Στην Αίθουσα Σταύρος Νιάρχος, η Εθνική Λυρική Σκηνή επαναφέρει από τις 6 Απριλίου 2025 (χθες πραγματοποιήθηκε η πανηγυρική πρεμιέρα) τη «Λουτσία ντι Λαμμερμούρ» του Γκαετάνο Ντονιτσέττι – την τραγωδία που συνδύασε τη βαθιά απελπισία με την τεχνική λάμψη του bel canto. Η εν λόγω παραγωγή, συμπαραγωγή της ΕΛΣ με τη Βασιλική Όπερα του Λονδίνου, έρχεται ανανεωμένη αλλά πάντα πιστή στο πνεύμα της σπουδαίας Βρετανίδας σκηνοθέτριας Κέιτι Μίτσελ, η οποία υπογράφει την τολμηρή και βαθιά φεμινιστική σκηνική ανάγνωση του έργου.

Η Τζέσικα Πρατ ως σύγχρονη Λουτσία

Φέτος, τον ρόλο ερμηνεύει σε δύο μοναδικές παραστάσεις, για πρώτη φορά στην ΕΛΣ, η διάσημη Τζέσικα Πρατ – μια από τις πιο καταξιωμένες κολορατούρες σοπράνο της εποχής μας. «Την ερμήνευσα για πρώτη φορά το 2007. Ήταν η πρώτη όπερα που τραγούδησα, το επαγγελματικό μου ντεμπούτο, και από τότε την ερμηνεύω τουλάχιστον δύο ή τρεις φορές κάθε χρόνο, γιατί μου τη ζητούν συνέχεια», δήλωσε η Πρατ πρόσφατα σε συνέντευξή της στο ΒΗΜΑgazino.

ΕΛΣ, Πρόβα «Λουτσία ντι Λαμμερμούρ». Φωτογραφία: Β. Ισάεβα

Η Πρατ, με περισσότερες από 117 ερμηνείες του ρόλου σε 40 παραγωγές παγκοσμίως, φέρει την τεχνική ακρίβεια και το ψυχικό βάθος που απαιτεί η πολυπλοκότητα της ηρωίδας. Γεννημένη στη Βρετανία και μεγαλωμένη στην Αυστραλία, συγκαταλέγεται μεταξύ των πλέον δραστήριων υψιφώνων της εποχής μας. Σε μια πορεία 18 ετών, έχει εμφανιστεί σε 143 παραγωγές, σε περισσότερες από 15 χώρες, ενώ έχει ερμηνεύσει στα σημαντικότερα λυρικά θέατρα του κόσμου όπως Σκάλα του Μιλάνου, Μητροπολιτική Όπερα της Νέας Υόρκης, Βασιλική Όπερα του Λονδίνου, Τεάτρο Ρεάλ της Μαδρίτης κ.α.

«Το έργο, εμπνευσμένο από τη «Νύφη των Λάμμερμουρ» του Σερ Ουώλτερ Σκοτ, ανέδειξε ήδη από το 1835 τη συνθετική ιδιοφυΐα του Ντονιτσέττι, με την εύθραυστη Λουτσία να γίνεται σύμβολο λυρικού πάθους και οριακής απόγνωσης».

Η Κέιτι Μίτσελ, σε συνεργασία με τη σκηνογράφο Βίκι Μόρτιμερ, απομακρύνεται από τις παραδοσιακές, ρομαντικές αποδόσεις της όπερας και μεταφέρει τη δράση στο σκιερό σύμπαν της γυναικείας καταπίεσης του 19ου αιώνα, προτείνοντας ένα «διπλό» σκηνικό που επιτρέπει στο κοινό να παρακολουθήσει ταυτόχρονα τα φανερά και τα κρυφά της πλοκής.

Η Λουτσία δεν είναι πλέον η παραδοσιακή παρθένα που οδηγείται στην τρέλα από τον έρωτα, αλλά μια γυναίκα βαθιά εγκλωβισμένη στις βίαιες κοινωνικές δομές της εποχής της, ανάλογη ηρωίδα με εκείνες των αδελφών Μπροντέ. Σε αυτήν τη σκηνοθετική προσέγγιση, η διάσημη σκηνή της τρέλας μεταμορφώνεται σε εκ βαθέων εξομολόγηση – μια ρήξη ανάμεσα στο πραγματικό και στο φαντασιακό, μια κραυγή ύπαρξης και σωματικής αντίστασης.

