Τα Πανεπιστήμια και η Ανώτατη Παιδεία ταλαιπωρούνται τον τελευταίο μήνα από επαναλαμβανόμενους αποκλεισμούς των χώρων εκπαίδευσης, τις επονομαζόμενες «καταλήψεις». Οι κατ’ εξοχήν χώροι μάθησης, στοχασμού, και βεβαίως αμφισβήτησης, παραμένουν σφραγισμένοι από βίαιες ενέργειες που δεν έχουν εξ αντικειμένου καμία νομιμοποίηση. Οι «καταλήψεις» είναι εκ των πραγμάτων βίαιες πράξεις. Το ερώτημα είναι αν διαθέτουν έστω και ψήγματα νομιμοποίησης, είτε φυσικής, είτε ηθικής.

Οποιοσδήποτε νομικός θα παρέπεμπε σε πλείστες διατάξεις του δικαίου οι οποίες παραβιάζονται από τις «καταλήψεις» δημόσιων χώρων, συμπεραίνοντας την απαξία της φυσικής ενέργειας. Η απαξία της ηθικής διάστασης έγκειται στο γεγονός ότι κανείς δεν έχει το δικαίωμα να στερεί την ελευθερία του άλλου ή, όπως εύστοχα πολλές φορές αναφέρεται, στο ότι τα δικαιώματα οιουδήποτε σταματούν όταν συγκρούονται με τα δικαιώματα οιουδήποτε άλλου.

Δυστυχώς, οι «καταλήψεις» έχουν καταντήσει ανεπίτρεπτη «παράδοση» στα ελληνικά ΑΕΙ. Προσωπικά δεν θυμάμαι περίοδο του ακαδημαϊκού μου βίου που να μην υπήρχαν «καταλήψεις» με πλείστες, πολλές φορές τραυματικές, απώλειες στις ακαδημαϊκές λειτουργίες τους. Και μόνο αυτή η διαπίστωση αρκεί για να χαρακτηριστεί το πρόβλημα κοινωνικό ή έστω κοινωνικοπολιτικό και όχι ακαδημαϊκό.

Γιατί αν ήταν μόνο ακαδημαϊκό, χωρίς αμφιβολία, κάποια διοίκηση, κάποιος πρύτανης, σε κάποια χρονική στιγμή, θα είχε λύσει το πρόβλημα, τουλάχιστον για το ίδρυμά του. Στατιστικά, δεν μπορεί στο διάστημα των τελευταίων δεκαετιών όλες οι διοικήσεις όλων των ανώτατων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων της χώρας να υπήρξαν ανεπαρκείς!

Το πρόβλημα έχει ευρύτερες διαστάσεις με εξωγενείς παρεμβολές που καθιστούν τα ΑΕΙ, πολλές φορές ηθελημένα, αρένες αντιπαράθεσης πολιτικών, ακόμη και κομματικών σκοπιμοτήτων. Βίαιες παρεμβολές όπως είναι οι «καταλήψεις» που προκαλούν τεράστια αναστάτωση στην ομαλή και εύρυθμη λειτουργία των Πανεπιστημίων απαξιώνουν την Ανώτατη Παιδεία στη χώρα μας και ευτελίζουν τα ιδρύματα και τους λειτουργούς τους.

Ταυτόχρονα στερούν από τους εμπνευστές τους το περίβλημα του δίκαιου αγώνα προς όφελος της Δημόσιας Παιδείας.  Ευελπιστώ να έχουν επιτέλους, μετά από τόσα χρόνια, καταπέσει στην συνείδηση της κοινωνίας και να σταματήσει αυτή η ιδιάζουσα παράδοση που μόνο κακό κάνει.

Στο δια ταύτα, σχετικά με τον νόμο για τα μη κρατικά πανεπιστήμια, η επιτυχία ή όχι της μεταρρύθμισης θα φανεί σε βάθος χρόνου, όπως γίνεται πάντα. Πολλά θέματα ρυθμίζονται, ευλόγως, από την εμπειρία και την πρακτική, όπως σοφά παρατηρούσε εκλιπών με ευρύτερη αποδοχή πολιτικός.

Κατ’ αντιστοιχία, δεν νομίζω ότι είναι πολλοί που ισχυρίζονται ότι η ανωτατοποίηση, «εν μία νυκτί» όλων των ιδρυμάτων τριτοβάθμιας εκπαίδευσης της χώρας υπήρξε επιτυχής μεταρρύθμιση. Το συμπέρασμα αυτό δεν εξήχθη φυσικά την επομένη αλλά κοιτώντας πίσω με χρονική απόσταση. Κατ’ αντιδιαστολή μάλιστα, κατά την επίμαχη «μεταρρύθμιση» δεν «άνοιξε ρουθούνι» κατά το κοινώς λεγόμενον.

Η Πολιτεία διατρανώνει την πρόθεσή της να στηρίξει το Δημόσιο Πανεπιστήμιο το οποίο αποτελεί σημαντική κατάκτηση της κοινωνίας και συνέβαλε στην πρόοδο και την ανάπτυξη του τόπου. Οφείλει να υλοποιήσει τις δεσμεύσεις της προς όφελος των επόμενων γενιών.

Η στήριξη δεν μπορεί να είναι μόνο οικονομική, όπως αδίκως συγκεκριμενοποιείται με ευθύνη και των ίδιων των Πανεπιστημίων, αλλά επιπρόσθετα θεσμική και ηθική, δείχνοντας τη δέουσα εμπιστοσύνη στους Φορείς και στους Λειτουργούς της Δημόσιας Εκπαίδευσης.

O κ. Ιωάννης Χατζηγεωργίου είναι Καθηγητής Σχολής Ναυπηγών Μηχανολόγων Μηχανικών, Πρύτανης Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου