Χίλιες και μία νύχτες οι νύχτες που μετρώ σε τούτο τον αλησμόνητο χώρο συναυλιών. Το ΡΟΔΟΝ: LIVE! Αρχικά ως μόνιμος θαμώνας του, μέχρι το 1989, και στη συνέχεια και έως το  απρόσμενο κλείσιμό του το Μάιο του 2005 αροτριώνοντας τα photo pits ως συναυλιακός φωτοειδησεογράφος σε κραταιά μουσικά έντυπα.

Όσα ακολουθούν είναι η προφορική ιστορία του ΡΟΔΟΝ: LIVE!, έτσι όπως την αφηγήθηκαν στο ΒΗΜΑ Encore μερικές από τις ιστορικές προσωπικότητες του χώρου, άνδρες και γυναίκες που εργάστηκαν εκεί, έπαιξαν εκεί, άφησαν ένα κομμάτι της ψυχής τους εκεί. Από κοντά τους και ο γράφων.

Για πολλούς από εμάς το «ΡΟΔΟΝ: LIVE!» υπήρξε το δεύτερό μας σπίτι. Το απόλυτο κομβικό σημείο συνάντησης της Αθηναϊκής rock/pop/metal/jazz κοινότητας και όχι μόνο. Σε τέτοιο βαθμό, ώστε σήμερα να το νιώθουμε κομμάτι της ζωής μας. Για την ακρίβεια, το πιο ηλιόχαρο και ανέμελο κομμάτι της! Τόσο έντονο που ακόμη το μνημονεύουμε με κάθε ευκαιρία, όπως εν προκειμένω για τη συμπλήρωση των είκοσι χρόνων (της έως και αβάσταχτης) απουσίας του. 

Δεκαοκτώ ήταν οι σεζόν που έλαμψε ο πάλαι ποτέ κινηματογράφος ΡΟΔΟΝ εμφανιζόμενος ως μάννα εξ’ ουρανού στα έως τότε αλλοπρόσαλλα συναυλιακά δρώμενα της Αθήνας (ουσιαστικά της Ελλάδας), χαρίζοντας μας γύρω στις δυο χιλιάδες αξέχαστες βραδιές μουσικής ψυχοθεραπείας.

ΤΡΥΠΕΣ: Σε κάθε τους εμφάνιση στο ΡΟΔΟΝ, το αδιαχώρητο. Σε κάθε προτροπή του Αγγελάκα, πανδαιμόνιο. Φωτό: Χρήστος Κισατζεκιάν

Προσωπικά, βεβαίως. μου χάρισε επιπρόσθετα και εκατοντάδες χιλιάδες κλικ στο φωτογραφικό μου αρχείο, εκ των οποίων κάποιες δεκάδες κόσμησαν διεθνείς και εγχώριες δισκογραφικές κυκλοφορίες για σχήματα όπως οι Porcupine Tree, Ozric Tentacles, Iced Earth, Blaine Reininger, Gamma Ray, Snowy White, μα και πολύτιμες εκδόσεις όπως το πλέον συλλεκτικό φωτογραφικό λεύκωμα της ΑΝΩΣΗΣ Α.Ε. «ΡΟΔΟΝ: LIVE! 1987-2005».

Στις 29 Μαΐου συμπληρώθηκαν τα είκοσι χρόνια από την τελευταία βραδιά που άναψαν τα φώτα του stage του. Το κενό που άφησε πίσω μοιάζει για τους περισσότερους από εμάς δυσαναπλήρωτο. Ως εκ τούτου, ένας φόρος τιμής κρίνεται αναγκαίος, όπως επίσης και ικανός να ανασύρει μνήμες που πλέον έγιναν γλυκόπικρες.

Ι. ΡΟΔΟΝ: LIVE! – Όταν άναψαν για πρώτη φορά τα φώτα στο πάλκο

Παρότι έχει αναφερθεί επανειλημμένα ως πρώτη συναυλία σε τούτα τα σανίδια ήταν η ζωντανή, διήμερη εμφάνιση των Triffids στις 6 & 7 Νοεμβρίου του 1987, η πρώτη δοκιμαστική βραδιά που εγκαινίασε το ΡΟΔΟΝ ήθελε επί σκηνής τα Άλλα Μαντάτα με καλεσμένο το Δημήτρη Πουλικάκο. Όμως για να δούμε πώς βρέθηκαν εκεί οι παρακάτω ιθύνοντες του επιτελείου αυτού, όπως και κάποιοι από όσους εκλεκτούς κατέλαβαν τη σκηνή του. 

Θοδωρής Μανίκας  (δημοσιογράφος, μουσικός, παραγωγός, σεναριογράφος, μετακλήσεις καλλιτεχνών και προώθηση συναυλιών ΡΟΔΟΝ): Άφησα μια στρωμένη καριέρα παραγωγού στην Ελληνική δισκογραφία για να πάω στο ΡΟΔΟΝ. Ως παραγωγός της «ΛΥΡΑ» κείνο το εξάμηνο του ‘87 είχα πέντε νούμερο ένα όπως το «Να’χαν οι Καρδιές Αμπάρες» του Χριστοδουλόπουλου. Όμως «ψήθηκα» μονομιάς πολύ με την όλη φάση και έτσι στα δύο πρώτα χρόνια που δούλεψα εγώ μαζί με τον φίλτατο συνεργάτη Γιώργο Σταυράκη.

Μαίρη «Cooper» Χρυσοπούλου (ταμίας ΡΟΔΟΝ): Έπρεπε να περάσουν πολλά χρόνια ώστε να μπορέσω όπως τώρα να πω δυο κουβέντες. Διότι για μένα ήταν κάτι παραπάνω από κορυφαίος χώρος ψυχαγωγίας. Ήταν το Σπίτι μου! Κυριολεκτικά. Εκεί έτρωγα το φαΐ μου λέμε, όλα εκεί. Τρεις άνθρωποι δεν λείψαμε ποτέ από την πρώτη έως και την τελευταία ημέρα λειτουργίας του ΡΟΔΟΝ: Ο Φώτης (σ.σ. Μπόμπολας), ο Ντάνυ που ήταν υπεύθυνος των μπαρ και εγώ. Οι μόνοι!

