Εχει τραγουδήσει τη «Λουτσία ντι Λαμερμούρ» του Γκαετάνο Ντονιτσέτι περισσότερες από εκατό φορές, σε δεκάδες παραγωγές σε όλον τον κόσμο, με τους κριτικούς να τη χαρακτηρίζουν ως μία από τις κορυφαίες ερμηνεύτριες του ρόλου και να την επαινούν για την τεχνική αρτιότητα του τραγουδιού της. Ερχεται τώρα η στιγμή που θα δούμε τη Λουτσία της Τζέσικα Πρατ και στην Αθήνα.

Η αγγλο-αυστραλιανή κολορατούρα υψίφωνος με την εντυπωσιακή καριέρα και το πληθωρικό ρεπερτόριο, που εκτείνεται από τη Ροζίνα στον «Κουρέα της Σεβίλλης» του Ροσίνι και την «Τραβιάτα» του Βέρντι μέχρι τη «Νόρμα» του Μπελίνι, θα κάνει το ντεμπούτο της στην Εθνική Λυρική Σκηνή στις 6 Απριλίου, ερμηνεύοντας τον εμβληματικό ρόλο της «καταραμένης» νύφης των Λαμερμούρ (τον οποίο μοιράζεται στη διανομή με τη Βασιλική Καραγιάννη) στη σκηνοθεσία της Κέιτι Μίτσελ, σε μουσική διεύθυνση Λουκά Καρυτινού.

«Ανυπομονώ να έρθω στην Ελλάδα!» λέει η ίδια, μιλώντας μας τηλεφωνικά από την Μπολόνια όπου βρισκόταν για – τι άλλο; – μία ακόμα «Λουτσία ντι Λαμερμούρ»: «Είχα έρθει και παλαιότερα για να δω έναν φίλο μου που τραγουδούσε εκεί, τώρα όμως έφτασε και η δική μου σειρά να τραγουδήσω για το ελληνικό κοινό. Μάλιστα θα φέρω μαζί μου και τη μητέρα μου, που δεν βλέπει την ώρα!».

Με τις εμφανίσεις της στην Ιταλία και ακολούθως στην Αθήνα, η Πρατ επιστρέφει στη σκηνή έπειτα από σύντομη απουσία εξαιτίας της απώλειας του πατέρα της. Ο τενόρος και διακεκριμένος δάσκαλος φωνητικής Φίλιπ Πρατ έφυγε από τη ζωή στα 71 του χρόνια έπειτα από πολυετή μάχη με τον καρκίνο. Η Τζέσικα επέλεξε να περάσει τις τελευταίες εβδομάδες της ζωής του στο πλευρό του, πίσω στην Αυστραλία, ακυρώνοντας όλες τις παραστάσεις της.

«Λυπάμαι πραγματικά για όλους εκείνους που σχεδίαζαν να με δουν στο Μόναχο ή την Κατάνια» έγραψε στους λογαριασμούς της στα social media, «αλλά ο πατέρας μου ήταν πάντα εκεί για εμένα και πρέπει να είμαι εκεί για αυτόν τώρα». Λίγες ημέρες μετά τον ύστατο αποχαιρετισμό βρέθηκε για άλλη μια φορά σε ένα αεροπλάνο που την πήγαινε στην Ιταλία. Με την παλιά αγαπημένη γνώριμή της, τη Λουτσία, να επενδύει με τη βαθιά μελαγχολική μουσική της αυτή τη δύσκολη για την τραγουδίστρια περίοδο.

Η οποία «Λουτσία» νομίζω πως είναι μια όπερα που έχει παίξει σημαντικό ρόλο στη ζωή σας. Πιθανώς περισσότερο από κάθε άλλη;

«Απολύτως! Την ερμήνευσα για πρώτη φορά το 2007. Ηταν η πρώτη όπερα που τραγούδησα, το επαγγελματικό μου ντεμπούτο, και από τότε την ερμηνεύω τουλάχιστον δύο ή τρεις φορές κάθε χρόνο, γιατί μου τη ζητούν συνέχεια».

