Τι συμπέρασμα βγήκε από τη διπλή διάσκεψη του Αραβικού Συνδέσμου και του Οργανισμού Ισλαμικής Συνεργασίας στη Ντόχα του Κατάρ;
Αρκεί κανείς να σταθεί στις δηλώσεις των αξιωματούχων της χώρας που φιλοξένησε την συγκεκριμένη πρωτοβουλία και η οποία ήταν εκείνη που επλήγη από την ισραηλινή αεροπορική επιδρομή που είχε στόχο την ηγεσία της Χαμάς.
Από τη μια πλευρά η τοποθέτηση του Εμίρη του Κατάρ, Σεΐχη Ταμίμ μπιν Χαμάντ Αλ Θάνι, ο οποίος χαρακτήρισε «επικίνδυνη ψευδαίσθηση» τη φιλοδοξία του ισραηλινού πρωθυπουργού Μπενιαμίν Νετανιάχου να μετατρέψει τη Μέση Ανατολή σε σφαίρα ισραηλινής επιρροής.
Και από την άλλη, ο πρωθυπουργός της χώρας, Μοχάμεντ μπιν Αμπντελράχμαν αλ Θάνι, να καλεί τη διεθνή κοινότητα «να σταματήσει να έχει δύο μέτρα και δύο σταθμά» και να επιβάλει κυρώσεις στο Ισραήλ για «τα εγκλήματά του».
Οι αντιδράσεις, μάλλον χλιαρές για κράτος του οποίου η διπλωματική επάρκεια ετέθη υπό πλήρη αμφισβήτηση, είναι ενδεικτικές της απροθυμίας των αραβικών καθεστώτων ως προς το Παλαιστινιακό ζήτημα.
Ασυνέπεια λόγων και έργων
Ακόμη μια ένδειξη αποτελεί η περίπτωση των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων, της χώρας του Κόλπου που διατηρεί και τις στενότερες σχέσεις με το Τελ Αβίβ. Παρότι το Άμπου Ντάμπι κλήτευσε τον ισραηλινό πρέσβη για εξηγήσεις και χαρακτήρισε την αεροπορική επιδρομή «πράξη δειλίας» δεν προχώρησε σε καμία περαιτέρω ενέργεια.
Είχε προηγηθεί προειδοποίηση αξιωματούχου των Εμιράτων ότι τυχόν προσάρτηση της Δυτικής Όχθης θα παραβίαζε την «κόκκινη γραμμή» της μοναρχίας και θα πρόδιδε το πνεύμα των «Συμφωνιών του Αβραάμ».
Η ασυνέπεια μεταξύ λόγων και έργων, η οποία διαπερνά λίγο-πολύ ως συμπεριφορά όλα τα κράτη των δύο οργανισμών, οφείλεται σε μια σειρά παραγόντων.
Ο πρώτος αφορά την στρατιωτική υπεροχή του Ισραήλ, βασισμένη στον φόβο του πυρηνικού οπλοστασίου αλλά και στην συμβατική πολεμική ικανότητα, δοκιμασμένη μέχρι σήμερα σε επτά διαφορετικές επικράτειες.
O δεύτερος έχει να κάνει με την ιδιαίτερα λεπτή ισορροπία που καλούνται να κρατήσουν οι άρχουσες ελίτ των αραβικών κρατών που βλέπουν ως επικίνδυνα αποσταθεροποιητικό παράγοντα το Παλαιστινιακό ζήτημα, συνέπεια της δομικής τους εχθρότητας προς κάθε είδους ακτιβισμό των πολιτών τους.
Τέλος, η οικονομική εξάρτηση των ίδιων κρατών από ΗΠΑ αλλά και Ισραήλ πρέπει να προστεθεί στο «κάδρο» των εξηγήσεων.
Η αρχή του πετρελαϊκού εμπάργκο
«Η διάσκεψη δείχνει πως ο μεγάλος πλούτος δεν μεταφράζεται σε μεγάλη ισχύ» τονίζει – σωστά – σε άρθρο του ο πολύπειρος αμερικανός δημοσιογράφος του CNN Μπεν Γουίντμαν, υπενθυμίζοντας την αναντιστοιχία μεταξύ οικονομικής ευμάρειας και πολιτικής δύναμης που χαρακτηρίζει τους δύο οργανισμούς που εκπροσωπούν μισό δισεκατομμύριο πολίτες και περίπου το 4% του παγκόσμιου ΑΕΠ.
Μάλιστα μπαίνει στον πειρασμό να συγκρίνει τη στάση των σημερινών ηγεσιών με εκείνη του Οκτωβρίου του 1973, όταν οι υπουργοί Πετρελαίου των χωρών που αποτελούσαν τον Οργανισμό Αραβικών Χωρών Εξαγωγής Πετρελαίου (OAPEC) συναντήθηκαν στο Κουβέιτ, ενώ μαινόταν ο πόλεμος μεταξύ Ισραήλ, Συρίας και Αιγύπτου.
«Στο Κουβέιτ, οι υπουργοί του OAPEC, με επικεφαλής τη Σαουδική Αραβία, αποφάσισαν να μειώσουν την παραγωγή πετρελαίου και να επιβάλουν περιορισμούς στις εξαγωγές προς τις Ηνωμένες Πολιτείες και άλλες χώρες που υποστήριζαν το Ισραήλ και την πολεμική του προσπάθεια. Επρόκειτο για την αρχή του αραβικού εμπάργκο πετρελαίου που έπαιξε σημαντικό ρόλο στην ύφεση που γνώρισαν στη συνέχεια οι δυτικές οικονομίες» σημειώνει ο Γουίντμαν