ΕΛΣ, Πρόβα «Λουτσία ντι Λαμμερμούρ». Φωτ. Β. Ισάεβα

Το έργο, εμπνευσμένο από τη «Νύφη των Λάμμερμουρ» του Σερ Ουώλτερ Σκοτ, ανέδειξε ήδη από το 1835 τη συνθετική ιδιοφυΐα του Ντονιτσέττι, με την εύθραυστη Λουτσία να γίνεται σύμβολο λυρικού πάθους και οριακής απόγνωσης.

Η υπόθεση αφορά τον έρωτα της Λουτσίας για τον Εντγκάρντο του οίκου των Ρέιβενσγουντ, για τον οποίο ο αδελφός της λόρδος Ενρίκο Άστον αισθάνεται άσβεστο μίσος. Αποφασισμένος να αποτρέψει τη σχέση ο Ενρίκο οργανώνει τον γάμο της αδελφής του με τον Αρτούρο Μπάκλω. Την ώρα της τελετής καταφθάνει ο Εντγκάρντο, ο οποίος σε έξαλλη κατάσταση καταριέται τη Λουτσία. Εκείνη χάνει τα λογικά της, στη συνέχεια φονεύει τον Αρτούρο και καταρρέει. Πληροφορούμενος τον θάνατο της αγαπημένης του ο Εντγκάρντο αυτοκτονεί.

Ένας ρόλος – ορόσημο για τη Μαρία Κάλλας

Ο ρόλος αποτέλεσε ορόσημο στην καριέρα δεκάδων σπουδαίων υψιφώνων – πρωτίστως της Μαρίας Κάλλας. «Παρά το γεγονός ότι στο τέλος του 19ου αιώνα, η Λουτσία έπεσε σε δυσμένεια, αφού θεωρούνταν όλο και περισσότερο ως μέσον φωνητικής επίδειξης ματαιόδοξων “αηδονιών”, επανήλθε θριαμβευτικά στο παγκόσμιο ρεπερτόριο χάρη στη Μαρία Κάλλας.», σύμφωνα με την ΕΛΣ.

Η Κάλλας μεταπολεμικά, κατά τη δεκαετία του 1950, αποκατέστησε την δραματική υπόσταση του ρόλου, με τις παραστάσεις στη Σκάλα του Μιλάνου και στο Βερολίνο υπό τη διεύθυνση του Χέρμπερτ φον Κάραγιαν να αποτελούν ορόσημο στην καριέρα της και μέτρο σύγκρισης για κάθε νέα Λουτσία, καθώς η ερμηνευτική της φλόγα πήρε μυθικές διαστάσεις (ο απόλυτος θρίαμβος ήταν η βραδιά της 29ης Σεπτεμβρίου 1955 στο Βερολίνο).

Το 1953, η Κάλλας ηχογράφησε για πρώτη φορά την όπερα υπό τη διεύθυνση του Τούλιο Σεραφίν. Αυτή η ηχογράφηση έλαβε εξαιρετικές κριτικές, με το περιοδικό Gramophone να σημειώνει ότι η Κάλλας «έχει τελειοποιήσει την ερμηνεία της στον ρόλο, καθιστώντας την πιο εκλεπτυσμένη, πιο συναρπαστική, μουσικά και δραματικά πιο λεπτή – με μια λέξη, πιο όμορφη». Η ερμηνεία της Κάλλας στον ρόλο της Λουτσίας δεν ήταν μόνο φωνητικά εντυπωσιακή, αλλά και δραματικά βαθιά, προσδίδοντας στον χαρακτήρα μια νέα διάσταση που επηρέασε τις μετέπειτα ερμηνείες της όπερας.

ΕΛΣ, Πρόβα «Λουτσία ντι Λαμμερμούρ». Φωτογραφίας: Β. Ισάεβα

Στο δεύτερο καστ της παράστασης επιστρέφει ως Λουτσία η Βασιλική Καραγιάννη, αγαπημένη του ελληνικού κοινού και εξαιρετική υψίφωνος της ΕΛΣ, ενώ τον ρόλο του Εντγκάρντο ερμηνεύουν εναλλάξ ο Ισμαέλ Τζόρντι και ο Γιάννης Χριστόπουλος. Ο Διονύσης Σούρμπης στον ρόλο του Ενρίκο φέρνει τον απειλητικό ανδρικό κόσμο που καταπιέζει, επιβάλλει και καταστρέφει.

Ο Λουκάς Καρυτινός, στο πόντιουμ, δίνει νέα πνοή στην παρτιτούρα – επισημαίνοντας τα λυρικά ρεύματα που οδηγούν τον ακροατή από το ρομαντικό πάθος στο ψυχολογικό βάθος. «Η μουσική του Ντονιτσέττι είναι περισσότερο προφητική απ’ όσο νομίζουμε», είχε δηλώσει σε παλαιότερη συνέντευξή του. «Δεν περιγράφει απλώς τον έρωτα και την τρέλα – αλλά τις ρωγμές στην ψυχή, τη βία, τη μνήμη».