Οσο και αν πρόκειται για μία από τις σπουδαιότερες όπερες στην ιστορία του είδους, αυτή η επανάληψη δεν γίνεται κουραστική;

«Οχι! Ας ξεκινήσουμε από το γεγονός ότι κάθε φορά είναι διαφορετική η σκηνοθεσία, και αυτό μπορεί να αλλάξει εντελώς την ερμηνεία μου. Ο εκάστοτε σκηνοθέτης έχει τη δική του οπτική, ενώ και οι διαφορετικοί μαέστροι συχνά θέλουν να πειραματιστούν με άλλες περικοπές και προσθήκες ή προσεγγίζουν καθένας με τον δικό του τρόπο διάφορες μουσικές φράσεις. Φυσικά και οι συνάδελφοί μου είναι διαφορετικοί από παράσταση σε παράσταση. Για παράδειγμα, κάποιες φορές ένας Εντγκάρντο (ο ρόλος που ερμηνεύει ο τενόρος) μπορεί να είναι πιο επιθετικός, ένας άλλος πιο τρυφερός και ερωτικός, οπότε και η δική μου αντίδραση ως Λουτσία αλλάζει αναλόγως».

Είναι τελικά πολύ διαφορετικές οι Λουτσίες που τραγουδάτε τώρα από εκείνες που τραγουδούσατε στην αρχή της σταδιοδρομίας σας;

«Οπως όλοι έτσι κι εγώ δεν είμαι εκείνη που ήμουν τότε. Μεγαλώνω, αποκτώ νέες εμπειρίες και τις φέρνω μαζί μου στον ρόλο. Και στην ερμηνεία μου αλλά και σε θέματα τεχνικής τα πράγματα αλλάζουν. Δεν τραγουδάω όπως πριν από 20 χρόνια. Κάποια πράγματα στη φωνή μου έχουν γίνει πιο εύκολα, κάποια έχουν γίνει πιο δύσκολα. Οπότε, και σε ρόλους σαν τη Λουτσία που τους ξέρω τόσο καλά, χρειάζεται να μελετώ ξανά και ξανά τα πάντα από την αρχή».

Οφείλω πάντως να παρατηρήσω πως αν και τα χρόνια περνούν, εσείς εξακολουθείτε να τραγουδάτε με άνεση τις απίστευτα υψηλές νότες, τα κόντρα μι ύφεση, μι και φα που σας έκαναν διάσημη…

«Ναι, αυτό είναι αλήθεια!» (γελάει).

Είχατε πάντοτε ευκολία σε αυτές τις νότες ή τις κατακτήσατε μέσα από τη μελέτη και τη βελτίωση της τεχνικής σας;

«Χρειάστηκε πολύς χρόνος για να τα καταφέρω. Οταν ήμουν παιδί είχα μια πολύ περίεργη φωνή. Μπορούσα να τραγουδήσω σχεδόν πάνω από τις νότες του πιάνου, πολύ ψηλά, σαν να σφυρίζω, αλλά δεν είχα καθόλου φωνή στη μεσαία περιοχή. Οταν ήμουν περίπου δεκαεννέα ετών, ένας δάσκαλος μου είπε να σταματήσω να τραγουδάω οτιδήποτε πάνω από το υψηλό ντο, ώστε να μπορέσω να χτίσω σωστά τη φωνή μου στις πρώτες δύο οκτάβες. Ο

λο αυτό έγινε σιγά-σιγά και με πολύ μεγάλη προσοχή. Δούλεψα επίμονα χτίζοντας μισό-μισό τόνο τη φωνή μου και μου πήρε περίπου τέσσερα με πέντε χρόνια για να μπορέσω να τραγουδήσω σωστά, ώστε η φωνή να ακούγεται ομοιογενής σε όλη της την έκταση. Οταν δέχθηκα να τραγουδήσω τον πρώτο μου ρόλο, τη «Λουτσία», σχεδόν δεν μπορούσα να κρατήσω το κόντρα μι ύφεση, το άγγιζα αλλά αμέσως η φωνή μου έσπαγε.

Μου πήρε επτά μήνες εξάσκησης πριν από την παράσταση για να τα καταφέρω. Τώρα μπορώ να το κρατήσω μέχρι το τέλος της μουσικής, αν θέλω μπορώ να το κρατήσω μέχρι να σταματήσει εντελώς να παίζει η ορχήστρα (σ.σ.: γελάει)».

