο μεικτό μισθό ύψους 900 ευρώ μηνιαίως. Η προσαύξηση θα υπολογιστεί ως εξής: 900 x 0,0077 = 6,93 ευρώ ανά έτος, οπότε 6,93 ευρώ x 3 έτη = 20,8 ευρώ ανά μήνα, ως επιπλέον προσαύξηση επί του ποσού της σύνταξης.
Η αίτηση για την αξιοποίηση του χρόνου ασφάλισης και την προσαύξηση της σύνταξης υποβάλλεται μετά τη διακοπή της απασχόλησης. Τη δε προσαύξηση δικαιούνται οι συνταξιούχοι που λαμβάνουν σύνταξη (γήρατος ή αναπηρίας) εξ ιδίου δικαιώματος και όχι κατόπιν μεταβίβασης (σύνταξη χηρείας).
«Οι συνταξιούχοι μισθωτοί πληρώνουν εισφορές κοινωνικής ασφάλισης και φόρους όπως κάθε εργαζόμενος, ενώ αντίστοιχα, οι αυτοαπασχολούμενοι καταβάλλουν τις εισφορές για κύρια σύνταξη και υγειονομική περίθαλψη. Ακόμη, με το νέο πλαίσιο που εισήγαγε ο ν. 5078/2023, από την 1η Ιανουαρίου 2024 εφαρμόζεται ένας μη ανταποδοτικός πόρος υπέρ του e-ΕΦΚΑ για τους συνταξιούχους που συνεχίζουν να εργάζονται, αντικαθιστώντας τις παλαιές περικοπές σύνταξης. Όπως αναφέρεται ρητά στην αιτιολογική έκθεση του νόμου, στόχος είναι η “δικαιότερη και αναλογική αντιμετώπιση των απασχολούμενων συνταξιούχων”, ώστε η επιβάρυνση να συνδέεται με το πραγματικό εισόδημα από την εργασία και όχι με οριζόντιες μειώσεις. Ο πόρος αυτός υπολογίζεται διαφορετικά ανάλογα με το καθεστώς απασχόλησης: για τους μισθωτούς μεν επιβάλλεται επί των ασφαλιστέων αποδοχών, δηλαδή των μικτών αποδοχών τους. Για τους μη μισθωτούς δε – όπως αυτοαπασχολούμενους και πρώην ελεύθερους επαγγελματίες, καθώς και για τους αγρότες – ανέρχεται σε ποσοστό 50% της επιλεγείσας ασφαλιστικής κλάσης της κύριας σύνταξης», εξηγεί.
Στην πράξη – συνεχίζει ο κ. Καρούζος – οι εργαζόμενοι συνταξιούχοι μπορούν να συνεχίσουν να εργάζονται «για πάντα», υπό την προϋπόθεση ότι δηλώνουν την απασχόλησή τους και πληρώνουν τις αντίστοιχες εισφορές, τουλάχιστον στον ιδιωτικό τομέα. Το φαινόμενο των «συνταξιούχων εργαζομένων» αναδεικνύει ότι η σύνταξη δεν σημαίνει απαραίτητα «απόσυρση» από την εργασία, αλλά μπορεί να συνδυαστεί με παραγωγική δραστηριότητα, διατηρώντας παράλληλα όλα τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις ενός εργαζόμενου πολίτη.
«Με τη σύνταξη στριμώχνομαι»
Ο Θανάσης Σκόνδρας είναι συνταξιούχος της ΕΥΔΑΠ. Οι συνθήκες όμως, τον αναγκάζουν να εργάζεται. «Ελπίζω όχι για πολύ ακόμη», μας λέει.
Οι λόγοι που τον υποχρέωσαν να συνεχίσει να εργάζεται και μετά τη σύνταξη είναι κυρίως οικονομικοί. «Με τη σύνταξη στριμώχνομαι, διότι έχω πολλές υποχρεώσεις. Έχω δύο παιδιά. Μέχρι πρόσφατα οι μισθοί τους ήταν μικροί, της τάξεως των 900 ευρώ. Και μένουν στο ενοίκιο, όπως κι εγώ. Τώρα τα παιδιά μου είναι λίγο πιο καλά οικονομικά και έτσι λέω σιγά σιγά να αποχωρήσω. Εργάζομαι 42 χρόνια και πάω στα 43. Πόσο πια θα δουλεύουμε;».
Για τους ίδιους λόγους συνεχίζει να εργάζεται και ο Μάριος Π., ο οποίος έχει βγει στη σύνταξη από το 2010. «Βγήκα με καλή σύνταξη, με 14 μισθούς. Μέσα στην κρίση, η σύνταξή μου μειώθηκε κατά 50%. Όταν κόπηκαν και τα “δώρα”, μειώθηκε κι άλλο. Οπότε αναγκάστηκα να εργαστώ. Ωστόσο, μέσα στο ’26 σκέφτομαι να σταματήσω. Είμαι αρκετά μεγάλος πια και οι συνθήκες εργασίας δύσκολες».
Φόβος αύξησης ορίων ηλικίας
Οι εκπρόσωποι της Ανώτατης Γενικής Συνομοσπονδίας Συνταξιούχων Ελλάδος δεν βλέπουν με «καλό μάτι» αυτή την εξέλιξη. «Όλο αυτό που γίνεται είναι παγίδα. Αν ο κόσμος συνεχίζει να εργάζεται και μετά τη συνταξιοδότηση, υπάρχει φόβος να αυξηθούν τα όρια ηλικίας. Επίσης, οι άνθρωποι που συνεχίζουν να εργάζονται και μετά τη σύνταξή τους, στερούν θέσεις εργασίας από τη νέα γενιά, ειδικά σε θέσεις που απαιτείται εκτός από εξειδίκευση και εμπειρία», αναφέρει ο πρόεδρος της Συνομοσπονδίας Γιώργος Κουτσιμπογεώργος. Όπως λέει, «όταν φθάνεις στα 40 χρόνια εργασίας και είσαι 62 ή 67 ετών πρέπει να αποχωρείς με καλή σύνταξη ώστε να μπορείς να ζεις αξιοπρεπώς, και όχι να αναγκάζεσαι να εργάζεσαι».
Στοιχεία της Συνομοσπονδίας δείχνουν ότι το 90% των συνταξιούχων λαμβάνουν σύνταξη μικρότερη από 1.300 ευρώ.





