Στα μέσα της δεκαετίας του ’90, ο Xavier Comtesse, μαθηματικός που εργαζόταν στις ΗΠΑ σαν Ελβετός διπλωμάτης υπεύθυνος για την επιστήμη, φαντάστηκε ένα νέο είδος προξενείου, ένα προξενείο που θα προωθούσε την επιστημονική και τεχνολογική ανταλλαγή και αλληλεπίδραση μεταξύ της Ελβετίας και των ΗΠΑ. Με την υποστήριξη της βιομηχανίας, κατάφερε να πείσει την ελβετική κυβέρνηση να ξεκινήσουν ένα πρωτοπόρο πιλοτικό έργο: ήταν το 2000, όταν άνοιξε το πρώτο τέτοιο προξενείο, το Swissnex, στη Βοστώνη. Από τότε, τέτοια προξενεία υπάρχουν σε διάφορα σημαντικά μέρη του πλανήτη, όπως το Σαν Φρανσίσκο, τη Σαγκάη, την Οσάκα, τη Βομβάη και το Ρίο ντε Τζανέιρο. Ήταν υψίστης σημασίας ο ρόλος που διαδραμάτισε αυτό το είδος των προξενείων στην κατάταξη της χώρας ως Νο1 στην καινοτομία παγκοσμίως για 16 χρόνια τώρα και Νο1 στην ελκυστικότητα για ταλέντα για πολλά χρόνια επίσης. Δεν είναι κύριος στόχος για εμάς, τους Έλληνες, να φέρουμε πίσω τα ταλέντα μας; Και κατά την ταπεινή μου γνώμη, επίσης τα διεθνή ταλέντα; Δεν το ονομάζουμε αυτό «Brain Gain»;

Δεν είναι βέβαια μόνο το τόσο σημαντικό θέμα του Brain Gain. Είναι επίσης η βελτίωση της θέσης του ελληνικού οικοσυστήματος καινοτομίας στο διεθνές στερέωμα χάρη σε μία καλύτερη συνδεσιμότητα με τα κορυφαία οικοσυστήματα. Ήδη η κυβέρνηση αλλά και οργανώσεις τόσο στην Ελλάδα όσο και στη διασπορά, (π.χ. Endeavor Greece, EBEA, HIAS, Κόμβος, Bio3, BrainReGain) καταβάλλουν σημαντικές προσπάθειες για να προωθήσουν το ελληνικό οικοσύστημα καθώς και να φέρουν ταλέντα στην πατρίδα. Η σύνδεση με τις ελληνικές διπλωματικές αρχές, η μόχλευση από το διπλωματικό στάτους και το ανθρώπινο δίκτυο των πρεσβειών μας, καθώς και ο κεντρικός συντονισμός θα πρόσθεταν κατά πολύ στην αποδοτικότητα των παραπάνω αξιέπαινων προσπαθειών. Ιδεατά, μόνιμες δομές με τη μορφή «τεχνολογικών προξενείων», που θα συνεργάζονται στενά με τις πρεσβείες μας και τους οικονομικούς και εμπορικούς διευθυντές των πρεσβειών μας μπορούν να είναι ανεκτίμητες. Πέρα από τον συντονισμό των υπαρχουσών δράσεων, αυτά τα προκεχωρημένα φυλάκια θα μπορούν να συγκεντρώνουν πληροφορίες και να τις διαδίδουν με διαφανή και εύχρηστο τρόπο στη διασπορά. Από την άλλη μεριά, θα μπορούν να συλλέγουν πληροφορίες για τα τοπικά οικοσυστήματα καινοτομίας, βιομηχανίας και εκπαίδευσης και να τις μεταφέρουν στους ενδιαφερόμενους φορείς στην Ελλάδα. Παράλληλα μπορούν να διαφημίζουν συστηματικά το ελληνικό οικοσύστημα έρευνας και καινοτομίας και, γιατί όχι, να προετοιμάζουν αποτελεσματικά διμερείς συνεργασίες, για παράδειγμα στοχευμένα ερευνητικά προγράμματα ή προγράμματα τεχνολογικής καινοτομίας, αξιοποιώντας περαιτέρω το ανθρώπινο δίκτυο που δημιουργείται από τις προαναφερθείσες δραστηριότητες.