Συνεχίζετε και τώρα να εξασκείστε καθημερινά;

«Ναι, ναι! Παίρνω ρεπό μόνο μία ημέρα την εβδομάδα γιατί στη δική μου περίπτωση αν χαλαρώσω παραπάνω η τεχνική μου αρχίσει να αποσυγκροτείται. Χρειάστηκε πολλή εξάσκηση για να φτάσω σε ένα επίπεδο και χρειάζεται πολλή εξάσκηση για να μείνω σταθερή σε αυτό το επίπεδο. Κάποιοι δάσκαλοι λένε «μην τις τραγουδάς συνέχεια τις υψηλές νότες, θα τις χάσεις». Εχω την αντίθετη άποψη. Πιστεύω ότι όλα είναι θέμα τεχνικής και εξάσκησης. Αν δεν τις εξασκείς, δεν θα μπορέσεις να τις τραγουδήσεις.

Ετσι, δεν αποφεύγω να τραγουδώ όλες τις νότες και στις πρόβες. Στην πραγματικότητα, στις πρόβες τραγουδάω περισσότερο από όσο κατά τη διάρκεια μιας παράστασης, γιατί έτσι ξέρω πως μετά από αυτή τη διαδικασία η παράσταση θα είναι ευκολότερη. Ξέρετε, συχνά οι θεατές δεν καταλαβαίνουν πόσο δύσκολο είναι ένα ρεπερτόριο σαν το δικό μου, με φωνητικές ακροβασίες στις πιο υψηλές περιοχές.

Απαιτεί μια πολύ τεχνική προσέγγιση. Είναι σαν να ζητάς από έναν πιανίστα να σου παίξει ωραία και σωστά Σοπέν, αλλά να μην έχει εξασκηθεί στις κλίμακες έναν μήνα πριν. Δεν θα μπορέσει να τον παίξει σωστά. Ετσι κι εμείς έχουμε τις φωνές, αλλά πρέπει και να τις διατηρούμε σε άριστη κατάσταση».

Ποια ήταν η καθοριστική στιγμή που συνειδητοποιήσατε ότι θέλετε να γίνετε λυρική τραγουδίστρια;

«Νομίζω ότι αυτό ξεκίνησε από τον πατέρα μου. Ηταν τενόρος, ήταν και ο πρώτος μου δάσκαλος, και ουσιαστικά ήθελε τα παιδιά του να γίνουν τραγουδιστές, οπότε μας έβαζε να παίζουμε μουσικά παιχνίδια. Μας δίδασκε να τραγουδάμε αρμονίες, μας έμαθε να παίζουμε πνευστά όργανα… Εγώ διάλεξα την τρομπέτα.

Από τα 7 μέχρι τα 19 μου έπαιζα τρομπέτα. Ηθελε να γίνω μουσικός, να παίζω σε ορχήστρα, αλλά και να αναπτύξω σωστά το αναπνευστικό μου σύστημα όσο μεγάλωνα. Ακόμα και σήμερα χρησιμοποιώ ασκήσεις αναπνοής για τρομπετίστες για να διατηρώ την αναπνοή μου δυνατή στο τραγούδι».

Ετσι όπως περιγράφετε τα παιδικά σας χρόνια, αναρωτιέμαι αν είχατε τελικά το περιθώριο να επιλέξετε κάτι άλλο για επάγγελμα, εκτός από τη μουσική. Το είχατε;

«Δεν υπήρξε κάποια στιγμή που αποφάσισα να γίνω τραγουδίστρια, o πατέρας μου το είχε ήδη αποφασίσει για εμένα! (σ.σ.: γελάει). Θυμάμαι όταν ήμουν περίπου επτά ή οκτώ ετών, έκανε μάθημα φωνητικής σε κάποιον μαθητή του. Εγώ καθόμουν πάντα στα σκαλιά έξω από το δωμάτιο και άκουγα. Ζητούσε από τον μαθητή να βγάλει μια συγκεκριμένη νότα, αλλά εκείνος δεν τα κατάφερνε. Τότε πολύ απλά το έκανα εγώ.

Ο πατέρας μου βγήκε έξω από το δωμάτιο και μου ζήτησε: «Κάν’ το ξανά». Το έκανα και τότε σχολίασε: «Αυτό το παιδί θα γίνει τραγουδίστρια της όπερας». Τα λόγια του χαράχτηκαν στο μυαλό μου. Οταν είσαι παιδί, είσαι πολύ δεκτικός σε τέτοιες επιρροές. Από εκείνη τη στιγμή, ήξερα ότι θα γίνω λυρική τραγουδίστρια. Αν και νομίζω πως στην πραγματικότητα η στιγμή που συνειδητά αποφάσισα ότι αυτό θέλω να κάνω ήταν όταν έφτασα στον τελικό ενός διαγωνισμού και δεν κέρδισα. Βγήκα δεύτερη, αλλά η βραδιά ήταν τόσο μαγική, τόσο υπέροχη για εμένα, που την επόμενη ημέρα στη δουλειά μου – εργαζόμουν ως γραμματέας τότε – ενώ τύπωνα φυλλάδια, σκέφτηκα: «Ναι, πραγματικά θέλω να γίνω τραγουδίστρια, μόνο αυτό!»».