Ο Τζίμης Πανούσης στη σκηνή του ΡΟΔΟΝ. Η άχαρη και απρόσμενη απουσία του σύγχρονου Αριστοφάνη κρίνεται όλο και περισσότερο ανυπόφορη. Φωτό: Χρήστος Κισατζεκιάν

Φώτης Αστροπαλιώτης (σεκιούριτι ΡΟΔΟΝ): Είχα ακούσει ότι άνοιξε ένας νέος συναυλιακός χώρος στην Αθήνα και σε μία βόλτα αργά, προερχόμενος αν δεν κάνω λάθος από τα Εξάρχεια, σταμάτησα και μπήκα μέσα. Εκεί λοιπόν με πλησίασε ο αείμνηστος Θεόφιλος Βανδώρος και μου λέει «τι είσαι, πού είσαι, τι κάνεις; Δώσε μου το τηλέφωνό σου και θα σε πάρω μήπως έρθεις εδώ να δουλέψεις!». Εγώ το ξέχασα, ο βλάκας, μα την επόμενη εβδομάδα μου λέει η μάνα μου «σε πήρε κάποιος φίλος τηλέφωνο και λέει να είσαι στο ΡΟΔΟΝ την Παρασκευή στις 19:30». Ήταν Οκτώβριος του 1987.

Γιάννης Λεουνάκης (μπάρμαν και μετακλήσεις συναυλιών ΡΟΔΟΝ, ραδιοφωνικός παραγωγός): Είμαι από τα παιδιά εκείνα που βρεθήκαμε σχεδόν εξαρχής στην ομάδα, ένα τρίμηνο μετά τα εγκαίνια του ΡΟΔΟΝ. Στην αρχή, κάνοντας δειλά-δειλά μετακλήσεις καλλιτεχνών, επειδή ήμουν τότε κάτοικος Γερμανίας και Αυστρίας. Πολεμούσα να βρω επαφές. Μετά ως μπάρμαν, δεξιά της εισόδου. Όμως ακόμη και όταν σταμάτησα να δουλεύω στο μπαρ, τρία χρόνια αργότερα, δεν έχανα συναυλία για συναυλία, και μάλιστα τις νύχτες που γινόταν το αδιαχώρητο, τις παρακολουθούσα όντας μέσα από τη μπάρα, τέρμα δεξιά.

Παρά το χαμόγελο του Γιάννη Λεουνάκη για τα πολύτιμα «λάφυρα» που συγκέντρωσε, το στιγμιότυπο είναι από την τελευταία συναυλία του ΡΟΔΟΝ. Φωτό: Χρήστος Κισατζεκιάν

Μανίκας: Η πρώτη-πρώτη συναυλία που έγινε στο ΡΟΔΟΝ, δοκιμαστικά, ήταν τα Άλλα Μαντάτα. Μάλιστα όπως θυμάμαι, με τα Άλλα Μαντάτα είχε βγει επί σκηνής και ο Πουλικάκος. Άλλωστε αργότερα ο «Πουλίκας» πήρε τους Σωτήρη Δανό, Πέτρο Σκούταρη, Τσίγκο, Τάκη Κανέλλο και τους μετέτρεψε σε Αδέσποτα Σκυλιά. Αυτό λοιπόν είναι σαφέστατα το πρώτο λάιβ που έγινε στο ΡΟΔΟΝ. Και μετά οι YEAH! του Τάκη Γιαννούτσου. Υπήρξε μάλιστα και μια δεύτερη δοκιμαστική εμφάνιση από τα Άλλα Μαντάτα με τον Πουλικάκο, μα η αλήθεια είναι πως κανένα τους δεν πήγε πολύ καλά από εισιτήρια, επειδή δεν τα διαφημίζαμε ιδιαίτερα. Θέλαμε να κάνουμε τα απαραίτητα τεστ στα μηχανήματα, στα μπαρ, σε όλα τα λειτουργικά.

Χρυσοπούλου: Εμένα, λοιπόν, με φώναξε να δουλέψω ο Γιώργος ο Σταυράκης. Αυτός μαζί με τον κολλητό του, τον Φώτη, πήγαιναν στο Λονδίνο και στις Η.Π.Α. και βλέπανε/άκουγαν συγκροτήματα. Ο Γιώργος ήταν απίστευτα ενημερωμένος μουσικά και είχε γνώσεις και άποψη. Το άνοιγμα του ΡΟΔΟΝ συνέπεσε με έναν χωρισμό μου και χρειαζόμουν δουλειά. Έκτοτε ευγνωμονώ τον Γιώργο παντοτινά.

Λεουνάκης: Η γνωριμία μου με τον Μπόμπολα έγινε μέσω της τότε συντρόφου του, της Εύας Λατίφη, με την οποία ήμασταν συμμαθητές στη Σχολή Σταυράκου. Βρισκόμουν για ένα δεκαπενθήμερο διακοπές στην Ελλάδα, μου ζήτησαν να τους βοηθήσω στο ξεκίνημά τους ως μπάρμαν. Εν τέλει δεν ξαναέφυγα ποτέ από την Ελλάδα! Χριστούγεννα 1987 έως το 1991.

Αστροπαλιώτης: Η πρώτη συναυλία που βρέθηκα μπροστά στο πόστο μου ήτανε κάποιοι Σουηδοί, οι Creeps, που είχαν το χιτάκι «She’s Gone». Εμφανίστηκαν Παρασκευή και Σάββατο, δυο μέρες. Μου είπε ο Θεόφιλος: «Πήγαινε εκεί μπροστά, κάτσε εκεί στη μέση και πρόσεχε μη σκαρφαλώσει κανείς επάνω στη σκηνή». Στο μεταξύ, τότε δεν είχε ούτε κάγκελα/μπαριέρες ούτε τίποτα, και ένιωθα κάπως άβολα, εγκλωβισμένος! Αυτό ήταν. Ξεκίνησα με το καλημέρα, κάθε εβδομάδα. Μετά θυμάμαι να έρχονται Χριστούγεννα και να κάνουμε κάτι εορταστικά τετραήμερα με τον αείμνηστο Nick Gravenites και τον Cipolinna.

