Στο «Killerwood», δεύτερη μεγάλου μήκους ταινία μυθοπλασίας του Χρήστου Μασσαλά, μετά το «Broadway», o σκηνοθέτης μεταφέρει τον θεατή μέσα στον ίδιο τον κόσμο της ελληνικής κινηματογραφίας «χειροποίητων ταινιών». Με κεντρικό ήρωα τον Τίτο (Βαγγέλης Νταούσης), έναν νεαρό σκηνοθέτη, που θέλει διακαώς να γυρίσει μια ταινία τρόμου, είδος ανύπαρκτο στον ελληνικό κινηματογράφο, ο Μασσαλάς εστιάζει στα μικρά και τα μεγάλα, τα υπαρξιακά και τα πρακτικά εμπόδια που ο πρώτος αντιμετωπίζει στην προσπάθειά του. Από την εύρεση του σωστού πρωταγωνιστή μέχρι το κλείσιμο ενός μεγάλου ονόματος (η Ρούλα Πατεράκη υποδύεται τον εαυτό της). Από τα «θεματάκια» που έχει η πρωταγωνίστρια (Έλσα Λεκάκου), που ενδέχεται να βρεθεί σε δίλημμα μπροστά σε μια άλλη πρόταση, την επιλογή των κοστουμιών, μέχρι την «ιερή χρηματοδότηση» (παραγωγός, σε έναν ολιγόλεπτο, απολαυστικό ρόλο, η Τζόυς Ευείδη). Όλα αυτά συνθέτουν ένα φρέσκο, αρκετά αστείο και ενίοτε πικρό έργο, που μιλά κυρίως για την ανάγκη να υλοποιήσεις τα όνειρά σου ακόμα και υπό συνθήκες αδιανόητες.
Γιατί, κατά τη γνώμη σας, με την εξαίρεση μεμονωμένων παραδειγμάτων, δεν έχει ευδοκιμήσει στην Ελλάδα η ταινία «είδους», όπως π.χ. τρόμου;
Πολύ ενδιαφέρουσα ερώτηση. Δεν έχω βεβαίως κάποιο έτοιμο πόρισμα και σίγουρα υπάρχουν παλαιότερες ελληνικές απόπειρες στο είδος, που δεν έχω δει. Έχω όμως κάποιες σκέψεις πάνω στο θέμα αυτό. Θεωρώ ότι το σινεμά τρόμου πάει χέρι-χέρι με έναν σκληρό, βαθιά ριζωμένο «καθωσπρεπισμό». Και αυτός ο «καθωσπρεπισμός» πάει χέρι-χέρι με μια ευμάρεια, που δεν είναι πρόσκαιρη, αλλά που κρατάει χρόνια. Στην Ελλάδα, ενώ δεν υπάρχει αμφιβολία ότι υπάρχει βαθύς συντηρητισμός, δε νομίζω ότι φτάσαμε ποτέ σε αυτό το σημείο «καθωσπρεπισμού» συνολικά, ακριβώς γιατί η ελληνική κοινωνία δε στεριώνει κάπου για καιρό.
