Η Ρουμανία βρίσκεται σε κρίσιμο σταυροδρόμι. Η πρόσφατη απόφαση της Κεντρικής Εκλογικής Επιτροπής να αποκλείσει τον ακροδεξιό ηγέτη Καλίν Γκεοργκέσκου από τις προεδρικές εκλογές του 2025, έπειτα από την ακύρωση των εκλογών του Νοεμβρίου 2024 λόγω καταγγελιών για ξένη παρέμβαση, δεν αποτελεί απλώς μια εσωτερική πολιτική κρίση. Είναι ένα τεστ αντοχής για τους δημοκρατικούς θεσμούς, όχι μόνο στη Ρουμανία αλλά και σε ολόκληρη την Ευρώπη.

Οι εξελίξεις αυτές δεν αφορούν μόνο το μέλλον μιας χώρας, αλλά εγείρουν ερωτήματα για το κατά πόσο η δημοκρατία στην ήπειρό μας είναι σε θέση να αμυνθεί απέναντι στην άνοδο του ακροδεξιού λαϊκισμού. Η Ρουμανία, χώρα με ιστορικό πολιτικών κρίσεων, βρίσκεται αντιμέτωπη με έναν κίνδυνο που υπερβαίνει τα εθνικά της σύνορα, επηρεάζοντας την ευρωπαϊκή σταθερότητα και τις γεωπολιτικές ισορροπίες.

Ποιος είναι ο ακροδεξιός Καλίν Γκεοργκέσκου

Ο Γκεοργκέσκου, πρώην αξιωματούχος του ΟΗΕ και ιδρυτής του ακροδεξιού κόμματος Εθνική Αναγέννηση (Renașterea Națională) το 2022, συγκέντρωσε 23% των ψήφων στον πρώτο γύρο των εκλογών του περασμένου Νοεμβρίου. Η απήχησή του ήταν ιδιαίτερα έντονη μεταξύ νέων ψηφοφόρων, αγροτικών και εργατικών στρωμάτων, καθώς και πολιτών που νιώθουν αποξενωμένοι από το πολιτικό κατεστημένο. Η ρητορική του επικεντρώθηκε στην «ανάκτηση της εθνικής κυριαρχίας» και στην απόρριψη της «ευρωπαϊκής επιβολής», αξιοποιώντας συνθήματα όπως «Ρουμανία για τους Ρουμάνους» και «Ανεξαρτησία από τις Βρυξέλλες».

Το κόμμα του αναπτύχθηκε ραγδαία, βρίσκοντας απήχηση σε πολίτες που αισθάνονται απογοητευμένοι από το πολιτικό κατεστημένο και τις οικονομικές ανισότητες. Η στρατηγική του Γκεοργκέσκου στηρίχθηκε σε μια δυναμική εκστρατεία στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, όπου προώθησε ένα αφήγημα εθνικιστικής αναγέννησης και οικονομικής αυτάρκειας, στοχεύοντας κυρίως σε νεαρούς ψηφοφόρους, εργατικά και αγροτικά στρώματα. Ο φιλοευρωπαίος υποψήφιος και πρώην πρωθυπουργός Νταν Μπάρνα έλαβε 31%, ενώ η ανεξάρτητη υποψήφια Άνα Μιχάι, με προοδευτική ατζέντα, ακολούθησε με 18%. Οι υπόλοιποι υποψήφιοι, μεταξύ των οποίων ο Γκεόργκε Σίμιον του εθνικιστικού AUR και ο πρώην υπουργός Άμυνας Νικολάε Τσιούκα, διαμοιράστηκαν το υπόλοιπο ποσοστό των ψήφων.

Μετά τις αποκαλύψεις περί ξένης παρέμβασης, το Συνταγματικό Δικαστήριο της Ρουμανίας προχώρησε στην ακύρωση των εκλογικών αποτελεσμάτων, επικαλούμενο σοβαρές παραβιάσεις της δημοκρατικής διαδικασίας. Η Κεντρική Εκλογική Επιτροπή απέκλεισε τον Γκεοργκέσκου από τις επαναληπτικές εκλογές του ερχόμενου Μαΐου, απόφαση που προκάλεσε σφοδρές αντιδράσεις. Χιλιάδες υποστηρικτές του κατέβηκαν στους δρόμους του Βουκουρεστίου, διαμαρτυρόμενοι ενάντια σε αυτό που χαρακτήρισαν «πολιτική καταστολή» και «παραβίαση της λαϊκής εντολής».

Οι διαδηλώσεις κλιμακώθηκαν σε συγκρούσεις, με ομάδες διαδηλωτών να επιχειρούν να εισβάλουν στο κτίριο της εκλογικής επιτροπής, οδηγώντας σε συγκρούσεις με τις δυνάμεις ασφαλείας. Τα γεγονότα αυτά ανέδειξαν τη βαθιά πολιτική πόλωση που επικρατεί στη Ρουμανία, καθώς ένα αυξανόμενο τμήμα του πληθυσμού στρέφεται σε ριζοσπαστικές επιλογές, αμφισβητώντας τη νομιμότητα των δημοκρατικών θεσμών.