Χρυσοπούλου: Το γεγονός ότι βρέθηκα στην ομάδα του ΡΟΔΟΝ ήταν από κάθε άποψη σωτήριο για ‘μένα, όχι μόνο οικονομικά, μα και συναισθηματικά. Μπήκα σε ένα καινούργιο κόσμο. Μπήκα στο στοιχείο μου, αφού πριν έτρεχα κι εγώ κάθε τόσο να δω συναυλίες στην Αγγλία να δω τους αγαπημένους μου: Jimi Hendrix και Jim Morrison. Μάλιστα τον Jimi τον είδα τρεις μόλις εβδομάδες πριν «φύγει» στο Φεστιβάλ του Isle of Wight… Και μετά βρέθηκα στο ΡΟΔΟΝ».

Μανίκας: Το ΡΟΔΟΝ δούλευε με ένα καταιγιστικό ρυθμό. Δούλευε κάθε μέρα! Μετά έπαιξε μπάλα κυρίως μόνο τα Παρασκευοσαββατοκύριακα. Και όχι κάθε ΠΣΚ. Μάλιστα υπήρξαν αργότερα φορές που ήταν κλειστό και για δυο βδομάδες.

Ειδικά τον πρώτο χρόνο λειτουργίας του κάναμε κάτι παλαβά πράγματα! Έχω τώρα στα χέρια μου φυλλάδιο που γράφει Δευτέρα Alvin Lee, Τρίτη & Τετάρτη Dizzy Gillespie, Πέμπτη Gregory Isaaks, Παρασκευή The Damned… Μιλάμε για καταλυτική παρέμβαση στα πολιτισμικά δρώμενα στης Αθήνας! Γεγονός που εδραίωσε το χώρο μονομιάς.

Αστροπαλιώτης: Τη μεθεπόμενη χρονιά άλλαξαν τα πάντα. Κατάφερα να παραμείνω στην ομάδα και  έως τις 29 Μαΐου του 2005 ήμουν  εκεί μπροστά με τους James Taylor Quartet και Steve Wynn, στα χαρακώματα».

Ο Γιώργος Καραγιαννίδης ανέλαβε την κονσόλα του ΡΟΔΟΝ το 1989. : Υπεύθυνος για εκατοντάδες ηχητικές εμπειρίες που ακόμη αντηχούν στα αυτιά μας, crystal clear, σαν Όνειρο. Φωτό: Χρήστος Κισατζεκιάν

Γιώργος Καραγιαννίδης (ηχολήπτης ΡΟΔΟΝ, μπασίστας Sharp Ties, Τζίμη Πανούση, Νίκου Πορτοκάλογλου): Το δικό μου κονέ ήταν ένα παιδί που ήδη δούλευε εκεί στα μόνιτορ της σκηνής, ο Γιώργος Δημητρίου, με τον οποίο γνωριζόμασταν από την Audio Sound. Αυτός με πρότεινε και βρέθηκα εκεί το 1989. Να ‘ναι καλά!

Ως τότε ήμουν κι εγώ πελατάκι του ΡΟΔΟΝ. Μέχρι τότε ηχολήπτης  ήταν ο Άγγελος Μαστοράκης. Περίφημος. Δούλευε με τον Σαββόπουλο. Θυμάμαι ήμουν εγώ 17 χρονών πήγαινα στο Κύτταρο και έμενα με το στόμα ανοιχτό με τον ήχο που έφτιαχνε! Άρα ο Άγγελος ήταν η αιτία όχι μόνο που έγινα ηχολήπτης στο ΡΟΔΟΝ, αλλά και για το ότι ασχολήθηκα με αυτό όλη μου τη ζωή.

ΙΙ-  Πώς το ΡΟΔΟΝ:LIVE εκπαίδευσε τους Έλληνες να πηγαίνουν σε συναυλίες

Ποιο ήταν τελικά το αντίκτυπο αυτών των δεκαοκτώ χρόνων της παντοκρατορίας του παλιού σινεμά; Τι αποτύπωμα άφησε πίσω του στις καρδιές μας; Τι θα λέγαμε σε έναν Αρειανό που θα ζητούσε να μάθει τι εστί ΡΟΔΟΝ;

Λεουνάκης: Την εποχή της παντοκρατορίας του, το ΡΟΔΟΝ καθόρισε γενιές. Ανεξάρτητα από το τι έπαιζε πάνω στη σκηνή, ήταν ένα σημείο αναφοράς για κάθε μουσικόφιλο της πόλης. Ήταν στέκι. Ήταν το CBGB της Αθήνας!  Ένα μουσικό στέκι που ένωνε τους πάντες, όλες τις φυλές της πόλης. «Πού θα πάμε σήμερα; Πάμε ΡΟΔΟΝ». Χίλιες-χίλιες εκατό δραχμές τα ξένα και τετρακόσιες-εξακόσιες δραχμές τα Ελληνικά σχήματα.

Σε συναυλίες όπως αυτή των Nits αποδείχθηκε πως το ΡΟΔΟΝ είχε την κορυφαία υποδομή ήχου και εικόνας ανάμεσα στα χειμερινά συναυλιακά στέκια. Φωτό: Χρήστος Κισατζεκιάν

Αστροπαλιώτης: Το ΡΟΔΟΝ ήρθε σε μια καίρια περίοδο και κατάφερε να φέρνει τα επόμενα χρόνια ό,τι έπαιζε η Ευρώπη. Ήταν πολύ σημαντικό. Επίσης, ο κόσμος, το κοινό μας που προερχόταν από έναν Gallagher στο γήπεδο της ΑΕΚ, ένα γήπεδο Σπόρτινγκ, ένα «Rock In Athens» στο Καλλιμάρμαρο Στάδιο, διψούσε για  συναυλίες! Θυμήσου πως τότε υπήρχε μονάχα ένα «Μουσικόραμα» στην τηλεόραση κάθε Παρασκευή στις επτά το απόγευμα, κάναμε αμάν να δούμε ένα νέο καλλιτέχνη, ένα καινούργιο βίντεο κλιπ.