Κάθε λίγο και λιγάκι, έρχεται και μια καινούργια ανατροπή, μια καινούργια αναταραχή, μια καινούργια πτώχευση. Στην Αμερική όμως, που στον 20ο αιώνα δε βίωσε πολέμους στο έδαφος της, βασίλεψε μια «γερή» μεσαία τάξη λευκών και εντελώς «καθωσπρέπει» ανθρώπων, που ζούσαν σε φαινομενικά ήσυχους δρόμους, με αρμονική αρχιτεκτονική και προδιαγεγραμμένα ζητούμενα. Και η βασιλεία της τάξης αυτής έγινε εις βάρος μειονοτήτων που γκετοποιήθηκαν στις παρυφές της κοινωνίας. Και όλο αυτό φύτεψε μια ενοχή στον πυρήνα της. Εκεί λοιπόν, στα ήσυχα «λευκά» προάστια, που όλα λειτουργούσαν ρολόι, εκεί βρήκε πρόσφορο έδαφος για να χτυπήσει το «κακό» στο σινεμά τρόμου, υπό τη μορφή ενός μασκοφόρου σίριαλ κίλερ, που ερχόταν να διαλύσει την αρμονία, που είχε επιτευχθεί μέσω της καταπίεσης. Βεβαίως, στα αρχετυπικά σλάσερ, όπως το «Halloween», το κορίτσι που γλιτώνει στο τέλος -το λεγόμενο «final girl»- είναι το καθωσπρέπει κορίτσι που δεν έχει ενδώσει στη σαρκική «διαφθορά». Αλλά τι κι αν μένει ζωντανή, δεν μπορεί πλέον να συμμετέχει στη «συνενοχή του καθωσπρεπισμού». Έχει πλέον αλλάξει ανεπιστρεπτί. Στην Ελλάδα από την άλλη, με αυτό το χαοτικό μείγμα συντηρητισμού και ηδονισμού, ο τρόμος δε θα μπορούσε να έχει την ίδια έκφραση στο σινεμά.
Πιστεύετε ότι ότι στους καιρούς μας, όλα όσα περιγράφετε, μπορούν να αλλάξουν ακόμα και στην Ελλάδα;
Έχουμε όντως μπει σε μια άλλη εποχή πλέον κι αυτό ίσως αλλάξει. Όσο πιο πολύ κλεινόμαστε στην ιδιωτική του φούσκα ο καθένας, όσο πιο πολύ αποστασιοποιούμαστε, όσο πιο πολύ ωραιοποιούμαστε, τόσο πιο πολύ ανοίγουμε την πόρτα στον (κινηματογραφικό) τρόμο.
Η ταινία «Killerwood» ξεφεύγει φυσικά από το είδος και γίνεται κάτι βαθύτερου προβληματισμού, όπως τι σημαίνει κάνω σινεμά στην Ελλάδα; Τι σημαίνει για εσάς;
Για να κάνεις σινεμά, οπουδήποτε στον κόσμο, αλλά ειδικά σε χώρες όπως η Ελλάδα, όπου η κινηματογραφική παραγωγή αντιμετωπίζει θεμελιώδη προβλήματα, σημαίνει ότι πρέπει να το θέλεις διακαώς. Αν δεν το θέλεις διακαώς, θα τα παρατήσεις γρήγορα, γιατί οι δυσκολίες είναι πάρα πολλές στην αρχή. Και η «αρχή αυτή κρατάει πολλά χρόνια, για να μην πω δεκαετίες. Ας πούμε, εγώ είμαι 38 ετών σήμερα και βγάζω τη δεύτερη μεγάλου μήκους ταινία μου. Για σκηνοθέτης, δε θεωρούμαι μεγάλος ηλικιακά, ειδικά για την Ελλάδα, που αρκετοί σκηνοθέτες βάζουν μπρος τις πρώτες τους μεγάλου μήκους ταινίες τους, ακόμη και μετά τα 40. Είμαι όμως ένας άνθρωπος που ήξερε ότι θέλει να γίνει σκηνοθέτης από πολύ μικρός, και που στα 18 μου ήδη σπούδαζα κινηματογράφο και στα 22 είχα ήδη μεταπτυχιακό στη σκηνοθεσία.
