Κι έτσι ο Αντώναρος, δεν άνοιξε ταβέρνα, δεν έγινε Υπουργός παρά τω Πρωθυπουργώ Στέφανο Κασσελάκη -στη θέση του χαλίφη Μητσοτάκη- όπως τα συμφωνήσανε με τον σύντροφο ναύαρχο.
Παρέμεινε ο τέως του τέως Καραμανλή που τον θαύμαζε, όσο και τον Σουγκλάκο με το λυπημένο βλέμμα ουρακοτάγκου στο κλουβί.
Έκανε κι ο Αντώναρος κεφαλοκλείδωμα αλλά πρώτα στο δικό του το κεφάλι και μετά στο θυρωρό της νύχτας στο Γκάζι. Ύστερα αποσύρθηκε κι αυτός για τη συνέχεια στις οθόνες, πιστεύοντας πως η μετα-πολιτική είναι ένα ερωτικό μυθιστόρημα ανολοκλήρωτο.
Ο Αντώναρος υπήρξε η πεμπτουσία του Σύριζα και όχι ο Πολάκης. Ένας δεξιός Ορέστης Μακρής που δεν τον έπαιξε η Δεξιά και ο Φίνος. Εξαρχής παραστάτης του Κασσελάκη, όπως άλλωστε και όλοι οι ογδονταεπτά καρεκλοκένταυροι που δεν τόλμησαν να αποχωρήσουν τότε, μαζί με τον Τσακαλώτο και την παρέα του.
Ο Αντώναρος όντας καθαρό ασυνείδητο υπό έκθλιψη -όπως οι περισσότεροι στον Σύριζα ξεκινώντας από τον Τσίπρα- ξέδωσε για πρώτη και τελευταία φορά με εκείνη την ιστορική δήλωσή του, on camera: «Κοιτάμε μπροστά με αισιοδοξία για το μέλλον».
Αν εννοούσε την Ζωή ή την Λατινοπούλου, θα φανεί. Όπως επίσης θα φανεί αν πράγματι η τρέλα είναι μια λύπη που δεν βελτιώνεται περισσότερο.
Όμως, αφού η μοίρα του είναι να υφίσταται τον εαυτό του, άλλοτε ως Ευρωπαίο και άλλοτε ταβερνιάρη στο Γκάζι, γιατί δεν στραγγάλισε την Όλγα Γεροβασίλη της κυβερνήσασας Αριστεράς; Περιμένει να την πνίξει ο Φαραντούρης στην επόμενη διάσπαση;
Δεν κατάλαβε από την θητεία του στη Γερμανία πως ούτε οι ογδόντα εφτά έχουν μέλλον επειδή έχουν το παρελθόν του Παπά;
Ο Τσακαλώτος το κατάλαβε. Πώς τα στελέχη της Νέας Αριστεράς φερειπείν θα «ξεβολευτούν» (Χαρίτσης επι λέξει) από την βολή και την προβολή που τους έδωσε ο Τσίπρας; Να το ερώτημα του σήμερα του χθες. Το απαντάει κανείς μόνον εάν αντιπαραθέσει την γοητεία της εξουσίας (και της μπουρζουαζίας), στην απογοήτευση από την εξουσία (και την μπουρζουαζία).
Προς το παρόν ο Αντώναρος παραμένει «μειοψηφία», αφήνοντας την «πλειοψηφία» να μας την εξηγεί με δικά του λόγια ένας μεγάλος Βρετανός ποιητής, ο Φίλιπ Λάρκιν.
Υπάρχει όμως μια διαφορά: η μειοψηφία του Λάρκιν σιωπά, ενώ του Αντώναρου γαυγίζει.
Και επειδή καμία «ανάλυση» της βαρετής κατηγορίας των αναλυτών δεν έχει την άδεια από την ποίηση να φτάσει ως τα ιερά κόκκαλα απ’ όπου «βγαίνει» η Ελευθερία, ιδού μια νέα μετάφραση του ποιήματος του Λάρκιν «Εφόσον η πλειοψηφία μου», από την ποιήτρια Ευγενία Βάγια.
Ας σημειωθεί πως η τελευταία μετάφραση του απαιτητικού Φίλιπ Λάρκιν στη γλώσσα μας επιχειρήθηκε το 2020 από τον Θοδωρή Ρακόπουλο στις εκδόσεις Πατάκη.
«Εφόσον η πλειοψηφία Μου
Απορρίπτει την πλειοψηφία Σου,
Η αντιπαράθεση παύει πάραυτα, και εμείς
Χωρίζουμε. Σίγουροι για ό,τι κάνουμε
Απολυμαίνουμε καινούργιους χώρους για τις μέρες
Που θα νοικιάσουν οι πλειοψηφίες μας
Μαζί με φίλους που δεν μοιραστήκαμε και δρόμους που δεν πήραμε,
Έλα όμως που και η σιωπή είναι εύγλωττη:
Μια σιωπή των μειονοτήτων
Που, επιτέλους άνευ αντιπάλου, επιστρέφουν
Κάθε βράδυ με αθετημένες υποσχέσεις
Που γυρεύουν ανανέωση. Δεν μαθαίνουν ποτέ.»
ΥΓ. Γράφει ο Μπέρνι Σάντερς για να τα ακούσουμε: «Δεν θα πρέπει να αποτελεί μεγάλη έκπληξη το γεγονός ότι ένα Δημοκρατικό Κόμμα που έχει εγκαταλείψει τους ανθρώπους της εργατικής τάξης διαπιστώσει τώρα ότι η εργατική τάξη το έχει εγκαταλείψει».
Το ζήτημα είναι ότι όλα τα Δημοκρατικά Κόμματα έχουν εγκαταλείψει τους ποιητές. Αν και «εξόριστοι», κάτι περισσότερο βλέπουν κι αυτοί στον Αιώνα…