Μανίκας: Κάναμε κάτι που ήταν πολύ μπροστά από την εποχή του. Έως τότε είχαμε μονάχα το Σπόρτινγκ για συναυλίες. Μιλάμε για πολύ μεγάλο άλμα….

Λεουνάκης: Ως τότε υπήρχε ξεραΐλα στα συναυλιακά με ελάχιστες εξαιρέσεις. Σπόρτινγκ, Γήπεδο Μίλωνα και ο «Τάφος του Ινδού», δηλαδή το κλειστό γήπεδο του ΠΑΟ. Και ξάφνου έβλεπες στα δέκα μέτρα τιτάνες της νιότης σου. Και ακόμη περισσότερο, κάποιες φορές να τους μιλάς, να τους αγγίζεις.

Καραγιαννίδης :Το ΡΟΔΟΝ ήταν λειτούργημα για τη χώρα μας. Ήταν κάτι που έλειπε. Από αυτό περάσανε απίστευτα ονόματα. Ήταν μεγάλη μου τιμή και χαρά που βρέθηκα στην κονσόλα του, αφού ήρθα σε επαφή με απίστευτα άτομα. Μιξάρισα τιτάνες, ποιος να μου το ’λεγε αυτό νωρίτερα. Όμως και ‘μεις όλοι ως επιτελείο του ήμασταν άψογοι, στον ήχο, στα φώτα, στα μπαρ, τα σεκιούριτι. Γεγονός που σταδιακά μαθεύτηκε στο εξωτερικό και έκανε πολύ καλό όνομα. Γιατί είχαμε να κάνουμε με λαμπρούς καλλιτέχνες.

Χρυσοπούλου: Ήταν ζωντανός οργανισμός. Το καλύτερο μέρος της ζωής μου. Και χαίρομαι πολύ με όσους το έχουν ζήσει. Όπως λυπάμαι για όσους δεν το πρόλαβαν. Διότι υπήρξε ο Ναός της Ροκ Μουσικής. Στην Ευρώπη. Όχι μόνο στην Ελλάδα. Δε θα ξεχάσω άλλωστε ποτέ αυτό που μου είπε ο Alvin Lee σε κάποιο soundcheck: «Είναι ένας από τους καλύτερους συναυλιακούς χώρους που έχω παίξει ποτέ σε όλη την Ευρώπη, να μη σου πω σε όλο τον κόσμο». Το ίδιο μου είπε και ο Eric Burdon!

Με φόρα από τη σαρωτική του εμφάνιση του 1996 στο Rock of Gods, ο Moby κατέκτησε και το ΡΟΔΟΝ. Φωτό: Χρήστος Κισατζεκιάν

Γιώργος Τρανταλίδης (ντράμερ Socrates & Sphinx, μουσικοσυνθέτης, ενορχηστρωτής και παραγωγός): Το ΡΟΔΟΝ ήταν τότε η καλύτερη μουσική σκηνή της Αθήνας. Και μπορούσες να ακούσεις όλα τα είδη της μουσικής. Από Bradford Marsalis μέχρι Eric Burdon. Με έναν  καταπληκτικό ήχο, με ηχολήπτες πρώτης κλάσεως. Αυτό που ξεχώριζα προσωπικά εξαρχής σε τούτο το στέκι ήταν το απαράμιλλο επιτελείο όλων των ανθρώπων που αποτελούσαν την ομάδα του! Είχα πάθει πλάκα με το ήθος τους. Έμπαινα μέσα εκεί και αισθανόμουνα αυτομάτως ανάταση. Ήταν η Νο. 1 σκηνή ορθίων. Κι ας ξεκίνησαν όλα από το Κύτταρο. Το ΡΟΔΟΝ ήρθε και έκανε τη διαφορά!

Αστροπαλιώτης: Υπήρχε εξαρχής μια αμφίδρομη σχέση μεταξύ του χώρου και του κόσμου. Άρα για εμένα το ΡΟΔΟΝ ήταν ο κόσμος του! Ήταν τεράστιο σχολείο για τους Έλληνες, εκπαίδευσε τον κόσμο να πηγαίνει σε συναυλίες! Ήταν σημείο αναφοράς.

Χρυσοπούλου: Δεν ήταν ένας τυχαίος χώρος που εμείς αγαπήσαμε. Ήταν ένας ιδιαίτερος χώρος, με τρομερή ενέργεια. Είχε Ψυχή. Παλλόταν. Ένας πρώην κινηματογράφος που δεν θέλησε να μπει στα πορνό και έφτασε απλά να παίζει στα τελευταία του cult ταινίες, και για αυτό έκλεισε, αποκτώντας το ρόλο της αποθήκης της Sanyo Hellas.  Για αυτό λοιπόν κάθε χρόνο γιορτάζουμε τη μνήμη του σα να είναι κάποιος Άγιος… Το Άγιον ΡΟΔΟΝ!.

ΙΙΙ. Οι συναυλίες στο ΡΟΔΟΝ που δεν θα ξεχάσουμε

Υπήρξαν συναυλίες που ο κάθε μουσικόφιλος δεν θα ξεχάσει ποτέ όσο ζει. Προσωπικά, αυτές που απαθανάτισα φωτογραφικά και χάραξαν μνήμες παντοτινές στην καρδιά μου είναι εκείνη των Camel στις 14 Οκτωβρίου του 2000, αφού το κατάμεστο ΡΟΔΟΝ έκλαιγε κυριολεκτικά από πυκνό συναίσθημα που έκοβες με το μαχαίρι. Αντίστοιχα δεν πρόκειται να ξεχάσω τη βραδιά με την ανυπέρβλητη αυθεντική σύνθεση των Wishbone Ash το 1988 ή την  επανένωση των βαρυμεταλλικών Accept που σάρωσαν την αρένα ως ωστικό κύμα. Κοντά σε αυτά. ο αγέρωχος σαμάνος John Campbell το 1993 που αποδήμησε λίγο μετά, καθώς και ο διάττοντας αστέρας Keziah Jones το 1992 με το power trio του. Για το τέλος κρατάω το καλύτερο: την πρώτη, αποστομωτική εμφάνιση των Porcupine Tree το Μάρτιο του 1995, στην οποία «χρωστώ» το εξώφυλλο του άκρως συλλεκτικού «Spiral Circus» του 1994 – η πρώτη μου διεθνής συνεργασία και η απαρχή της μονάκριβης φιλίας μου με τον άσβεστο Steven Wilson.  

