Η Γενική Ευρωπαία Εισαγγελέας Λάουρα Κοβέσι ζήτησε , μεταξύ των άλλων, να τροποποιηθεί το άρθρο 86 του Συντάγματος που καθιερώνει-αδικαιολόγητα για πολλούς- ένα ειδικό και εξόχως προστατευτικό τρόπο δίωξης των εγκλημάτων των μελών της εκάστοτε κυβέρνησης.

Και θα επιθυμούσα για αυτό το εκρηκτικό ζήτημα να διατυπώσω νηφάλια κάποιες παρατηρήσεις , αφού υπάρχει μάλιστα στους πολίτες μια διάχυτη αίσθηση ατιμωρησίας των πολιτικών, η οποία διογκώθηκε ακόμη περισσότερο , λόγω και της τραγικής υπόθεσης των Τεμπών , όπου οι δικονομικά αμφιλεγόμενοι χειρισμοί της κυβερνητικής πλειοψηφίας ξαναφέραν στο προσκήνιο αυτή την προβληματική .

Ποιοι ήταν οι ανωτέρω προβληματικοί χειρισμοί;

Κρίθηκε από την παρούσα κυβερνητική πλειοψηφία, ότι δεν χρειαζόταν ούτε να διερευνηθεί, ούτε να κινηθεί η ποινική δίωξη εναντίον οποιουδήποτε Υπουργού, ως ποινικά υπεύθυνου για την τέλεση «δια παραλείψεως» του κακουργήματος του άρθρου 291 παρ.1 δδ του Ποινικού Κώδικα (: Επικίνδυνες παρεμβάσεις στη συγκοινωνία μέσων σταθερών τροχιάς) .

Κυρίως με σημείο αναφοράς την μη υλοποίηση του συστήματος ηλεκτρονικής διοίκησης των σιδηροδρόμων (το οποίο αν υπήρχε ενδεχόμενα δεν θα οδηγούμασταν στο μοιραίο αποτέλεσμα των 57 θανάτων).

Και μέσα σε αυτό το πλαίσιο θα ήθελα να κάνω τις ακόλουθες επισημάνσεις:

Και καταρχήν.

1. Η λανθασμένη «δαιμονοποίηση» του θεσμού της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας. Γιατί διενεργώ αυτή την αναφορά;

Γιατί υπάρχει η εσφαλμένη αντίληψη σε πολλούς πολίτες (αλλά και στα κόμματα), ότι ο θεσμός της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας εκφράζει μια «εξωγενή ευρωπαϊκή οντότητα» η οποία έχει ως αποστολή να υποκαταστήσει τις εγχώριες εισαγγελικές αρχές ( υποκλέπτοντας τη λειτουργική τους εξουσία, ως ένας οιονεί «κατακτητής»).

Μια τέτοια παραδοχή είναι εντελώς παράδοξη. Γιατί;

Γιατί ο Ευρωπαίος Γενικός Εισαγγελέας διορίζεται από το Ευρωπαικό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο, το οποίο αποφασίζει με απλή πλειοψηφία από κατάλογο 12 προσώπων που καταρτίζει η ειδική επιτροπή του άρθρου 14 του κανονισμού λειτουργίας, ο οποίος αφορά τον προκείμενο θεσμό (Διονυσοπούλου, Η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία – Δομή και Αρμοδιότητες)

Στα ανωτέρω όργανα τα οποία διορίζουν τον Ευρωπαίο Εισαγγελέα συμμετέχει και η Ελλάδα. Πως λοιπόν υποστηρίζεται «συνωμοσιολογικά», ότι η Λάουρα Κοβέσι έρχεται στην Ελλάδα (εκφράζοντας ένα θεσμό στη λειτουργία του οποίου η χώρα μας δεν έχει καμία συμμετοχή);

Έπειτα είναι γνωστό , ότι η Ελλάδα συμμετέχει στο θεσμό τούτο με τους (Έλληνες ) Ευρωπαίους Εντεταλμένους Εισαγγελείς οι οποίοι προτείνονται από τα κράτη- μέλη.

Επιπλέον, η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία ενεργοποιείται (από άποψη αρμοδιότητας ) μόνο στις περιπτώσεις εκείνες κατά τις οποίες διαπράττονται αξιόποινες πράξεις κατά των οικονομικών συμφερόντων της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Και στην τραγική υπόθεση των Τεμπών παρενέβη, ακριβώς γιατί είχαν δοθεί «ευρωπαϊκά χρήματα» στην Ελλάδα για να υλοποιήσει το σύστημα ηλεκτρονικής διοίκησης των σιδηροδρόμων ( το οποίο κατά την ημέρα της σύγκρουσης των τραίνων δεν είχε ακόμη εγκατασταθεί ).