Οπότε, παρότι θεωρούμαι ένας σκηνοθέτης στο ξεκίνημα του, ασχολούμαι επισήμως 20 χρόνια με το σινεμά, κάνοντας μικρού και μεγάλου μήκους ταινίες. Τι κι αν είχα την τύχη να έχω κάνει δουλειές που λάβανε κάποια αναγνώριση, συνεχίζω να μην ξέρω τι μέρα μου ξημερώνει και να αγωνιώ με τον ίδιο τρόπο σήμερα, που θέλω να βάλω μπρος την τρίτη μου μεγάλου μήκους ταινία, με όταν ξεκινούσα την πρώτη. Το «γιατί» σε όλο αυτό είναι πολύ σύνθετο, για να μπορώ να το αναλύσω σε μερικές προτάσεις. Είναι ένα πρόβλημα συστήματος – και μέσα στο σύστημα βάζω και τους σκηνοθέτες, που έχουμε και το δικό μας μερίδιο ευθύνης στα πράγματα.

Η Έλσα Λεκάκου σε σκηνή της ταινίας «Killerwood»
Ως κινηματογραφιστής, τι είναι αυτό που επιδιώκετε γενικότερα και ως θεατής τι είναι αυτό που επιδιώκετε συγκεκριμένα;
Όλοι οι σκηνοθέτες ξεκινάμε ως θεατές, φυσικά. Το θέμα είναι αν θα καταφέρουμε στην πορεία να ξανασυναντήσουμε τον θεατή που έχουμε αφήσει πίσω μας. Γιατί, ίσως μόνο συναντώντας τον, να μπορέσουμε να κάνουμε ταινίες με απεύθυνση. Νομίζω, όλοι ξεκινήσαμε ως παιδιά-θεατές, που είχαμε ανάγκη από ιστορίες με πλοκή, από το σινεμά είδους, από το σινεμά «ψυχαγωγίας». Από την ανάγκη να λύσουμε ένα μυστήριο, να φοβηθούμε, να γελάσουμε. Αυτά μας απασχολούν στην αρχή. Στην πορεία όμως, όταν αρχίζει και σε κυριεύει το μικρόβιο της δημιουργίας, μπαίνει σε πρώτο πλάνο η αισθητική, η φόρμα. Και ανακαλύπτεις το καλλιτεχνικό σινεμά, το λεγόμενο arthouse. Και πειραματίζεσαι και ψάχνεσαι. Και καμιά φορά μπαίνεις τόσο βαθιά στο παιχνίδι της αισθητικής, που καταλήγεις να κάνεις έργα κρυπτικά.
Προφανώς, αν περάσεις από όλες αυτές τις διεργασίες, δεν μπορείς να δεις το σινεμά με τον ίδιο αθώο τρόπο που το έβλεπες μικρός. Αν όμως σου ξυπνήσει η ανάγκη της απεύθυνσης, η ανάγκη να ακουστείς, ίσως βρεις τον τρόπο να θέσεις όλα αυτά που έχεις ανακαλύψει στην υπηρεσία της αφηγηματικότητας, στην υπηρεσία των ιστοριών. Ξέρω σίγουρα ότι αυτή η ανάγκη έχει ξυπνήσει σε μένα. Και το «Killerwood» είναι μια απόπειρα για ένα σινεμά που μεταχειρίζεται τη φόρμα, όχι για να προκαλέσει το δέος, αλλά σαν ένα παιχνίδι στην υπηρεσία μιας ιστορίας.