Υπήρξαν στιγμές που μετανιώσατε για εκείνη την απόφαση; Ποιο είναι το κόστος όταν χαράζεις μια πορεία σε τόσο υψηλό επίπεδο όπως κάνατε εσείς;

«Στη ζωή πρέπει να πάρεις δύσκολες αποφάσεις. Και μια ζωή σαν τη δική μου μπορεί πράγματι να είναι πολύ δύσκολη. Οχι, δεν μετάνιωσα ούτε λεπτό για τις επιλογές μου, έχω όμως χάσει τους περισσότερους γάμους των φίλων μου, έχω λείψει από οικογενειακές στιγμές, ακόμα και από αποχαιρετισμούς όπου ήθελα να βρίσκομαι. Δεν έκανα παιδιά.

Αλλά, ξέρετε, είναι και μια πολύ ανταποδοτική ζωή. Μου δίνει την ευκαιρία να ταξιδέψω σε όλον τον κόσμο. Μου δίνει τη δυνατότητα να κάνω κάτι με το οποίο είμαι παθιασμένη. Δεν το βλέπω σαν δουλειά, μερικές φορές είναι εξουθενωτικό, αλλά πάντα το αγαπώ. Είναι μια απασχόληση όπου πάντα κάτι νέο κεντρίζει το μυαλό σου. Νομίζω ότι είναι πολύ υγιές να μαθαίνεις συνεχώς».

Τελικά όμως τι γίνεται με την προσωπική ζωή; Υπάρχει χρόνος για αυτήν; Μόνη σας είπατε πως συχνά είστε απούσα από χαρές και λύπες όπου θα θέλατε να συμμετέχετε…

«Είμαι πολύ τυχερή γιατί γνώρισα έναν εξαιρετικό άνθρωπο. Είμαι παντρεμένη με έναν Ιταλό, ο οποίος έχει τη δική του επιχείρηση στον τομέα της πληροφορικής, οπότε μπορεί να ταξιδεύει και έτσι ταξιδεύουμε μαζί. Εχουμε επίσης τέσσερις γάτες και τρεις σκύλους (σ.σ.: γελάει). Ο σύζυγός μου μοιράζει τον χρόνο του ανάμεσα σε εμένα και στους πελάτες του.

Οπότε, ναι, έχω προσωπική ζωή. Και πιστεύω ότι ο χρόνος που περνάω με τον σύζυγό μου ή με την οικογένειά μου στην Αυστραλία είναι πραγματικά ποιοτικός χρόνος. Μιλούσα με τον σύζυγό μου για αυτό το θέμα τις προάλλες και του έλεγα πως αν ζούσα στον ίδιο δρόμο με τον αδελφό μου, ίσως τον έβλεπα τουλάχιστον μία φορά την εβδομάδα. Ομως δεν νομίζω ότι θα εκτιμούσα τον κοινό μας χρόνο όσο τον εκτιμώ τώρα που τον βλέπω μία στο τόσο. Πιστεύω ότι είναι θέμα σωστής διαχείρισης του χρόνου».

Χρόνο για να ξεκουραστείτε στο σπίτι σας έχετε; Συνηθίζεται η ζωή με μια βαλίτσα στο χέρι και με αλλεπάλληλα ταξίδια;

«Εχω ένα μεγάλο σπίτι στην Ιταλία γιατί ήθελα όταν δεν δουλεύω όλοι οι φίλοι μου να έρχονται εκεί. Και αυτό ακριβώς συμβαίνει. Οταν δεν δουλεύω φιλοξενούμε περίπου 20 άτομα, ακόμα και για έναν μήνα. Ερχονται και φεύγουν, έρχονται άλλοι και μετά άλλοι… Εχουμε ένα σπίτι ανοιχτό για όλους. Επειδή είμαι στον δρόμο έντεκα μήνες τον χρόνο, όταν έχω διακοπές, θέλω να είμαι εκεί, στο σπίτι. Ετσι, επιστρέφουμε πάντα στην Ιταλία και όλοι έρχονται και μας επισκέπτονται. Είναι ένας διαφορετικός τρόπος ζωής, αλλά τον ζω με τον δικό μου τρόπο».