Gravenites/Cipollina: Το πρώτο πανηγυρικό sold out

Μανίκας: Βάζω στην κορυφή των προτιμήσεων μου αξιωματικά τα τέσσερα λάιβ των Gravenites/Cipollina το Δεκέμβριο του ΄87 και τις πρώτες ημέρες του Γενάρη του ’88. Το κάναμε εμείς με τον Σταυράκη και ήτανε η πρώτη μας παραγωγή για το ΡΟΔΟΝ. Ένα καραμπινάτο sold-out τετραήμερο. Το είχα υποσχεθεί στον Gravenites επτά χρόνια νωρίτερα πως θα τον φέρω Ελλάδα, όταν του είχα πάρει συνέντευξη στο Λονδίνο για το περιοδικό «Ήχος». Και να που γίναμε τελικά τόσο φίλοι, που φτάσαμε να μου βαπτίσει το γιό μου, μα και να πάω πρόσφατα στην κηδεία του και να εκφωνήσω επικήδειο μετά από αίτημα της οικογένειάς του. Τέλος ήμουν εγώ που το κυκλοφόρησα αυτή τη ζωντανή ηχογράφηση σε δίσκο της MBI το 1991, και μάλιστα πρόκειται να επανακυκλοφορήσει εμπλουτισμένο, με άλλο τίτλο, από την δισκογραφική εταιρία «Ιπτάμενοι Δίσκοι».

Ο τιτάνας Robert Plant στην Αθήνα

Μοιάζει με Πρωταπριλιάτικο ψέμα τούτη η βραδιά, αφού το μέγεθος του Plant ουδέποτε χώρεσε ξανά σε τόσο μικρό κουτάκι. Φωτό: Χρήστος Κισατζεκιάν

Λεουνάκης: Ο Robert Plant! Μα σοβαρολογούμε τώρα; Τίθεται θέμα; Ήταν ο λόγος που έγινα αυτό που έγινα.. Ποιος θα μπορούσε ποτέ να ονειρευτεί τον Robert Plant στο ΡΟΔΟΝ; Είμαστε στα καλά μας; Τι νύχτα ήταν αυτή! Είχε προηγηθεί και η βόλτα που είχαμε κάνει στην Αθήνα, γεγονός που συντείνει σε τούτη μου την επιλογή. Και όπως προέκυψε, είχαμε πάρα πολλά κοινά. Πιο απλός στην καθημερινότητά του, πεθαίνεις. Δεν θα ξεχάσω όσο ζω πως κάθε τόσο γυρνούσε χαμογελαστός από σκηνής και με κοίταζε!

Οι προτζέκτορες των Hawkwind

Άκρατη ψυχεδέλεια κατέλαβε τον αείμνηστο χώρο κείνη τη βραδιά, με το φωτισμό και τις αλλεπάλληλες προβολές να αποτελούν σεμινάριο ροκ αισθητικής. Φωτό: Χρήστος Κισατζεκιάν

Αστροπαλιώτης: Με μεγάλο ζόρι λοιπόν θα πω την πρώτη φορά που ήρθαν οι Hawkwind στο ΡΟΔΟΝ. Συναυλία τρελή, με τους προτζέκτορες που έπεφταν πάνω στα σώματά του. Όποιος είχε έρθει σε αυτή τη συναυλία ακόμη τη θυμάται.

Εδώ ας μου επιτραπεί μια μικρή παρέκβαση. Με έναν τρόπο συνέβαλα σε αυτό το μοναδικό βίωμα… Πώς; Η βαλίτσα του τραγουδιστή τους Ron Tree δεν έφτασε ποτέ στην Αθήνα και ο ηγετικός Dave Brock μου ζήτησε χάρη να τους βοηθήσω να βρουν θεατρικά χρώματα για το ολόσωμο βάψιμο του. Με την μοτοσυκλέτα μου τον πήγα σε βεστιάριο της οδού Παπαδιαμαντοπούλου, γεγονός που εισέπραξα απλόχερα ως φωτογράφος της βραδιάς αφού οι εικόνες που μου χάρισε ο μασκαρεμένος ψηλέας ήταν μοναδικές! Και το καλύτερο; Τους φόρτωσα όλους στο αμάξι μου και ένα ταξί τα ξημερώματα, τους κέρασα στην ταβέρνα «Η Φυλακή Του Σωκράτη» κάτω από την Ακρόπολη και έκτοτε, έχω ως κόρη οφθαλμού την ευχαριστήρια κάρτα του ανδρόγυνου Brock στη μονάκριβη συλλογή μου!

Το σκοτάδι του Tricky

Χρυσοπούλου: Ωωω, πολύ δύσκολα πράγματα μου ζητάς. Η πρώτη που μου έρχεται εύκολα στο μυαλό ήταν η συναυλία του Tricky. Με εντυπωσίασε που έπαιξε μες τα σκοτάδια και άκουγες μόνο τη Μουσική και σε συνέπαιρνε.

Μανίκας: Από τις δύο εμφανίσεις, η πρώτη νύχτα άξιζε, Παρασκευή και 13. Η δεύτερη ήταν μάπα… Όμως στην πρώτη νύχτα παραπέμπει και το τραγούδι που έγραψα με τους Thirty Ντέρτι στο δίσκο «Η Συνομωσία των Μετρίων» και κλείνει με το τραγούδι «Στο Υπόγειο Χωρίς τον Tricky». Ό,τι ζήσαμε εκεί μέσα όλοι μας, ο Tricky και εμείς, ήταν απότοκο ναρκωτικών ουσιών, δεν γινόταν αλλιώς

Χρυσοπούλου: Θυμάμαι μάλιστα των μάνατζερ του να με ρωτά νωρίτερα «έχετε κάποιο πρόβλημα εδώ με τις ώρες κοινής ησυχίας; Διότι ο Tricky άμα γουστάρει, μπορεί να παίζει πέντε ώρες. Βέβαια άμα δεν, μπορεί να σταματήσει σε μισή ώρα…». Και για του λόγου το αληθές, εκείνο το βράδυ έπαιξε τέσσερις ώρες -καποιοι δεν άντεξαν και φύγανε.. Ήτανε κάτι πρωτόγνωρο. Να ακούς τον άνθρωπο και να μην τον βλέπεις! Δεν έχει ξαναγίνει.