Επομένως θα ήταν καλό να σταματήσει αυτή η αδικαιολόγητη συνωμοσιολογική προσέγγιση κατά του θεσμού της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας.

Επί του κυρίου θέματος τώρα.

2. Η τροποποίηση του άρθρου 86 του Συντάγματος την αναθεώρηση του οποίου ζήτησε η Ευρωπαία Γενική Εισαγγελέας.

Και καταρχήν τι προβλέπει το σημερινό άρθρο 86 του Συντάγματος;

Το επίμαχο άρθρο προβλέπει , ότι μόνο η Βουλή ( δηλαδή η εκάστοτε κυβερνητική πλειοψηφία) έχει την αρμοδιότητα να κινεί την ποινική δίωξη εναντίον εκείνων των πολιτικών που διατελούν ή διετέλεσαν μέλη της Κυβέρνησης ή Υφυπουργοί για ποινικά αδικήματα τα οποία τέλεσαν κατά την άσκηση των καθηκόντων τους.

Υπάρχει επίσης ένας ειδικός νόμος ( ν. 3126/2003) για την ποινική ευθύνη των Υπουργών ο οποίος εξειδικεύει τις θεσμικές λεπτομέρειες της ανωτέρω «φιλοσοφίας» .

Αντίθετα , όταν διαπράττονται εγκλήματα από τους απλούς πολίτες την ποινική δίωξη την κινούν οι Εισαγγελικές αρχές (σύμφωνα με το άρθρο 43 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας), ενώ την ανάκριση τη διενεργούν οι τακτικοί δικαστές (ανακριτές) .

3. Ισχύει και στις υπόλοιπες χώρες μια τέτοια προστατευτική νομοθεσία για τα εγκλήματα των μελών της κυβέρνησης (που κατ΄ ουσία επιτρέπει στην εκάστοτε κυβερνητική πλειοψηφία να λαμβάνει αδικαιολόγητες αποφάσεις σκοπιμότητας για να «καλύπτει» τα αδικήματα των Υπουργών);

Η συγκριτική θεώρηση δεν συνηγορεί υπέρ της διατήρησης της αρμοδιότητας της Βουλής να κινεί την ποινική δίωξη για εγκλήματα των Υπουργών. Με άλλα λόγια:

Στην Αγγλία η ποινική δίωξη των Υπουργών από τη Βουλή των Κοινοτήτων δεν έχει ενεργοποιηθεί από το 1804 και οι υπουργοί δικάζονται σύμφωνα με τις κοινές δικονομικές διατάξεις. Στη Γερμανία το Σύνταγμα δεν έχει ειδική διάταξη για την ποινική ευθύνη των Υπουργών. Στη Γαλλία , η ποινική δίωξη χωρεί πλέον χωρίς την άδεια της Βουλής .

Άλλωστε , πριν από λίγες ημέρες καταδικάσθηκε από τη Γαλλική Δικαιοσύνη ο πρώην Πρόεδρος Νικολά Σαρκοζί σε φυλάκιση πέντε (5) ετών για παράνομη χρηματοδότηση της προεκλογικής του εκστρατείας το 2007 από τον πρώην δικτάτορα της Λιβύης Καντάφι (και εντός των ημερών θα εμφανιστεί στο αρμόδιο Δικαστήριο για να εκτίσει την ποινή του, Le Monde, Sarkozy faces new complaint from lawyers accusing him of discrediting judiciary).

Η ανωτέρω απόφαση θεωρήθηκε, μάλιστα, ως μια «αλλαγή παραδείγματος» στη σχέση της Γαλλικής Δικαιοσύνης με την εκάστοτε εκτελεστική εξουσία . Σημειώνω πάντως, ότι πριν από πολλά χρόνια είχε καταδικαστεί και ο πρώην Γάλλος Πρόεδρος Ζακ Σιράκ (μετά από καταγγελία της Ένωσης φορολογούμενων του Παρισιού).

4. Ποιο είναι το συνηθέστερο επιχείρημα το οποίο επικαλούνται όσοι συνηγορούν υπερ της διατήρησης της αρμοδιότητας της Βουλής; Το ότι η κατηγορία κατά των υπουργών υποκινείται από τους πολιτικούς αντιπάλους.

Το συνηθέστερο επιχείρημα το οποίο επικαλούνται όσοι συνηγορούν υπερ της διατήρησης της παρεμβολής της Βουλής στην ποινική δίωξη των «υπουργικών αδικημάτων» είναι το ακόλουθο:
Υποστηρίζουν, δηλαδή, ότι η κατηγορία στις περιπτώσεις αυτές δεν έχει μόνο νομικό, αλλά και πολιτικό χαρακτήρα και για αυτό το λόγο είναι απαραίτητο να συμμετέχει ένα πολιτικό όργανο, όπως η Βουλή.