Είναι πολύ διαφορετική η ζωή στην Ιταλία από την Αυστραλία, όπου μεγαλώσατε;

«Είναι διαφορετική, αλλά υπάρχουν πολλά κοινά στοιχεία. Εχει και στις δύο χώρες πολύ ήλιο, οι άνθρωποι είναι ανοιχτοί και φιλικοί, το φαγητό είναι εξαιρετικό. Και ο καφές είναι φανταστικός! Ολα αυτά τα λατρεύω! Θα ζήσω σίγουρα στην Ιταλία για το υπόλοιπο της ζωής μου».

Ποιοι είναι αλήθεια οι αγαπημένοι σας ρόλοι;

«Η «Λουτσία»! Πάντα την αγαπούσα και εξακολουθώ να την αγαπώ. Επίσης, λατρεύω την «Υπνοβάτιδα», τους «Πουριτανούς» τη «Λουκρητία Βοργία», που όμως δεν την έχω τραγουδήσει όσο θα ήθελα. Πρόσφατα έκανα το ντεμπούτο μου στον «Ρομπέρτο Ντεβερέ» και ήταν μια εκπληκτική εμπειρία».

Με ρόλους σαν αυτόν περνάτε σε ένα πιο δραματικό ρεπερτόριο;

«Το δοκιμάζω και αυτό. Ξέρετε τι απήλαυσα, εκτός από την εξαιρετική μουσική, ερμηνεύοντας στον «Ντεβερέ» τη βασίλισσα Ελισάβετ Α΄; Δηλαδή μια γυναίκα σε αρκετά μεγάλη ηλικία; Αυτό ακριβώς, το ότι ήταν μεγάλη! (σ.σ.: γελάει). Αν και τώρα είμαι 45 ετών, στους περισσότερους ρόλους του ρεπερτορίου μου πρέπει να προσποιούμαι ότι είμαι νεότερη και πιο ευκίνητη. Αλλά με την Ελισάβετ μπορούσα να δείχνω ελεύθερα ότι με πονάει η πλάτη μου, ότι με πονάνε τα γόνατά μου, ότι τα χρόνια πέρασαν, δεν χρειαζόταν να το κρύβω!».

Με τη «Νόρμα» τι γίνεται; Θα την τραγουδήσετε στις 9 Μαρτίου στη Φλωρεντία, λίγο πριν έρθετε στην Ελλάδα.Δεν είναι ένας ρόλος ακραία δύσκολος και για μια φωνή ντελικάτη σαν τη δική σας;

«Είναι ένας πανέμορφος ρόλος. Απολαμβάνω πολύ την πρόκληση. Περίμενα πολύ καιρό να την ερμηνεύσω. Την είχα τραγουδήσει και πριν από δέκα χρόνια σε μορφή κοντσέρτου στην Κίνα και μου άρεσε, αλλά γνώριζα πως αν συνέχιζα μαζί της τότε θα έχανα πιθανώς την ευκαιρία να συνεχίσω να ερμηνεύω πιο ελαφρούς ρόλους. Γι’ αυτό αποφάσισα να περιμένω και να ερμηνεύσω πρώτα την «Ξένη» και την «Μπεατρίτσε ντι Τέντα», γιατί θεωρούσα ότι οι δύο αυτές όπερες χτίζουν την ερμηνεία της «Νόρμα».

Είμαι επίσης χαρούμενη που τραγούδησα την Ελισάβετ στον «Ντεβερέ» πριν από τη «Νόρμα», γιατί τώρα νιώθω πολύ πιο σίγουρη. Θα σας πω όμως πώς πραγματικά νιώθω για τη «Νόρμα» όταν θα την τραγουδήσω με την ορχήστρα στη σκηνή. Προς το παρόν αισθάνομαι υπέροχα. Ελπίζω να συνεχίσω να αισθάνομαι έτσι και τότε (σ.σ.: γελάει)».