Ramones: Όταν παραλίγο πήγε να γκρεμιστεί το ΡΟΔΟΝ

Η συναυλία των Ramones, μια θρυλική βραδιά που λίγο έλειψε να γκρεμίσει συθέμελα το ΡΟΔΟΝ πριν την ώρα του! Φωτό: Χρήστος Κισατζεκιάν

Αστροπαλιώτης: «Έχουν έρθει οι Ramones. Αμόκ, δεν το συζητάμε. Έχω φίλους μου από κάτω που είναι θεατές, ο Ρόκο και οι λοιποί. Ε, λοιπόν, το «ξύλο» σε εισαγωγικά που έπεσε μέσα στους Ramones μεταξύ των θεατών ήταν ασύλληπτο. Ήταν πολύ «βίαιη» η εκδήλωση θαυμασμού και χορευτικών… Κάποιος λοιπόν πετάει μια κροτίδα και η κροτίδα αυτή βρήκε τον μπασίστα στο πίσω μέρος της σκηνής! Αυτομάτως ο τύπος παρατάει το μπάσο και όλοι μαζί αποχωρούν για τα καμαρίνια. Τη στιγμή εκείνη βρίσκομαι φυσικά κάτω από τη σκηνή και δε θα τη ξεχάσω ποτέ. Το ΡΟΔΟΝ πάγωσε! Παύση. Όταν λέμε πάγωσε, πάγωσε σαν να πάτησες ένα κουμπί. Για τα επόμενα δεκαπέντε δευτερόλεπτα η αδρεναλίνη μας ήταν στα κόκκινα. Θεώρησα ότι θα καεί το σύμπαν, επιεικώς, τελειώσαμε εδώ, δεν θα μείνει τίποτα όρθιο! Μια μπάντα σαν τους Ramones δεν μπορεί να φεύγει από τη σκηνή με ένα κόσμο από κάτω όπου είχε πικάρει. Ούτε να γυρίσεις να τους κοιτάξεις δε μπορούσες.

Άρχισε ένα σούσουρο, τους καλοπιάνουμε και μεις, και την ίδια στιγμή ο διευθυντής παραγωγής τους εκλιπαρεί στα παρασκήνια να ξαναβγούνε ώστε να αποφευχθεί η έκρηξη. Δόξα τω Θεώ, εν τέλει βγήκανε από ένα εικοσάλεπτο και παίξανε κανονικά».

Ο Iggy Pop – αυτό αρκεί

Τέσσερεις οι συνεχόμενες του Osterberg Jr., η μια πιο…αποκαλυπτική από την άλλη! Φωτό: Χρήστος Κισατζεκιάν

Λεουνάκης: «Iggy! Iggy, τέσσερεις συνεχείς βραδιές. ΤΟ πολιτιστικό γεγονός της εποχής! Σοκ. Ο Iggy γυμνός, όπως τον γέννησε η μαμά του. Κατέβαζε παντελόνια, με τα πα#%$ρια του έξω να τραγουδά αφιονισμένος, να πνίγει τον λαιμό του με το καλώδιο του μικροφώνου…

Χρυσοπούλου: O Iggy έκανε τους τοίχους να πάλλονται, έβλεπες τους τοίχους να κουνούντιαι!

Όταν το ΡΟΔΟΝ λύγισε από το μπαντανεόν του Saluzzi

Αστροπαλιώτης:  Αν θυμάμαι καλά ήταν μια Τετάρτη και παίζει ο Dino Saluzzi, ο απίστευτος Αργεντινός μπαντονεονίστα. Στο λέω και ανατριχιάζω! Να είχε μέσα τριακόσια άτομα; Και είχα πάει χωρίς να ξέρω καν τι θα ακούσω. Κι όμως. Κάθισα στα σκαλιά που ανεβαίναν στον εξώστη και δεν σηκώθηκα μέχρι που τελείωσε η συναυλία. Έπαθα σοκ! Ήταν ασύλληπτο το συναίσθημα που έβγαζε ο άνθρωπος. Ένιωθα σαν να είχα καβαλήσει ένα…ιπτάμενο χαλί. Δεν υπήρχε αυτή η συναυλία. Είχε μαζί του και έναν Γιουγκοσλάβο φλαουτίστα που εμφανίστηκε δίπλα του για ένα μονάχα τραγούδι με ένα πρωτόγνωρα μεγάλο φλάουτο, άστο… Αυτοί οι δυο ήταν η αιτία που είχα πρήξει τον Καραγιαννίδη να μου το γράψει σε κασέτα!

Καραγιαννίδης: Δεν θα ξεχάσω ποτέ όσο ζω αυτή τη συναυλία. ΟDino Saluzzi με ένα μικροσκοπικό μπαντονεόν έβγαλε έναν ήχο και ένα συναίσθημα που με έκανε και έκλαψα!.

Από τους Mano Negra μέχρι τον Κόρο και τον Σαραγούδα

Αστροπαλιώτης: Μια Πέμπτη βράδυ ανεβαίνουν στη σκηνή οι Mano Negra του Manu Chao. Αφού εξάντλησαν όλα τους τα τραγούδια, άναψαν τα φώτα μα ο κόσμος δεν έφευγε! Τι έκαναν  λοιπόν αυτοί; Άλλαξαν θέσεις, άλλαξαν  όργανα, ο κιθαρίστας έγινε ντράμερ, ο ντράμερ έγινε μπασίστας, και συνέχισαν παίζοντας παίζουνε Sex Pistols & Clash! Τι να λέμε τώρα.

Λεουνάκης: Δεν θα ξεχάσω την αφιέρωση που μου έκανε η πιανίστρια των Dandy Warhols (Zia McCabe) τραγουδώντας μου το «Mercedes Benz» διασκευάζοντας Janis Joplin. Και μου έχωσε και ένα ερωτικότατο φιλί στο στόμα!… Μα θα πω και την συναυλία των Body Count. Παναγία μου. ΣΕΙΣΜΟΣ.