Σε όλες τις δουλειές, οι συμβιβασμοί είναι μέσα στο παιχνίδι, όπως εξάλλου βλέπουμε και στο «Killerwood». Εσείς, τι είδους συμβιβασμούς αναγκαστήκατε να κάνετε;
Δεν ξέρω πως θα ακουστεί αυτό, αλλά δε θεωρώ ότι κάνω συμβιβασμούς. Και πως το εννοώ αυτό: ότι κάθε φορά τα όνειρα που κάνω, πατάνε με το ένα πόδι στον ρεαλισμό. Στον ρεαλισμό των δυνατοτήτων μου όμως, όχι στον ρεαλισμό μιας πραγματικότητας έτσι γενικά. Δηλαδή, όταν σκέφτηκα ότι θέλω να κάνω τη δεύτερη μου ταινία, αμέσως μετά το «Broadway», ήξερα ότι αφενός η ταινία αυτή θα πρέπει να γίνει με λίγα χρήματα, ώστε να μπορεί να χρηματοδοτηθεί άμεσα και αφετέρου ότι θα έκανα πολλά πράγματα ο ίδιος. Και τελικά, εκτός από τη σκηνοθεσία και το σενάριο, έκανα την παραγωγή, το μοντάζ, τη μουσική, τον ηχητικό σχεδιασμό. Είναι λίγο ακραίο να τα κάνεις όλα αυτά, σου παίρνει πολύ χρόνο και κουράζεσαι, αλλά είχα μάθει ήδη από τις μικρού μήκους μου να κάνω πολλά πράγματα παράλληλα. Οπότε, είχα τον τρόπο μου να τα φέρω εις πέρας. Κάποιος άλλος μπορεί να μην έχει μάθει να κάνει παράλληλες δράσεις, να μην του βγαίνει ή να μη θέλει. Το ότι έκανα την ταινία με αυτόν τον τρόπο όμως, δεν το θεωρώ συμβιβασμό.

Το πόστερ του «Killerwood»
Θα θέλατε να δώσετε ένα παράδειγμα αποφυγής συμβιβασμού;
Όλοι οι ηθοποιοί που ήθελα για το «Killerwood» και πάνω στους οποίους έγραψα τους ρόλους, δέχτηκαν να παίξουν στην ταινία. Εκτός από μια ηθοποιό, που για λόγους πρακτικούς κυρίως, δεν μπόρεσε να λάβει μέρος. Όταν λοιπόν μου το ανακοίνωσε αυτό, δεν πήγα σε δεύτερη επιλογή. Άλλαξα, αναδιαμόρφωσα τον ρόλο σε κάτι άλλο και κάτι που τελικά ίσως έγινε και πιο ενδιαφέρον από την αρχική μου ιδέα. Οπότε, προσπαθώ να αναπλάθω τα πράγματα και τις καταστάσεις με τρόπο δημιουργικό, ώστε να μην χρειάζεται τελικά να κάνω συμβιβασμούς, αλλά να ανακαλύπτω καινούργια ζητούμενα. Δηλαδή, για μένα, συμβιβασμός είναι να κάνω κάτι που δεν το πιστεύω πραγματικά. Οπότε, αν αυτό που πιστεύω δεν υπάρχει στο οπτικό μου πεδίο, στρέφω τον φακό του μυαλού μου αλλού, μέχρι να βρω κάτι που θα με κάνει να το πιστέψω.
Σε όλες τις δουλειές υπάρχουν και τα εμπόδια. Ποια ήταν τα βασικά σας εδώ; Για παράδειγμα, στην ταινία, ο Τίτος προσπαθεί να κλείσει την Ρούλα Πατεράκη για την ταινία του. Για εσάς ήταν εύκολο;
Όπως είπα και πριν, ήμουν πολύ τυχερός με το casting της ταινίας, καθότι, πλην μιας περίπτωσης, όλοι οι υπόλοιποι ηθοποιοί δέχτηκαν να παίξουν στο «Killerwood», χωρίς δεύτερες σκέψεις. Και αν τις είχανε, πάντως δεν έφτασαν ποτέ στα αυτιά μου. Σε μένα έφτασε μόνο η προθυμία και η εγκαρδιότητα των ανθρώπων αυτών, μπροστά και πίσω από τις κάμερες, που θέλησαν να λάβουν μέρος σε ένα τέτοιο περιπετειώδες εγχείρημα – περιπετειώδες και ως προς το κινηματογραφικό του είδος και ως προς το μοντέλο παραγωγής. Φυσικά, το μόνο πραγματικό εμπόδιο ήταν και είναι τα χρήματα. Που εντάξει, εγώ μπορεί να θεωρώ ότι βρίσκω ευρηματικές λύσεις, ώστε να μη μπαίνω σε αληθινούς καλλιτεχνικούς συμβιβασμούς, αυτό δε σημαίνει όμως ότι δε θες ως σκηνοθέτης και παραγωγός, να έχεις όλων των ειδών τις ανέσεις για τους συνεργάτες σου. Σε αυτή την παραγωγή, δεν είχαμε πολλές ανέσεις και δεν είχαμε το περιθώριο να κάνουμε πολλές μέρες γύρισμα – η ταινία γυρίστηκε σε 17 μέρες. Αισθάνομαι όμως ότι ήταν ένα γύρισμα πραγματικά ευχάριστο για όλους τους εμπλεκόμενους, έτσι μου λένε τουλάχιστον. Για μένα ήταν ίσως το πιο ευχάριστο γύρισμα μου ως τώρα.

