Αν στόχος της συνάντησης των κ. Γεραπετρίτη και Φιντάν στο Λουξεμβούργο ήταν η αποκλιμάκωση της έντασης που επικρατεί την τελευταία περίοδο στις ελληνοτουρκικές σχέσεις, μάλλον δεν επετεύχθη.
Οι συνομιλίες των δύο υπουργών Εξωτερικών ήταν εκ προοιμίου δύσκολες καθώς είχε προηγηθεί, μόλις λίγες ώρες πριν, η σχεδόν εφ’ όλης της ύλης δριμεία επίθεση του Τούρκου υπουργού Εξωτερικών έναντι της Αθήνας με αφορμή την επιμονή της ελληνικής κυβέρνησης να εξαρτά τη συμμετοχή της Άγκυρας στο πρόγραμμα SAFE από την άρση του casus belli.
Διευρύνεται το χάσμα Ελλάδας – Τουρκίας
Η ευθεία απειλή του βέτο, εν μέρει αιτιολογημένη καθώς η Τουρκία ζητά πρόσβαση σε αμυντικούς πόρους ενώ απειλεί με πόλεμο ένα κράτος- μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, διευρύνει σταδιακά το χάσμα ανάμεσα στις δύο πλευρές του Αιγαίου, με τον κ. Ερντογάν να εμφανίζεται εντόνως εκνευρισμένος έναντι της ελληνικής πρωτεύουσας και δη του Κυριάκου Μητσοτάκη και τον Τούρκο υπουργό Εξωτερικών να μιλά ανοικτά για «αντιτουρκική στάση» και εργαλειοποίηση των διμερών σχέσεων από το ελληνικό πολιτικό σύστημα με στόχο την αποκόμιση οφέλους στο εσωτερικό.
Εξ ου και θα πρέπει να θεωρείται βέβαιο ότι ο Χακάν Φιντάν έθεσε στον κ. Γεραπετρίτη το ζήτημα της συμμετοχής της Τουρκίας στο SAFE, αφενός επιδιώκοντας να διαπιστώσει μέχρι ποιο σημείο είναι διατεθειμένη να φθάσει η Αθήνα, αφετέρου αναδεικνύοντας τη σφοδρή ενόχληση της Άγκυρας.
Εντύπωση προκαλεί το γεγονός ότι στην άτυπη ενημέρωση που ακολούθησε από διπλωματικές πηγές, μετά την ολοκλήρωση της συνάντησης, δεν υπάρχει σαφής αναφορά περί casus belli παρά μόνο η γενικόλογη διατύπωση ότι «ο υπουργός Εξωτερικών ενημέρωσε για τη θέση της Ελλάδας αναφορικά με την ευρωπαϊκή αμυντική βιομηχανία και την προσήλωσή της στην οικοδόμηση μιας ισχυρότερης, πιο ανθεκτικής και στρατηγικά αυτόνομης Ευρώπης».
Η Ελλάδα δεν επιθυμεί περαιτέρω κλιμάκωση
Είναι προφανές ότι η ελληνική πλευρά δεν επιθυμεί περαιτέρω κλιμάκωση της έντασης, παρά πάντως το γεγονός ότι ανώτερες διπλωματικές πηγές επισημαίνουν εδώ και καιρό στο «Βήμα» ότι η Αθήνα δεν πρόκειται να αλλάξει θέση και πως είναι στο χέρι της Άγκυρας να ανοίξει ο δρόμος για το SAFE αρκεί να καταργήσει το νόμο της τουρκικής Εθνοσυνέλευσης, ο οποίος σημειωτέον έχει ψηφιστεί το 1995.
Αντ’ αυτού στην ίδια άτυπη ενημέρωση προτάχθηκαν οι πάγιες θέσεις, τις οποίες και επανέλαβε ο κ. Γεραπετρίτης στον ομόλογό του, ότι η Ελλάδα δεν συζητά παρά μόνο την οριοθέτηση θαλασσίων ζωνών και σε ουδεμία περίπτωση ζητήματα που άπτονται της εθνικής κυριαρχίας.
Υπενθυμίζεται ότι σε λίγες εβδομάδες συμπληρώνεται ένας χρόνος από το ουσιαστικό «πάγωμα» του πολιτικού διαλόγου δια στόματος των δύο υπουργών Εξωτερικών, οι οποίοι συμφώνησαν δημοσίως ότι εκλείπει η σχετική κοινή κατανόηση προκειμένου να εκκινήσει μια διαπραγμάτευση που ενδεχομένως να κατέληγε στη διεθνή διαιτησία. Έκτοτε, δηλαδή, Αθήνα και Άγκυρα δεν συζητούν, εντός κανενός πλαισίου, για τα διμερή διπλωματικά- νομικά ζητήματα που τις χωρίζουν, ενώ ένα τέτοιο ενδεχόμενο δεν φαίνεται ορατό στο εγγύς μέλλον.