Ο ανυπέρβλητος Lemmy, στα δυο μέτρα απόσταση; Είναι από τις μνήμες που θα στοιχειώνουν μια για πάντα τη ζωή μας! Φωτό: Χρήστος Κισατζεκιάν

Μανίκας:  Από τις κορυφαίες συναυλίες ήταν αυτή του Tito Puente. Το λέω όχι ως ένθερμος οπαδός του, μα γιατί κάναμε με το Σταυράκη μια μεγάλη μαγκιά: βγάλαμε πάνω στη σκηνή μαζί του τον Βαγγέλη Παπαθανασίου και έπαιξαν κρουστά παρέα! Και τούτο κανονίστηκε νωρίτερα στο ξενοδοχείο «Μεγάλη Βρετανία» όπου τον επισκέφθηκε ο Βαγγέλης. Ο Tito ενθουσιάστηκε».

Τρανταλίδης: Η νύχτα που παίξαμε με τον αείμνηστο Γιώργο Κόρο και τον Νικόλαο Σαραγούδα υπήρξε ξεχωριστή. Συγκινητική. Το 1996 αν δεν κάνω λάθος. Εμείς από πίσω τους ήμασταν οι Πατερέλης, ο Σαμαράς, ο Μπενετάτος, ο Βαρδής  κι εγώ στα τύμπανα. Είχαμε και δυο Αιγύπτιους στα παραδοσιακά κρουστά τους. Το όμορφο είναι πως παίξαμε και δικές μου συνθέσεις από το άλμπουμ «Μεσόγειος», αφού κείνη την περίοδο είχε κυκλοφορήσει η εκλεκτή συλλογή «15 Χρόνια Ελληνική Τζάζ.

IV: Όταν έσβηναν τα φώτα – Άγνωστες ιστορίες από το ΡΟΔΟΝ

Οι πρωτόγνωρες εμπειρίες που αποκτήσαμε όσοι είχαμε την τιμή, τη χαρά μα και το προνόμιο να έχουμε ξεχωριστή πρόσβαση σε όσα θαυμαστά συμβήκαν αυτά τα δεκαοκτώ χρόνια πάνω και πίσω από τη σκηνή του ΡΟΔΟΝ, γεμίζουν βιβλίο. Ιδού λοιπόν μερικά από αυτά τα ανεξίτηλα βιώματα μας.  

Λεουνάκης: «Λόγω της θέσης μου ως μπάρμαν, πήγαινα πιο νωρίς από όλους ώστε να ετοιμάσω την κάβα, να στήσω τα ποτά. Ήταν μπόλικες λοιπόν οι φορές που θα μείνουν χαραγμένες για πάντα στο μυαλό, αφού εκτός των άλλων, παρακολουθούσα όλα τις απογευματινές πρόβες, τα αποκαλούμενα soundchecks.

Να είμαι σου λέω τώρα μόνος, εγώ και ο Dizzy Gillespie, μόνος του και αυτός επί σκηνής με την τρομπέτα του! Εγώ και ο Gillespie. Δεν μπορώ να σου μεταφέρω το δέος… Τη μυσταγωγία. Μες το σκοτάδι, με ένα φως να πέφτει πάνω του. Είχα μείνει άναυδος! Κι ας μην άκουγα επιστάμενα τζαζ.

Το ίδιο και με τους Residents. Με ένα τόσο μοναδικό στήσιμο πάνω στη σκηνή, μα με το που κατέβηκαν κάτω, άλλοι άνθρωποι. Μες το γέλιο και το καλαμπούρι…

Χρυσοπούλου: Η νύχτα που γνώρισα τον Eric Burdon θα μου μείνει αξέχαστη. Τον λάτρευα ήδη από πιτσιρίκα. Δεν περίμενα ποτέ πως θα τον γνωρίσω από τόσο κοντά. Ήταν τόσο προσιτός σαν άνθρωπος, που έχουμε κάνει και βόλτες παρέα. Ήταν κολλητός φίλος του Hendrix, οπότε μου είπε πως ήταν ο τελευταίος άνθρωπος που τον είδε ζωντανό και ο πρώτος επώνυμος φίλος του που τον είδε νεκρό… Ιστορίες ασύλληπτες.

Μανίκας: Όταν κάναμε τους Gun, ήρθε η ώρα μετά τη συναυλία που θα πηγαίναμε να φάμε κάτι. Οι Gun πούλαγαν λίγο μούρη εντωμεταξύ, και καλά βαριοί και ασήκωτοι, κάνοντας τα punk τσογλάνια… Κάποιοι από αυτούς, όχι όλοι. Κάνοντας στα γρήγορα λοιπόν μία συνεννόηση με το γραφείο που τους είχε φέρει, νομίζω ήταν η Breathless, ενώ παίζανε άλλα προτεινόμενα μέρη, τους προτείνω εγώ να πάμε στη Φωκίωνος Νέγρη. Και εκεί, μετά τη γωνία Φωκίωνος και Επτανήσου αριστερά, ήταν το ιστορικό μαγαζί «Η Θράκα». Αν θυμάσαι, όπως έφτανες στην είσοδο στην αριστερή μεριά της πόρτας, είχε μία βιτρίνα όπου στριφογύριζαν σε σούβλες ροδοψημένα μικρά γουρουνόπουλα!

Αλησμόνητη για όλους τους οπαδούς των Blondie αυτή τους η σημαδιακή επανένωση, και η βραδιά στις 5 Δεκεμβρίου του 2003 αξέχαστη. Φωτό: Χρήστος Κισατζεκιάν

Ρωτούσαν λοιπόν καθοδόν που θα πάμε και τους λέμε σε ένα μέρος που έχει τα πάντα: έχει Ελληνικό φαγητό, έχει διεθνές, έχει ψητά μα και για vegetarians. Και όπως είπα, πουλώντας μούρη, κάνανε μαγκιές, ρευόντουσαν και τα συναφή. Με το που φτάνει απ’ έξω το πουλμανάκι και βλέπουνε τη βιτρίνα με τα γουρουνόπουλα που στριφογυρίζουν αργά-αργά στις σούβλες, μαζί με τα κεφαλάκια τους, τους έφυγε όλη η μαγκιά! Μεταμορφώθηκαν σε σχολιαρόπαιδα από τη χορωδία της εκκλησίας…και συζητούσαν αν πρέπει να μπούνε μέσα ή όχι.

