Την ερχόμενη Πέμπτη δικάζεται στην Ολομέλεια του Αρείου Πάγου η υπόθεση σχετικά με τον τρόπο υπολογισμού και το ύψος των τόκων στις ρυθμίσεις για τη διάσωση της κατοικίας του ν. 3869/2010 (γνωστού ως Νόμου Κατσέλη). Η συντριπτική πλειοψηφία των αποφάσεων (των Ειρηνοδικείων και των Μονομελών Πρωτοδικείων που δικάζουν κατ’ έφεση) ορίζουν το κεφάλαιο διάσωσης που θα πρέπει να αποπληρώσει εντόκως ο οφειλέτης για τη διάσωση της κατοικίας, ωστόσο, κατά τρόπο που αποκλίνει από την τραπεζική πρακτική. Υποδιαιρούν το κεφάλαιο με τον αριθμό των μηνιαίων δόσεων που ορίζονται με την απόφαση, προβλέποντας έτσι σταθερή απόσβεση κεφαλαίου για κάθε μήνα, και, στη συνέχεια, αναφέρονται σε εκτοκισμό των μηνιαίων δόσεων.

Στην εφαρμογή των αποφάσεων προέκυψαν ζητήματα ερμηνείας και αμφιβολίες  ως προς το ακριβές περιεχόμενο της έντοκης ρύθμισης. Οι μεν οφειλέτες προσδιορίζουν τη μηνιαία δόση, με βάση το ισόποσο μέρος του κεφαλαίου  που αποπληρώνεται κάθε μήνα, προσαυξάνοντας αυτό με το επιτόκιο που έχει οριστεί. Οι δε πιστωτές προσδιορίζουν τόκους επί όλου του κεφαλαίου, καταλήγοντας σε πολύ μεγαλύτερες δόσεις, οι οποίες δεν τηρούν  απαραίτητα την επιταγή της σταθερής απόσβεσης του κεφαλαίου.

Το πρόβλημα οξύνθηκε, και εξαιτίας του γεγονότος, ότι οι εταιρίες διαχείρισης ποτέ δεν παρείχαν ενημέρωση στον οφειλέτη για τον τρόπο υπολογισμού που ακολουθούν. Το  αποτέλεσμα ήταν οι οφειλέτες να αιφνιδιαστούν στην πορεία με  υπέρογκες, συσσωρευμένες, αμφισβητούμενες ληξιπρόθεσμες  απαιτήσεις και να απειλούνται με απώλεια της ρύθμισης για την προστασία της κατοικίας και πλειστηριασμούς. Ακολούθησαν έτσι αιτήσεις από την πλευρά  των οφειλετών προς τα δικαστήρια, προκειμένου να αρθεί η τυχόν ασάφεια με ερμηνεία και διευκρίνιση του διατακτικού  των αποφάσεων. Καθώς το ζήτημα αφορούσε δεκάδες χιλιάδων υποθέσεων οδηγήθηκε,  μέσα από τη διαδικασία της πιλοτικής δίκης, στην Ολομέλεια του Αρείου Πάγου.

Είναι σημαντικό να διευκρινιστεί ότι στις αιτήσεις αυτές ερμηνείας  δεν κρίνεται η ορθότητα των δικαστικών αποφάσεων σε σχέση με όσα ο ν. 3869/2010 ορίζει. Η διόρθωση των αποφάσεων από τυχόν πλημμέλειες επιδιώκεται μέσα  από την άσκηση των ενδίκων μέσων (έφεση, αναίρεση). Δεν εξετάζεται, επομένως,  στις υποθέσεις αυτές αν οι δικαστές έκριναν ορθά αλλά μόνο πώς τελικά έκριναν. Δεν αναζητείται το αληθές νόημα του νόμου αλλά η αληθινή βούληση των δικαστών, με έναν μάλιστα περιορισμό, σύμφωνα με όσα το άρθρο 316 ΚΠολΔ ορίζει,  ότι δεν θα αλλάξει ποτέ το διατακτικό της απόφασης που ερμηνεύεται.

Στις εν λόγω υποθέσεις το διατακτικό των αποφάσεων περιλαμβάνει δύο σαφείς προδιαγραφές για τη ρύθμιση της διάσωσης της κύριας κατοικίας: Σταθερή κάθε μήνα απόσβεση κεφαλαίου και εκτοκισμό του μηνιαίου ποσού απόσβεσης. Με την πρώτη προδιαγραφή αποκλείεται η μέθοδος της τοκοχρεολυτικής αποπληρωμής του κεφαλαίου, με την οποία  εξασφαλίζεται μια σχετική σταθερότητα στη δόση πλην όμως το αποπληρούμενο με κάθε δόση κεφάλαιο συνεχώς μεταβάλλεται. Με τη δεύτερη προδιαγραφή αποκλείεται και η – μη ενδεικνυόμενη άλλωστε για μακροπρόθεσμες ρυθμίσεις –  μέθοδος της χρεολυτικής αποπληρωμής, καθώς με αυτή ναι μεν παραμένει σταθερό το μέρος του κεφαλαίου που αποσβήνεται, πλην όμως ο τόκος προσδιορίζεται επί του υπολοίπου του κεφαλαίου.

