Το Κρεμλίνο εξέφρασε την Κυριακή ασυνήθιστα θερμά λόγια για τη νέα στρατηγική εθνικής ασφάλειας των ΗΠΑ, υπογεγραμμένη από τον Ντόναλντ Τραμπ. Σύμφωνα με τον εκπρόσωπο της ρωσικής προεδρίας Ντμίτρι Πεσκόφ, οι αλλαγές που εισάγει το αμερικανικό έγγραφο, «ανταποκρίνονται σε πολλά σημεία» στο ρωσικό όραμα για τη διεθνή ασφάλεια – μια δήλωση που σπάνια έχει υπάρξει τα τελευταία 30 χρόνια.

Απρόσμενη σύγκλιση σε κομβικά γεωπολιτικά ζητήματα

Η στρατηγική Τραμπ περιγράφει μια «ευέλικτη ρεαλιστική» προσέγγιση και προτείνει την αναβίωση του Δόγματος Μονρόε του 19ου αιώνα, το οποίο θεωρεί το δυτικό ημισφαίριο ζώνη επιρροής της Ουάσιγκτον. Παράλληλα, προειδοποιεί για τον κίνδυνο «πολιτισμικής εξαφάνισης» της Ευρώπης και ορίζει ως «κεντρικό αμερικανικό συμφέρον» την επίτευξη συμφωνίας για τον τερματισμό του πολέμου στην Ουκρανία.

Σε μια απροσδόκητη αλλαγή τόνου, το έγγραφο αφήνει ανοιχτό το ενδεχόμενο επαναφοράς της στρατηγικής σταθερότητας με τη Ρωσία, αντί να τη χαρακτηρίζει απευθείας απειλή, όπως συνέβαινε τα τελευταία χρόνια.

Η δημόσια σύμπτωση απόψεων μεταξύ των δύο πλευρών σε ζητήματα γεωπολιτικής στρατηγικής είναι εξαιρετικά ασυνήθιστη. Εξαιρέσεις αποτελούν περίοδοι στενής συνεργασίας, όπως μετά τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης το 1991, για την επιστροφή πυρηνικών όπλων στη Ρωσία ή μετά τις επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου 2001.

Κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου, η Μόσχα παρουσίαζε τις ΗΠΑ ως παρακμάζουσα καπιταλιστική αυτοκρατορία, ενώ ο Ρόναλντ Ρίγκαν τη δεκαετία του ’80 χαρακτήριζε τη Σοβιετική Ένωση «αυτοκρατορία του κακού». Μετά το 1991, η Ρωσία επιδίωξε μια σχέση συνεργασίας με τη Δύση, όμως η διεύρυνση του ΝΑΤΟ – όπως είχε διατυπωθεί στη στρατηγική του Μπιλ Κλίντον το 1994 – προκάλεσε σταδιακή όξυνση των εντάσεων, που κορυφώθηκαν επί Βλαντίμιρ Πούτιν.

Το Κρεμλίνο βλέπει στροφή των ΗΠΑ ως προς το ΝΑΤΟ και «χαλαρώνει» τους τόνους

Ιδιαίτερη αίσθηση προκάλεσε η αναφορά της Ουάσιγκτον περί ανάγκης να τερματιστεί «η αντίληψη αλλά και η πραγματικότητα ενός ΝΑΤΟ που επεκτείνεται επ’ αόριστον». Ο Πεσκόφ χαρακτήρισε τη διατύπωση «ενθαρρυντική», σημειώνοντας ότι αποτελεί σημαντική διαφοροποίηση από προηγούμενες αμερικανικές στρατηγικές.

Ωστόσο, προειδοποίησε ότι το λεγόμενο αμερικανικό «βαθύ κράτος» βλέπει τα πράγματα διαφορετικά – μια άποψη που συχνά υιοθετεί ο Τραμπ, ενώ οι επικριτές του τη θεωρούν συνωμοσιολογική.

Το «βαθύ κράτος» και οι αντιδράσεις γύρω από τη ρητορική Τραμπ

Ο Τραμπ έχει επανειλημμένα κατηγορήσει ένα «ενσωματωμένο δίκτυο αξιωματούχων» στις ΗΠΑ, για προσπάθειες υπονόμευσης των πολιτικών του. Οι επικριτές του, ωστόσο, τονίζουν ότι μια τέτοια έννοια δεν υπάρχει και ότι η ρητορική αυτή χρησιμοποιείται για να δικαιολογηθούν κινήσεις συγκέντρωσης εκτελεστικής ισχύος.

Η αναφορά της Μόσχας στον ίδιο ισχυρισμό, όμως, δεν περνά απαρατήρητη, καθώς δείχνει ότι η ρητορική Τραμπ έχει βρει απήχηση και στο Κρεμλίνο.

Η Κίνα ως νέος κόμβος αντιπαλότητας και το ρωσικό άνοιγμα στην Ασία

Για τις ΗΠΑ, ο βασικός γεωπολιτικός ανταγωνιστής παραμένει η Κίνα. Η στρατηγική Τραμπ χαρακτηρίζει τον Ινδο-Ειρηνικό «κομβικό πεδίο αντιπαράθεσης», επισημαίνοντας την ανάγκη ενίσχυσης της αμερικανικής και συμμαχικής στρατιωτικής παρουσίας, κυρίως με φόντο την Ταϊβάν.

Η Ρωσία, από την πλευρά της, έχει στραφεί ενεργά προς την Ασία, μετά τις κυρώσεις της Δύσης. Το Κρεμλίνο, πάντως, βλέπει θετικά τη διάθεση των ΗΠΑ για διάλογο σε ζητήματα στρατηγικής σταθερότητας, αντιλαμβανόμενο ότι η Ουάσιγκτον ίσως επιχειρεί να περιορίσει τη σύσφιξη των σχέσεων Μόσχας – Πεκίνου.

Ο ίδιος ο Τραμπ είχε δηλώσει τον Μάρτιο στο Fox News: «Το πρώτο πράγμα που μαθαίνεις από την Ιστορία είναι ότι δε θέλεις Ρωσία και Κίνα να έρθουν πολύ κοντά».

Τι αλλάζει για την Ουκρανία, την Ευρώπη και τις διεθνείς ισορροπίες

Η πιθανή μεταστροφή της αμερικανικής στάσης έναντι της Ρωσίας, σε συνδυασμό με τον στόχο επίτευξης λύσης για τον πόλεμο στην Ουκρανία, δημιουργεί νέα δεδομένα στις διεθνείς ισορροπίες.
Η Ευρώπη παρακολουθεί με ιδιαίτερη ανησυχία το νέο στρατηγικό αφήγημα Τραμπ, ειδικά σε ό,τι αφορά το ΝΑΤΟ, την ενεργειακή ασφάλεια και τη διατήρηση της δυτικής συνοχής.

Το βέβαιο είναι ότι η ασυνήθιστη σύμπλευση Μόσχας – Ουάσιγκτον, ακόμη κι αν αποδειχθεί προσωρινή, ήδη προκαλεί κινητικότητα σε όλη τη διεθνή σκηνή.