Καραγιαννίδης: Τόσα χρόνια εκεί μέσα, πίσω από την κονσόλα ήχου, είδα απίστευτα πράγματα. Μέχρι και την Debbie Harry με τους Blondie, της οποίας όταν έφεραν τα μηχανήματα της μπάντας -το λεγόμενο backline- αντιμετώπισα για πρώτη φορά ένα flight case το οποίο ήταν τεράστιο και δεν το είχα ξαναδεί! Και λέω στους τεχνικούς της «ρε παιδιά, τι έχει μέσα αυτό το πράγμα;». Μου το ανοίγουν να δω και τι βλέπω; Την γκαρνταρόμπα της! Ήμουν ανέκαθεν καψούρης μαζί της…

Λεουνάκης: Φοβερή στιγμή ήταν και η πρώτη συναυλία του Chris Isaac. Δεν είχε πάει καλά, ήμασταν διακόσια πενήντα άτομα μονάχα. Ήρθε στο μπαρ με το γαλαζωπό ή ροζέ κουστουμάκι του να τα πιούμε, κι εγώ κώλωνα να του ζητήσω ένα αυτόγραφο… Και μου λέει «θες ένα αυτόγραφο και δεν το λες τόση ώρα; Μισό λεπτό». Και τι κάνει; Μου ζωγραφίζει ένα σκίτσο-καρικατούρα του εαυτού του, το οποίο κατέχω φυσικά ως κόρη οφθαλμού».

V – Η τελευταία νύχτα του ΡΟΔΟΝ: LIVE!

Ήταν φύσει αδύνατον να απουσιάζω από την καταληκτική νύχτα του ΡΟΔΟΝ! Καταρχάς το θλιβερό γεγονός έχρηζε πλήρους δημοσιογραφικής κάλυψης.  Όμως το ένιωθα χρέος μου ούτως ή άλλως να αποχαιρετήσω τούτο το λατρεμένο στέκι, απαθανατίζοντας πιο εκτεταμένα από ποτέ τα… «σωθικά» του, μαζί με τους ανθρώπους που το υπηρέτησαν.

Θυμάμαι την φωτογραφική μου κάμερα να ζυγίζει «τόνους», να λυγίζει τους ώμους μου. Θυμάμαι κόσμο να μεθά για να ξεχάσει. Θυμάμαι κάποιους ξημερώματα να αρπάζουν κάτι τις φεύγοντας -έως και τον εντοιχισμένο τηλεφωνικό θάλαμο- κειμήλιο στην καρδιά τους. Θυμάμαι γέλια και δάκρυα μαζί, να καταλήγουν σε αγκαλιές. Θυμάμαι να αποχωρώ χτυπώντας δυνατά τα βήματα μου στο δάπεδο του φουαγιέ για να τα ακούσω. Για να με ακούσει και αυτό, ως τελευταίο αντίο.

Όμως ένα δεν θέλω να θυμάμαι: τη μέρα που (χρόνια αργότερα) στάθηκα μπροστά στη βιτρίνα τυριών και αλλαντικών του «ΑΒ» που είναι πλέον εκεί, στη θέση του, αποζητώντας τα λημέρια μου.

Τα πλήκτρα του James Taylor έβαλαν φωτιά στην τελευταία νύχτα του ΡΟΔΟΝ. Φωτό: Χρήστος Κισατζεκιάν

Λεουνάκης: Τη θυμάμαι τη βραδιά σαν τώρα που έκλεισε μια για πάντα. Ήμουνα στο μπαρ δεξιά, όπως πάντα. Και μάλιστα ήμουν με έναν καλό μου φίλο που δεν είναι πλέον κοντά μας, αφού «έφυγε» πριν από δύο μήνες, ο Γιώργος…

Χρυσοπούλου: Την τελευταία του βραδιά, αφού περίμενα να φύγουν οι πάντες, έμεινα εκεί μέσα για λίγο μόνη μου και μετά έφυγα σαν σκιά… Έπαθα λαλά. Αφωνία. Κι ας το ξέραμε εμείς πως θα κλείσει από το 1999. Το συμβόλαιο ενοικίασης έληγε και απλώς πήραν μερικά χρόνια αναβολή. Δηλαδή δεν ήμασταν απροετοίμαστοι. Κι όμως. Άλλο να το ακούς.

Λεουνάκης: Τότε δεν μπορούσαμε να το συνειδητοποιήσουμε ότι ο κύκλος του ΡΟΔΟΝ είχε κλείσει! Έπρεπε να περάσουν χρόνια ώστε να το καταλάβουμε στο πετσί μας. Η νοσταλγία θέλει το χρόνο της ώστε να εκδηλωθεί. Τώρα καταλαβαίνουμε πόσο σπουδαία και μεγάλα ήταν όσα ζήσαμε τριανταπέντε χρόνια πίσω! Και πόσοι από αυτούς δεν είναι πια κοντά μας; Ο Νίκος ο Χασίδ, Θεός χωρέσ’ τον. Και να που αυτοί οι άνθρωποι έρχονται στις κουβέντες μας γιατί ήταν σημείο αναφοράς του ΡΟΔΟΝ. Άνθρωποι που πάλευαν ώστε να στέκεται στα «πόδια» του και να παραμένει ανοικτό με κάθε τρόπο!

Χρυσοπούλου: Εγώ το νιώθω πολύ δραματικό το τέλος του ΡΟΔΟΝ. Θα προτιμούσα να παραμένει ακόμη κλειστό, έστω και σαν ερείπιο, και να το επισκεπτόμαστε σαν την Ακρόπολη. Σαν Μνημείο παντοτινό. Βέβαια εμείς είμαστε ρομαντικοί και τα σκεπτόμαστε έτσι.