Η παραγωγή αυτή έρχεται να υπενθυμίσει πόσο διαχρονικό είναι το ερώτημα της φωνής και της γυναικείας επιθυμίας στην όπερα. Μια Λουτσία όχι μόνο που τραγουδά, αλλά που απαιτεί να την ακούσουμε, ακόμη κι αν τη βαφτίζουν τρελή.

Το έργο και ο συνθέτης

Ο Γκαετάνο Ντονιτσέττι γεννήθηκε στις 19 Νοεμβρίου 1797 στο Μπέργκαμο της Λομβαρδίας και υπήρξε μαθητής του Τζοβάννι Σιμόνε Μάυρ, Γερμανού συνθέτη όπερας που δραστηριοποιήθηκε κυρίως στην Ιταλία. Το πρώτο του σκηνικό έργο, Ο Πυγμαλίωνας, το έγραψε σε ηλικία δεκαοκτώ ετών.

Μέχρι τον θάνατό του, ο Ντονιτσέττι θα κληροδοτούσε στον δυτικό πολιτισμό περισσότερες από εβδομήντα όπερες. Ανάμεσά τους ξεχωρίζουν τα έργα Άννα Μπολένα (1830), Το ελιξίριο του έρωτα (1831), Λουκρητία Βοργία (1832), Μαρία Στουάρντα (1834), Λουτσία ντι Λαμμερμούρ (1835), Ρομπέρτο Ντεβεραί (1837), Η κόρη του συντάγματος (1839), Η ευνοουμένη (1840) και Ντον Πασκουάλε (1843).

ΕΛΣ, Πρόβα «Λουτσία ντι Λαμμερμούρ». Φωτογραφία: Β. Ισάεβα

Παρότι κυρίως γνωστός για τα λυρικά του έργα, ο Ντονιτσέττι συνέθεσε επίσης εκκλησιαστική μουσική, κουαρτέτα εγχόρδων και ορχηστρικά έργα. Πέθανε το 1848 στο Μπέργκαμο από παράλυση, προερχόμενη από σύφιλη.

Όπερα σε δύο μέρη και τρεις πράξεις, η Λουτσία ντι Λαμμερμούρ βασίζεται σε ποιητικό κείμενο του Σαλβατόρε Καμμαράνο, εμπνευσμένο από το ιστορικό μυθιστόρημα Η νύφη των Λάμμερμουρ του σερ Ουώλτερ Σκοτ. Πρωτοπαρουσιάστηκε στο Θέατρο Σαν Κάρλο της Νάπολης στις 26 Σεπτεμβρίου 1835. Τέσσερα χρόνια αργότερα, σε νέο ποιητικό κείμενο των Αλφόνς Ρουαγέ και Γκυστάβ Βαέζ στη γαλλική γλώσσα αλλά και σε νέα επεξεργασία του συνθέτη, η όπερα παρουσιάστηκε στο παρισινό Θέατρο της Αναγέννησης, στις 6 Αυγούστου 1839.

Ενώπιον ελληνόφωνου κοινού η Λουτσία ντι Λαμμερμούρ δόθηκε για πρώτη φορά στο θέατρο Σαντζάκομο της Κέρκυρας, την άνοιξη του 1839, όταν το νησί ήταν ακόμα υπό βρετανική κυριαρχία. Με την ίδια όπερα εγκαινιάστηκε στις 6 Ιανουαρίου 1840 το λεγόμενο Θέατρο Μπούκουρα ή Θέατρο Αθηνών. Τον επώνυμο ρόλο ερμήνευσε η Ρίτα Μπάσσο-Μπόριο. Από τη Λυρική Σκηνή του Εθνικού Θεάτρου η όπερα παραστάθηκε για πρώτη φορά την περίοδο της Κατοχής, στις 29 Απριλίου 1943.

INFO Όπερα • Αναβίωση «Λουτσία ντι Λαμμερμούρ» του Γκαετάνο Ντονιτσέττι. Συμπαραγωγή με τη Βασιλική Όπερα του Λονδίνου. Παραστάσεις; 6, 8, 10, 12, 23, 27, 29 Απριλίου & 4, 11 Μαΐου 2025. Ώρα έναρξης: 19.30 (Κυριακή: 18.30). Αίθουσα Σταύρος Νιάρχος Εθνικής Λυρικής Σκηνής – ΚΠΙΣΝ