Ο Βαγγέλης Νταούσης στον ρόλο του σκηνοθέτη Τίτου στο «Killerwood»
Τελικά πόσο «Τίτος» είστε εσείς;
Λιγότερο από ό,τι φαντάζεται κανείς, βλέποντας την ταινία. Το ότι το φαντάζεται, είναι εύλογο και αναλαμβάνω πλήρως την ευθύνη του αυτοσαρκασμού μου. Σίγουρα υπάρχουν πινελιές μου στον Τίτο, σίγουρα έχω γίνει Τίτος σε στιγμές και πιστεύω ότι όλοι οι σκηνοθέτες έχουμε έναν Τίτο μέσα μας. Με την έννοια ότι πάνω στην τσίτα της δουλειάς αυτής, όλοι έχουμε νιώσει την ανάγκη κάποια στιγμή να «αυτοπυρποληθούμε». Και λίγο πριν πάρουμε φωτιά και μαζί με μας και όλοι οι γύρω μας, ακούμε το καμπανάκι που μας υπενθυμίζει τις επιπτώσεις που μπορεί να φέρει μια τέτοια στιγμιαία εκτόνωση. Και τελικά, τις περισσότερες φορές, μαζευόμαστε, για το καλό όλων. Ο Τίτος από την άλλη, δε μαζεύεται σχεδόν ποτέ. Και επειδή, από πολύ νωρίς στην ταινία το βλέπουμε αυτό, οι στιγμές που προσπαθεί να μαζευτεί, αποκτούν μια κωμική χροιά, γιατί καταλαβαίνουμε πόσο ανειλικρινής είναι η στάση του. Όπως στη σκηνή με τη Ρούλα Πατεράκη, που είναι και μια από τις αγαπημένες μου στην ταινία.
Ποια ταινία που μιλά για τον κόσμο του κινηματογράφου, εκτιμάτε περισσότερο ή είναι αγαπημένη σας;
Το «Mulholland Drive» του Ντέιβιντ Λιντς είναι αυτή που ξεχωρίζω, από τις ταινίες για τον κόσμο του σινεμά, που βέβαια ο χαρακτηρισμός είναι μάλλον περιοριστικός για το έργο αυτό που έχει τέτοιο εύρος. Η «Αμερικάνικη Νύχτα» του Φρανσουά Τριφό είναι προφανώς μια πολύ χαρακτηριστική ταινία που έχω στο νου μου. Υπάρχουν όμως διάφορες ταινίες που σκέφτομαι για το «παρασκήνιο», όχι απαραιτήτως το κινηματογραφικό, όπως ο «Μάγος» του Ίνγκμαρ Μπέργκμαν (έχει κυκλοφορήσει και με άλλο τίτλο ως «Το Πρόσωπο»;) ή η «Νύχτα πρεμιέρας» του Τζον Κασσαβέτη. Και αν πάμε σε πιο horror μονοπάτια, θα αναφέρω το «Tesis», την πρώτη ταινία του Αλεχάντρο Αμενάμπαρ.
INFO: Η ταινία «Killerwood» προβάλλεται στις αίθουσες σε διανομή Weird Wave