Είναι μια τέτοια πρωτοβουλία οικονομικά εφικτή; Η απάντηση είναι ναι. Αυτές οι δομές απέδειξαν τη βιωσιμότητά τους με περιορισμένους πόρους, χρησιμοποιώντας ιδιωτική συν-χρηματοδότηση για τις δραστηριότητές τους (π.χ. εκδηλώσεις, αναζήτηση πληροφοριών, δικτύωση). Και αυτό, χωρίς να υπολογίζουμε τη ζωντανή ελληνική διασπορά, ιδίως τους έμπειρους καθηγητές, επιχειρηματίες, βιομηχανικούς ερευνητές και ακόμη και συνταξιούχους που είναι πρόθυμοι να αφιερώσουν εθελοντικά το χρόνο τους για την πατρίδα. Ας μην ξεχνάμε αυτό το τεράστιο όπλο της Ελλάδας, τη διασπορά.

Είναι εύκολο να στηθεί ένα σύστημα τεχνολογικών προξενείων; Φυσικά όχι. Όπως στην περίπτωση της Ελβετίας, ένα πιλοτικό πρόγραμμα ξεκίνησε σε μία τοποθεσία, τη Βοστώνη 2000, και στη συνέχεια προστέθηκε μια δεύτερη τοποθεσία και μετά όλες οι άλλες. Ο εθνικός συντονισμός είναι υψίστης σημασίας. Στην Ελβετία, ένα υψηλόβαθμο στέλεχος με τον τίτλο του πρέσβη που εδρεύει στο Ομοσπονδιακό Γραφείο αρμόδιο για την εκπαίδευση, την έρευνα και την καινοτομία, αναλαμβάνει

αυτή την ευθύνη, αφήνοντας βέβαια στα τοπικά τεχνολογικά προξενεία ελευθερία δράσης και προσαρμογής στις τοπικές συνθήκες. Όπως και στην Ελβετία, αυτά τα τεχνολογικά προξενεία θα μπορούσαν σαν πρώτο βήμα να ξεκινήσουν μέσα από τις υπάρχουσες διπλωματικές αποστολές, που σύμφωνα με την εμπειρία μου, ήδη αγωνίζονται για τη προαγωγή του ελληνικού συστήματος έρευνας και καινοτομίας. Η προσπάθεια αυτή χρειάζεται υποστήριξη, αναβάθμιση και θεσμοθέτηση.

Είναι πολυτέλεια η τεχνολογική διπλωματία; Σε έναν κόσμο που ανταγωνίζεται για ταλέντα, σε έναν κόσμο όπου η παραγωγικότητα βασίζεται όλο και περισσότερο στην τεχνολογική καινοτομία, σε ένα κόσμο όπου η διεθνοποίηση της έρευνας και της τεχνολογίας γίνονται όλο και πιο αναγκαία χρόνο με το χρόνο και σε έναν κόσμο όπου ο απομονωτισμός τείνει να κλείσει τα κανάλια συνεργασίας, αφήνω τον καθένα από εμάς να κρίνει αν αυτή η δραστηριότητα είναι πολυτέλεια ή ανάγκη – ή μάλλον εθνική ανάγκη. Μοιάζει να μην είναι πολυτέλεια…

*Ο Γιώργος Κοτρώτσιος είναι τ. αντιπρόεδρος Επιχειρηματικής Ανάπτυξης CSEM (csem.ch), μέλος της Βιομηχανικής Συμβουλευτικής Επιτροπής της Ελβετικής Ακαδημίας Επιστημών Τεχνολογίας (satw.ch), αντιπρόεδρος της Εκτελεστικής Επιτροπής του Ελληνικού Κέντρου Δεξιοτήτων Ημιαγωγών (hccc.org.gr).