Ξαναφέρε εκείνο το αυγουστιάτικο πρωί, όταν πλημμύριζε το σπίτι η μπονάτσα, αφήνοντας ιώδιο και κατράμι στα μουσκεμένα σεντόνια, εκθέτοντας την παιδική σου καρδιά
στα απροσδόκητα ρεύματα των παραθύρων και τα πολυτονισμένα γέλια των μεγάλων απ’ έξω.
Φέρε ξανά ό,τι θα σε παρηγορούσε τώρα, αν στη ψυχαγωγία
εκείνων των ημερών είχε τη θέση του και ο παράπλευρος κόσμος σου σκιών και φθόγγων.
Αν ξανάπιανες
από την αρχή εκείνα που
κρυφάκουγες:
πέφτουν κορμιά
στον Γράμμο,
έχει επιστρέψει ο βασιλιάς μ’ ένα βαρύ παλτό.
Φρόντιζαν οι μεγάλοι το μουστάκι με μαντέκα. Σε φόβιζε
το Χ και η κορόνα, που οι Χίτες ζωγράφισαν στον τοίχο του Χανιώτη.
Στο καφενείο του Σκαρόπουλου αποβλακώνονται στην πρέφα οι δεξιοί. Οι κομμουνιστές, σταλιασμένοι σαν μπαστουρωμένα αρνιά, στο κατάστρωμα του
“Ηλιούπολις” για την Ικαριά.
Η Μέλπω εξορία.
Οι χωροφύλακες αντάμα με δοσίλογους κι αρχόντους.
Ο Καμπάνης, οι Γρυπάρηδες
έκαναν λεφτά στα λεφτά παίρνοντας κοψοχρονιά χωράφια του χωριανού, ρημάζοντας τα αρχαία της Δήλου -μα μήπως δεν τα ξαναζείς μετά από τόσα χρόνια στον ίδιο τόπο, όπου ακόμα ψάχνουν τον φονιά του τοπογράφου;

Φέρ’ τα ξανά λοιπόν στη μνήμη
εμποδίζοντας την είσοδο της μασκοπρόσωπης Ιστορίας
στα υπνωτήρια και τα ηρώα που σε στεγάζουν έκτοτε.
Τρέφεις από τότε τα ίδια αισθήματα για τη βουνοσειρά της Τήνου. Για τα Γιούρα, στο βάθος, δεν σου είχαν πει τίποτα, ούτε και γιατί ο Μανιάτης άκουγε κρυφά μια παράξενη γυναικεία φωνή στο ραδιόφωνο σε ελληνικά που δεν τα άκουγες στο σπίτι. Αύγουστος του ’49!
Ο πόλεμος ανάμεσα στους Έλληνες είχε τελειώσει.
Τελειώνει όμως ο πόλεμος ποτέ όσο υπάρχει ανέχεια και βλακεία;
Έγινες με τα χρόνια θαυμαστής ενός κόσμου ρεμβασμών.
Απών, έως τη Δευτέρα Παρουσία
όπου πρόκειται να διαπρέψεις.
Παρών όμως ακόμα στη χαμοζωή.
Στο διάστημα που απομένει
μη χάνεις τον καιρό σου με τις ανεμοδούρες και τα ναυάγια. Η σκέψη του “τίποτα” δεν είναι ένα τίποτα της σκέψης.
Στο στόμα σου, ένα αποστακτήριο μίσους ανταλλάσσει
την πικρία σε γλυκύτητα.
Γλώσσα φαρμακωμένη
που σου έμαθε τον Γαρμπή
που σ’ έριξε στα βράχια
που σου έδωσε τη σανίδα, χωρίς τη σωτηρία της.
Γλώσσα δίχως γλώσσα,
σύρριζα στα λόγια της εμφύλιας Πατρίδας,
στις διαβιβάσεις με το χειροκίνητο.
Λούφαξε στον Ελατιά
κουρασμένος μαχητής χωρίς υπόδηση
απέναντι στα τάγματα της Εθνοφυλακής
και τους “μάϋδες”.
Μιά μάχη, κατά το καθιερωμένο μακελειό,
στα επιδόρπια.
Μαθητευόμενος αντάρτης,
γνωρίζεις από μνήμης την κατηφόρα.
Από το γάβγισμα αγαπάς τον σκύλο.
Εισέρχεσαι μετά λιβανισμένος
και το εκκλησίασμα αναρριγά.
Πιστός ή άπιστος δεν έχει σημασία την εποχή που δύει ο Θεός.
Ποιόν Τσίπρα και ποιά επικαιρότητα μού τσαμπουνάς μετά;
“Χρωστάς του Θεού έναν θάνατο”, σου λέει ο Σαίξπηρ. Ο Θεός να δεις τι σου χρεωστά.
ΥΓ.
Σκέφτομαι τους φίλους που πιστεύουν στον Θεό.
Που το εκκλησίασμα, τους υποδέχθηκε σαν τον Βαγγέλη με το ξύλινο ποδάρι που επιστρέφει από τον πόλεμο νεκροζώντανος στο ποίημα του Σικελιανού.
Τώρα καταλαβαίνω τι αισθήματα μέσα στην έρημο βγάζει ο αντικατοπτρισμός της όασης που δεν υπάρχει.
Ακόμα και σαν φαινόμενο -ή, επειδή η όαση είναι υπόλογη στο φαινόμενο- γιατί να το αμφισβητήσεις;
Γράφει ο Αγκάμπεν σχολιάζοντας την αινιγματική φράση του Χάιντεγκερ: “Μόνον ένας Θεός μπορεί να μας σώσει”: “Πώς πρέπει λοιπόν να κατανοήσουμε τη πικρή διάγνωση του φιλοσόφου; Με ποια έννοια «μόνον ένας Θεός μπορεί να μας σώσει»; Εδώ και σχεδόν δύο αιώνες – από τότε που ο Χέγκελ και ο Νίτσε κήρυξαν το θάνατό του, η Δύση έχει χάσει τον Θεό της. Αλλά αυτό που έχουμε απωλέσει είναι μόνον ένας Θεός, στον οποίο θα ήταν δυνατό να δώσουμε όνομα και μία ταυτότητα. Ο θάνατος του Θεού είναι στην πραγματικότητα, η απώλεια των θείων ονομάτων («λείπουν τα θεία ονόματα», παραπονιόταν ο Χαίλντερλιν).
Πέρα από τα ονόματα, ωστόσο, παραμένει το πιο σημαντικό: το θείο. Όσο θα είμαστε ικανοί να αντιλαμβανόμαστε ως πράγματα θεία ένα λουλούδι, ένα πρόσωπο, ένα πουλί, μια χειρονομία ή ένα λεπτό φυλλαράκι χόρτου, θα αντέχουμε να ζούμε χωρίς να μπορούμε να ονοματίζουμε έναν Θεό. Μας αρκεί το θείο, το επίθετο μας ενδιαφέρει περισσότερο από το ουσιαστικό. Όχι «ένας Θεός» – μάλλον: «μόνο το θείο μπορεί να μας σώσει”. (*)
(*)Αναρτήθηκε στις 21 Μαρτίου 2025 στην ιστοσελίδα του εκδοτικού οίκου Quodlibet (στη στήλη «Una voce»). Πρώτη δημοσίευση στα ελληνικά, περιοδικό “Φρέαρ”.



