Η γλώσσα και η γεωγραφία αγαπούν τους ευφημισμούς. Λέμε, π.χ., «Εύξεινο» τον Πόντο, παρότι είναι αφιλόξενος, «Ειρηνικό» τον ωκεανό, παρόλες τις φουρτούνες που επιφυλάσσει σ’ όποιον τον διαπλέει.

Το δικό της μερίδιο στον ευφημισμό -μια μορφή (αυτο)σαρκασμού, δηλαδή- έχει και η δημοσιογραφία, π.χ. όταν χαρακτηρίζονται «για Πούλιτζερ» κάποια αστήρικτα, κακογραμμένα, ενδεχομένως υπαγορευμένα, ρεπορτάζ. Το γνωστό βραβείο, που αναδεικνύει ακριβώς την ερευνητική δημοσιογραφία, γίνεται εδώ το όνομα για το αντίθετό του.

Κατά μία ειρωνεία της ζωής, όχι πάντως και τόσο ασυνήθιστη, αυτή η αντιστροφή συνδέεται άμεσα με την προέλευση του σεβαστού βραβείου. Καθότι ο άνθρωπος το όνομα του οποίου φέρει το βραβείο, ο Τζόζεφ Πούλιτζερ, κατάφερε όσο ήταν εν ζωή να συνδέσει το όνομά του με τον κιτρινισμό – στα καθ’ ημάς, θα ήταν αντίστοιχο του να υπήρχε Βραβείο Αυριανής, το οποίο όμως θα είχε τεράστιο κύρος.

Εγκαταλείποντας τον μάταιο τούτο κόσμο μια μέρα σαν σήμερα, το 1911, ο Πούλιτζερ μας άφησε μια ανάμεικτη κληρονομιά. Αφενός μια σειρά αγώνων για την ελευθερία του Τύπου και, ταυτόχρονα, μια όχι και τόσο κολακευτική άσκηση αντιδεοντολογικών πρακτικών με στόχο την κατίσχυση επί του ανταγωνισμού και την πώληση περισσότερων φύλλων.

Η ένταση ανάμεσα σε αυτά τα δύο στοιχεία μοιάζει να διατηρείται σε όλη την ιστορία του Τύπου και είναι εύκολα εξηγήσιμη: στο τέλος της ημέρας όλοι ρίχνουν μια ματιά στο ταμείο.

Σήμερα η ένταση ανάμεσα στην αλήθεια και την πλάνη δεν είναι μόνο περισσότερο σαφής, αλλά έχει εξελιχθεί σε δομικό λίθο της καθημερινότητάς μας. Με την τεχνητή νοημοσύνη να έχει διεισδύσει για τα καλά σε κάθε μέρος της ζωής μας, τα fake news έχουν γίνει η νέα κανονικότητα, με ακόμα και τα μεγαλύτερα πρακτορεία να αδυνατούν όλο και συχνότερα να επιβεβαιώσουν μια είδηση. Οι πρόσφατοι πόλεμοι σε Ουκρανία και Γάζα, π.χ., ανέδειξαν πλήρως όχι ένα κενό στην ενημέρωση, αλλά αντίθετα μια υπερπληθώρα πληροφορίας, η αλήθεια της οποίας δεν είναι εύκολο να ελεγχθεί.

Σκέφτομαι ότι συγκριτικά με την εποχή του Πούλιτζερ η μεγαλύτερη αλλαγή που έχει συντελεστεί αφορά ακριβώς τη σχέση της δημοσιογραφίας με τον κόσμο.

Στο κλασικό μοντέλο έχουμε μια συγκεκριμένη πραγματικότητα την οποία αποκαλύπτει ο ή η δημοσιογράφος. Ξεσκεπάζει μυστικά, αποκαλύπτει «σκελετούς» που οι κυβερνήσεις θέλουν να κρατήσουν κρυμμένους στα υπόγεια των μυστικών τους υπηρεσιών. Τα Wikileaks είναι ίσως το μεγαλύτερο πρόσφατο συμβάν αυτού του στιλ δημοσιογραφίας.

Όμως, στην υβριδική πραγματικότητα που διαμορφώνουν οι νέες τεχνολογίες, πλάι σε αυτό το μοντέλο έρχεται να προστεθεί άλλο ένα, πιο δύσκολο στον χειρισμό του.

Είναι αυτό όπου οι δημοσιογράφοι καλούνται όχι να αποκαλύψουν μια πραγματικότητα, αλλά να διερευνήσουν αν υπάρχει και πώς συγκροτείται. Η ίδια η έννοια του γεγονότος είναι αμφισβητήσιμη σε έναν κόσμο πολλαπλών και αλληλοσυγκρουόμενων τεκμηρίων και «τεκμηρίων».

Υπό αυτή την άποψη, το ρεπορτάζ γίνεται ανάλυση: διακρίνει τα γεγονότα μέσω των επιπτώσεων που προκαλούν. Και σε μία ακόμη ειρωνεία της ζωής, πολλές φορές τις μεγαλύτερες επιπτώσεις προκαλούν τα ανύπαρκτα και πλήρως κατασκευασμένα «γεγονότα».

Ίσως ακούγονται λίγο μπερδεμένα όλα αυτά – και μάλλον είναι, εξού και σπανίζει η καλή δημοσιογραφία. Σ’ αυτό το σύμπαν, θα έπρεπε να είναι αυξημένη η εγρήγορση τόσο των φορέων ελέγχου των ΜΜΕ, όσο και των πολιτών (ως αποδέκτες των ρεπορτάζ και των «ρεπορτάζ»).

Από την άλλη, πώς μπορούμε να μιλάμε για εγρήγορση και έλεγχο, όταν η ίδια η κυβέρνηση λειτουργεί επικοινωνιακά με τον απόλυτο ευφημισμό της «Ομάδας Αλήθειας» κι εμείς («εκπαιδευμένες/οι» από την τεχνολογία) έχουμε μάθει να ακούμε ό,τι ενισχύει τις προϋπάρχουσες απόψεις μας.

Σε κάθε περίπτωση, «η αλήθεια είναι εκεί έξω», αλλά το ίδιο ισχύει και για τα υπόγεια παραγωγής «ειδήσεων».