Τι σημαίνει η απήχηση της ακροδεξιάς στη Ρουμανία

Αυτό που συμβαίνει στη Ρουμανία αντικατοπτρίζει ένα πολύ μεγαλύτερο πρόβλημα: η δημοκρατία στην Ευρώπη δεν είναι δεδομένη. Βρίσκεται υπό διαρκή αμφισβήτηση, καθώς λαϊκιστές και εξωτερικές δυνάμεις εκμεταλλεύονται την κοινωνική δυσαρέσκεια και τις θεσμικές αδυναμίες προς όφελός τους. Ενώ η ΕΕ και το ΝΑΤΟ στηρίζουν τις προσπάθειες της ρουμανικής κυβέρνησης να διαφυλάξει τη δημοκρατία, η αντίδραση από τις ΗΠΑ προκάλεσε αίσθηση.

Ο αμερικανός αντιπρόεδρος Τζέι Ντι Βανς χαρακτήρισε τον αποκλεισμό του Γκεοργκέσκου «πλήγμα για τη δημοκρατία», ενώ ο Ίλον Μασκ προώθησε ψευδείς ισχυρισμούς για πολιτική δίωξη, ενισχύοντας τη θεωρία περί συνωμοσίας των δυτικών ελίτ κατά των εθνικιστών ηγετών. Η σύμπλευση αυτών των αφηγήσεων με τη στάση του Κρεμλίνου εγείρει ερωτήματα για τη μετατόπιση των γεωπολιτικών ισορροπιών.

Η Ρουμανία, ως χώρα-κλειδί στην ανατολική πτέρυγα του ΝΑΤΟ και σημαντικός εταίρος της ΕΕ, διαδραματίζει κρίσιμο ρόλο στην ανάσχεση της ρωσικής επιρροής. Εάν η δημοκρατία της αποσταθεροποιηθεί, οι συνέπειες θα είναι εκτεταμένες, αποδυναμώνοντας την ευρωπαϊκή ασφάλεια και την υποστήριξη προς την Ουκρανία. Η κρίση της Ρουμανίας αποτελεί μέρος μιας ευρύτερης δυναμικής στην Ευρώπη, όπου η ακροδεξιά εκμεταλλεύεται κοινωνικές ανισότητες και γεωπολιτική αβεβαιότητα για να ενισχύσει τη θέση της. Η Ρουμανία, που μέχρι πρόσφατα βρισκόταν στο περιθώριο αυτής της τάσης, φαίνεται πλέον να ακολουθεί τον ίδιο δρόμο.

Ο πραγματικός κίνδυνος δεν περιορίζεται στην πιθανότητα επανεμφάνισης του Γκεοργκέσκου στην πολιτική σκηνή, αλλά αφορά το προηγούμενο που δημιουργείται: πόσο εύκολα μπορεί να διαβρωθεί η δημοκρατία όταν οι λαϊκιστές ηγέτες αξιοποιούν τον φόβο, τη δυσαρέσκεια και την παραπληροφόρηση; Αν η Ρουμανία αποτύχει να ανακόψει την άνοδο του λαϊκισμού, θα στείλει το μήνυμα ότι η δημοκρατία μπορεί να διαβρωθεί μέσω της παραπληροφόρησης, της πολιτικής χειραγώγησης και της λαϊκιστικής κινητοποίησης. Το ρουμανικό παράδειγμα θα μπορούσε να λειτουργήσει ως καταλύτης για την ενίσχυση αυταρχικών και εξτρεμιστικών δυνάμεων σε ολόκληρη την ήπειρο.

Η προειδοποίηση

Καθώς πλησιάζουν οι επαναληπτικές εκλογές, η Ρουμανία βρίσκεται αντιμέτωπη με την πρόκληση της αποκατάστασης της εμπιστοσύνης στη δημοκρατική διαδικασία. Η κυβέρνηση προσπαθεί να συσπειρώσει τις φιλοευρωπαϊκές δυνάμεις, συγκροτώντας ένα ενιαίο μέτωπο κατά της ακροδεξιάς. Ωστόσο, η επιρροή του Γκεοργκέσκου παραμένει ισχυρή, αντανακλώντας τον διχασμό που χαρακτηρίζει το πολιτικό τοπίο της χώρας.

Η κρίση στη Ρουμανία είναι μια προειδοποίηση: η κατάρρευση της δημοκρατίας δεν έρχεται πάντα με ένα ηχηρό πραξικόπημα, αλλά συχνά με μια σταδιακή διάβρωση των θεσμών, την υπονόμευση της εμπιστοσύνης των πολιτών και την κανονικοποίηση του αυταρχισμού. Στην εποχή της μαζικής παραπληροφόρησης και της ενίσχυσης του λαϊκισμού, η υπεράσπιση των δημοκρατικών αξιών απαιτεί διαρκή εγρήγορση. Το διακύβευμα δεν αφορά μόνο τη Ρουμανία, αλλά την ίδια την ανθεκτικότητα της ευρωπαϊκής δημοκρατίας απέναντι σε μια νέα γεωπολιτική πραγματικότητα.

*Η κυρία Βέρα Τίκα είναι επιστημονική συνεργάτρια του Κέντρου Πολιτικών Ερευνών στο Πάντειο Πανεπιστήμιο και εμπειρογνώμονας ακροδεξιάς ριζοσπαστικοποίησης.