Ο ν. 3869/2010 δεν παύει να αφήνει ευχέρειες στον δικαστή για τη διάπλαση της οφειλής που συνδέεται με τη  διάσωση της κατοικίας. Ευχέρειες, άλλωστε,  που και ο Άρειος Πάγος έχει επικυρώσει με αφορμή διάφορα ζητήματα, όπως λ.χ. την παροχή ή τη διάρκεια της περιόδου χάριτος ή και την κατ΄ εξαίρεση   μείωση του ποσού ρύθμισης από αυτό που στο νόμο με βάση την αξία της κατοικίας ορίζεται. Έτσι και στην περίπτωση του εκτοκισμού του ποσού ρύθμισης τίθενται με τις διατάξεις  δεσμεύσεις μόνο ως προς τα ανώτατα όρια.

Η προστασία της κύριας κατοικίας ορίζεται  στο ν. 3869/2010 ως αναγκαία προϋπόθεση για την επιτυχή επανένταξη του οφειλέτη στην οικονομική και κοινωνική ζωή. Ο δικαστής καλείται, με προσήλωση στο σκοπό του νόμου,  να διαπλάσει μία ρύθμιση της οφειλής που να ανταποκρίνεται, σε βάθος χρόνου,  στην οικονομική δυνατότητα του οφειλέτη αλλά και στη μέγιστη ικανοποίηση  των πιστωτών. Μεγάλες διακυμάνσεις και υψηλή ανισοκατανομή στις δόσεις δυσχεραίνουν το σχεδιασμό μίας βιώσιμης μακρόχρονης ρύθμισης αλλά και την εξισορρόπηση των αντικρουόμενων συμφερόντων.

Οι δικαστές επέλεξαν, με το σαφές μέρος του διατακτικού των αποφάσεων, να προβούν σε μία ρύθμιση της αποπληρωμής του κεφαλαίου για τη διάσωση της κατοικίας που βρίσκεται έξω από την ακολουθούμενη τραπεζική πρακτική.  Αυτό όχι μόνο για να διευκολύνουν την επίτευξη του σκοπού του νόμου στα δύσκολα χρόνια της οικονομικής κρίσης. Αλλά και γιατί η απομάκρυνση από την τραπεζική λογική  αντικατοπτρίζει τελικά  και την εξέλιξη στις σχέσεις πιστωτών – οφειλετών.

Έτσι, στη θέση των τραπεζών έχουν πλέον υπεισέλθει αγοραστές δανείων, οι οποίοι εστιάζουν για την κερδοφορία τους περισσότερο στις αξίες αγοράς των δανείων και λιγότερο στα οφέλη της αναχρηματοδότησης της οφειλής με τη λογική ενός τραπεζικού δανείου.

Η απώλεια της τραπεζικής συνεργασίας, οι δυσχέρειες – αν όχι αδυναμία -επικοινωνίας με τις εταιρίες διαχείρισης, τα ελλείμματα διαφάνειας, η επί μακρόν και μέχρι σχετικά πρόσφατα απουσία ενημέρωσης για την εξέλιξη των δόσεων,  οι αναταράξεις από την άνοδο των επιτοκίων  χαρακτηρίζουν  τις συνθήκες αποπληρωμής. Στις συνθήκες αυτές το καθοριστικό είναι, εντέλει για όλες τις πλευρές,  να διαφυλαχθεί η σταθερότητα της αποπληρωμής.

Οι δικαστές άσκησαν, λοιπόν, ευχέρειες διάπλασης –  οι οποίες άλλωστε δεν ελέγχονται στο πλαίσιο της υπόθεσης που εκκρεμεί στην Ολομέλεια –  λαμβάνοντας υπόψη, για την προαγωγή του σκοπού του νόμου για την προστασία της κύριας κατοικίας, τις συνθήκες μέσα στις οποίες οι οφειλέτες καλούνται να τηρήσουν τη ρύθμιση. Η προσαύξηση της μηνιαίας δόσης με το επιτόκιο που ισχύει στο μήνα καταβολής, διασφαλίζει απλότητα και διαφάνεια στον τρόπο υπολογισμού της δόσης αλλά και  προστασία από κλυδωνισμούς που καθιστούν επισφαλή την τήρηση της ρύθμισης.

Ο κύριος Δημήτρης Σπυράκος είναι Γραμματέας Τομέα Ιδιωτικού Χρέους ΠΑΣΟΚ και διδάκτωρ νομικής. Ως Γενικός Γραμματέας Καταναλωτή είχε την ευθύνη της σύνταξης του ν. 3869/2010.