5. Έχει νομιμοποιητική βάση μια τέτοια προσέγγιση;

Σίγουρα σε κάποιο βαθμό η ανωτέρω «φιλοσοφία» έχει ένα πυρήνα αλήθειας. Τι εννοώ;

Ζούμε σε μια χώρα , όπου οι εξαγγελίες για ποινικές διώξεις των πολιτικών αντιπάλων έχουν αντικαταστήσει σε μεγάλο βαθμό τον πολιτικό λόγο και σε μια εποχή όπου ο εσφαλμένος χειρισμός πολιτικών και οικονομικών θεμάτων έχει μετατραπεί πάραυτα σε ποινικό αδίκημα.

Και η ιστορία της χώρας μας βρίθει από τέτοιου είδους «ανεξέλεγκτες πολιτικές αντιπαλότητες».

Εντελώς ενδεικτικά αναφέρω, ότι το 1917 , όταν οι βενιζελικοί απέκτησαν την εξουσία οι τέως πρωθυπουργοί Σκουλούδης, Λάμπρου και Γούναρης κατηγορήθηκαν για αντισυνταγματική ανάληψη της εξουσίας.

Πολύ αργότερα στην υπόθεση Κοσκωτά διατυπώθηκαν κατηγορίες εναντίον του πρώην Πρωθυπουργού Ανδρέα Παπανδρέου από τους πολιτικούς του αντιπάλους (ωστόσο τελικά αθωώθηκε). Και υπάρχουν και άλλα παρόμοια ιστορικά παραδείγματα.

6. Είναι τελικά ορθή η επίμαχη συνταγματική διάταξη του άρθρου 86 ;

Κατά τη γνώμη μου όχι και είναι αναγκαίο να αναθεωρηθεί από την επόμενη Βουλή; Για ποιο λόγο;

Γιατί ναι μεν ζούμε σε μια χώρα με έντονη «κομματική αντιπαλότητα», αλλά η κρίση για το εάν διαπράχθηκε ένα αδίκημα από ένα πρόσωπο , ο οποίος ήταν ή είναι υπουργός, είναι καθαρά ΝΟΜΙΚΗ ΚΡΙΣΗ.

Με άλλα λόγια διερευνάται , αν κάποιος παραβίασε τους ποινικούς νόμους ή εάν «πληρώθηκε» η υποκειμενική και η αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος της απάτης (άρθρο 386 του ΠΚ) ή οποιουδήποτε άλλου εγκλήματος που προβλέπεται από τον Ποινικό Κώδικα ή άλλο ειδικό ποινικό νόμο.

Σε αυτό το επίπεδο δεν μπορεί να υπάρχει πολιτική αξιολόγηση.

Αντίθετα, μόνο όταν παρεμβάλλεται η εκάστοτε τυχαία «κυβερνητική πλειοψηφία» οι κατηγορίες κομματικοποιούνται ή κάποιοι Υπουργοί διώκονται απλώς για πλημμελήματα και όχι για κακουργήματα (όπως κατηγορείται η σημερινή κυβέρνηση ότι «έπραξε» με την έκπτωση των κατηγοριών στην τραγική υπόθεση των Τεμπών).

Το συμπέρασμα;

Κατά τη γνώμη μου επιβάλλεται η τροποποίηση του άρθρου 86 του Συντάγματος και η ανάθεση της ποινικής δίωξης των εγκλημάτων τα οποία διαπράττουν οι εκάστοτε Υπουργοί στην τακτική Δικαιοσύνη.

Ίσως η ποινική δίωξη σε αυτές τις περιπτώσεις θα μπορούσε να ανατεθεί σε ανώτερους Εισαγγελικούς λειτουργούς (όπως δηλαδή γίνεται σε υποθέσεις οι οποίες έχουν έντονο δημόσιο ενδιαφέρον σύμφωνα με το άρθρο 28 του ΚΠΔ).

Διαφορετικά οι Έλληνες πολίτες μονίμως θα πιστεύουν, ότι οι πολιτικοί ποτέ δεν λογοδοτούν για τα εγκλήματά τους και η συνταγματική αρχή της ισότητας έναντι του νόμου θα συνιστά απλώς «ένα ευχολόγιο»!

Και αυτό είναι πολύ κακό, γιατί σε τελευταία ανάλυση θα υπονομεύεται η Δημοκρατία μας!

Ο Καλφέλης Γρηγόρης είναι Καθηγητής της Νομικής Σχολής στο ΑΠΘ