Ποιοι είναι οι άλλοι ρόλοι που ονειρεύεστε να ερμηνεύσετε;

«Μου αρέσει που θα τραγουδήσω πάλι τη «Λουκρητία Βοργία» τον Νοέμβριο στη Φλωρεντία. Γενικά όμως δεν έχω πια ρόλους που να τους ονειρεύομαι. Eχω τραγουδήσει περισσότερους από 45 ρόλους, μου αρέσει να επαναλαμβάνω κάποιους από αυτούς ανά διαστήματα. Οσο περισσότερο κάνεις ένα έργο τόσο πιο οικείο γίνεται. Δεν είναι ότι γίνεται πιο εύκολο, απλώς αναπτύσσεις μια τεχνική για να το κάνεις.

Eχω βρεθεί σε καταστάσεις όπου έπρεπε να μάθω μια όπερα μέσα σε τρεις εβδομάδες ή και σε μερικές ημέρες όταν κάποιος ακύρωνε και μου ζητούσαν να τον αντικαταστήσω. Ξέρω πλέον τι μπορώ και τι δεν μπορώ να κάνω. Αν η όπερα είναι στα ιταλικά ή στα ρωσικά, μπορώ να τη μάθω σε 8-10 ημέρες αν χρειαστεί. Αλλά αν είναι στα γαλλικά, χρειάζομαι περισσότερο χρόνο. Νομίζω ότι το να γνωρίζεις τη γλώσσα βοηθάει πολύ, αλλά εξίσου σημαντικό είναι να μιλάς τη «μουσική γλώσσα». Eχω τραγουδήσει τόσο πολλές όπερες του Ντονιτσέτι, που πλέον καταλαβαίνω τη μουσική του αμέσως. Οπότε μπορώ να τις μάθω σχετικά γρήγορα. Αντίθετα, ο Μπελίνι μού παίρνει περισσότερο χρόνο».

Πιστεύετε ότι η μουσική και η όπερα μπορούν να βοηθήσουν αυτόν τον διχασμένο, ανήσυχο και τρομαγμένο σήμερα κόσμο;

«Το ελπίζω. Διαφορετικά, ποιος είναι ο σκοπός της τέχνης; Πιστεύω ότι η τέχνη πρέπει να είναι μια γέφυρα ανάμεσα σε κοινότητες και ανθρώπους. Η πιο σημαντική στιγμή σε μια παράσταση δεν είναι όταν υπάρχει μουσική, αλλά όταν γίνεται παύση, όταν υπάρχει σιωπή και μπορείς κυριολεκτικά να νιώσεις τα 2.000 άτομα που βρίσκονται στο θέατρο να κρατούν την αναπνοή τους ταυτόχρονα. Είναι μαγικό. Eχω διαβάσει μια μελέτη, σύμφωνα με την οποία, όταν οι άνθρωποι πηγαίνουν σε συναυλίες κλασικής μουσικής, οι καρδιακοί τους παλμοί συγχρονίζονται.

Μάλιστα, αν ένα ζευγάρι βρεθεί μαζί σε μια συναυλία, οι παλμοί του παραμένουν συγχρονισμένοι για 12 ώρες μετά. Σήμερα ζούμε σε μια ολοένα και πιο ατομικιστική κοινωνία, απομονωνόμαστε όλο και περισσότερο λόγω της τεχνολογίας. Η οποία είναι υπέροχη, γιατί μπορεί να μας ενώσει, αλλά μπορεί και να μας αποξενώσει. Oμως οι άνθρωποι είναι κοινωνικά όντα, χρειαζόμαστε την αίσθηση του ανήκειν. Πλέον, οι μοναδικές φορές που βρισκόμαστε μαζί ως ομάδα είναι σε αθλητικά γεγονότα, τα οποία όμως έχουν έναν πιο επιθετικό χαρακτήρα.

Αντίθετα, όταν πηγαίνουμε σε ένα μουσείο, σε μια συναυλία, σε ένα θεατρικό έργο, σε ένα μπαλέτο ή σε μια όπερα, ερχόμαστε κοντά με έναν διαφορετικό, πιο συναισθηματικό τρόπο. Και νομίζω ότι αυτό το χρειαζόμαστε περισσότερο από όσο νομίζουμε».

ΙNFO

«Λουτσία ντι Λαμερμούρ»: Αίθουσα «Σταύρος Νιάρχος», Εθνική Λυρική Σκηνή (ΚΠΙΣΝ), από τις 6 Απριλίου έως τις 11 Μαΐου.

Χορηγοί παράστασης: Metlen Energy & Metals και Prodea Investments.