Αυτό που μεσολάβησε το βράδυ του περασμένου του Σαββάτου ήταν η αναφορά του κ. Φιντάν στην πρόοδο που είχε καταγραφεί στο παρελθόν στις διερευνητικές επαφές όσον αφορά τα χωρικά ύδατα μεταξύ των 6 και 12 ναυτικών μιλίων. Ορισμένοι αναλυτές, μεταξύ των οποίων και συνομιλητές της πολιτικής ηγεσίας του Υπουργείου Εξωτερικών, είδαν αυτήν την αποστροφή ως «άνοιγμα» διαλόγου, άλλοι ως παραβίαση του αναφαίρετου δικαιώματος της Ελλάδας να επεκτείνει τα χωρικά ύδατα της στα 12 ναυτικά μίλια όταν η ίδια κρίνει τον κατάλληλο χρόνο.
Για το 5Χ5 στην Ανατολική Μεσόγειο
Όπως είχε προαναγγελθεί από το Μέγαρο Μαξίμου, ο κ. Γεραπετρίτης ενημέρωσε τον Χακάν Φιντάν για την πρωτοβουλία της Αθήνας να συγκληθεί πενταμερές σχήμα συνεργασίας στην Ανατολική Μεσόγειο, συμπεριλαμβανομένης της Τουρκίας, με το σκεπτικό ότι οι γεωπολιτικές ανακατατάξεις που βρίσκονται σε εξέλιξη απαιτούν συνέργειες στο πνεύμα των αρχών της καλής γειτονίας.
Η κυβέρνηση και δη ο κ. Μητσοτάκης φαίνεται ότι δίνουν ιδιαίτερο βάρος στο αποκαλούμενο 5Χ5, κι αυτό παρά το γεγονός ότι οι αντικειμενικές δυσκολίες τόσο για τον σχηματισμό του, όσο ιδίως για τις σχεδόν ανύπαρκτες πιθανότητες να αποδώσει καρπούς στο μείζον ζήτημα της οριοθέτησης των θαλασσίων ζωνών είναι παραπάνω από έκδηλες.
Η Αθήνα εμφανίζεται πλέον συνειδητά ως επισπεύδουσα, ενώ πλέον αναμένεται με ενδιαφέρον η απάντηση της Άγκυρας, η οποία αφενός δεν αναγνωρίζει την Κυπριακή Δημοκρατία ως κρατική οντότητα, αφετέρου δεν δείχνει την παραμικρή διάθεση να αποστεί από την αναθεωρητική ατζέντα που επιχειρεί να επιβάλλει στο Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο. Κραδαίνοντας το επιχείρημα της διεθνούς νομιμότητας, στην ελληνική πρωτεύουσα ουσιαστικά αναμένουν ότι το βάρος της ευθύνης για την αποτυχία κάθε μορφής διαλόγου θα πέφτει διαρκώς στην Τουρκία, επιλογή βέβαια που ενέχει κινδύνους καθώς είναι φανερό ότι στην εποχή της δεύτερης θητείας Τραμπ όλο και λιγοστεύουν αυτοί που ενδιαφέρονται για την τήρηση των διεθνών κανόνων.
Ανενεργός ο Ελληνοτουρκικός διάλογος
Αξιοσημείωτο, επίσης, το γεγονός ότι στην άτυπη ενημέρωση του Υπουργείου Εξωτερικών δεν υπάρχει η παραμικρή αναφορά σε επόμενη συνάντηση των δύο ανδρών, σε συνέχεια του δομημένου διαλόγου, πολλώ δε μάλλον σε αναζήτηση ημερομηνίας για τη διεξαγωγή του Ανώτατου Συμβουλίου Συνεργασίας. Γίνεται έτσι για ακόμα μια φορά αντιληπτό ότι ο ελληνοτουρκικός διάλογος έχει ατονήσει, ειδικά στο ανώτατο επίπεδο. Όπως σημείωναν στο «Βήμα» της περασμένης Κυριακής άτομα από το περιβάλλον υπουργού Εξωτερικών «δεν είναι η Αθήνα αυτή που θα πιέσει για περαιτέρω διάλογο με την Τουρκία. Οι δίαυλοι όμως πρέπει να μένουν ανοικτοί για να προλαμβάνεται η μετεξέλιξη της έντασης σε κρίση».
Η 5μερής για το Κυπριακό
Αντιθέτως, αν υπάρχει ένα φόρουμ όπου οι κ. Γεραπετρίτης και Φιντάν θα καθίσουν ξανά στο ίδιο τραπέζι, είναι της άτυπης πενταμερούς για το Κυπριακό, η οποία λαμβάνει μικρή παραπάνω δυναμική λόγω της εκλογής του Τουφάν Ερχιουρμάν ως νέου ηγέτη της τουρκοκυπριακής κοινότητας.
Αθήνα και Λευκωσία θα κληθούν από εδώ και στο εξής να αποκωδικοποιήσουν τα νέα δεδομένα και κυρίως να αντιληφθούν τόσο τον βαθμό επιρροής της Άγκυρας στον κ. Ερχιουρμάν όσο κυρίως το τι επιδιώκει ο κ. Ερντογάν δια της επανεκκίνησης των συζητήσεων από τη στιγμή που δεν είναι διατεθειμένος να αποστεί από τη διχοτομική λύση των δύο κρατών στην Κύπρο.





