Η Κάτια Γκουλιώνη συστήθηκε στο ευρύτερο κοινό ως Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου στην ομώνυμη ταινία του Άγγελου Φραντζή, αν και βρισκόταν σε μια τροχιά επιτυχίας ήδη αρκετά χρόνια πριν από αυτή την ερμηνεία. Η διαδρομή της σταθερή, τα επαγγελματικά της βήματα διαλεχτά. Φέτος υποδύεται με τρόπο καθηλωτικό τη Σωτηρία Μπέλλου σε μια παράσταση αφιέρωμα στη συγγραφέα του έργου «Σωτηρία με λένε», τη Σοφία Αδαμίδου. Η βραβευμένη ηθοποιός (βραβείο Α’ Γυναικείου Ρόλου για την ερμηνεία της στην ταινία «Πολυξένη: Μια ιστορία από την Πόλη» και βραβείο Β΄ γυναικείου ρόλου στην ταινία «Ευτυχία») είναι απολύτως γειωμένη, προσεγγίζοντας κάθε φορά τις ηρωίδες της με βαθιά ευαισθησία και συνέπεια. Δίνεται σε κάθε της δουλειά και κάνει πάντοτε πολλή, πολλή έρευνα. Παρατηρεί όλα εκείνα τα μικρά πράγματα, αφιερώνει χρόνο, επαγγελματικά αρνείται να ριχτεί σε μια ξέφρενη κούρσα ταχύτητας. Κι αυτό φαίνεται στις πολλές, λεπτές αποχρώσεις που χαρακτηρίζουν κάθε της ηρωίδα.

Πολυξένη, Ευτυχία, Σωτηρία… Υπάρχει σήμερα ανάγκη για γυναικεία αφηγήματα, ακόμα και από το παρελθόν. Εσάς τι είναι εκείνο που σας ελκύει στις ιστορίες αυτών των γυναικών;

«Σεναριακά, ο κοινός παρονομαστής αυτών των γυναικών είναι η ελευθερία που τις χαρακτήριζε. Το γεγονός ότι σε πολύ δύσκολες εποχές – όχι ότι τώρα έχουν αλλάξει πολλά, αλλά τότε ήταν ακόμη πιο δύσκολα – αυτές οι γυναίκες κατάφεραν με την ελευθερία που ένιωθαν δικαιωματικά να μην υπηρετήσουν την τότε κοινωνική επιταγή. Η Ευτυχία ζήτησε ένα διαζύγιο το ’33 για να πάει να γίνει ηθοποιός. Ακόμη και σήμερα, το να ζητήσει μια γυναίκα με 2 κόρες ένα διαζύγιο για να πάει να γίνει ηθοποιός ακούγεται περίεργο. Φανταστείτε το ’33. Η Πολυξένη αρνήθηκε έναν χρυσό γάμο. Προτίμησε να έχει τον εραστή της και να μην παντρευτεί εκείνον που όριζε η οικογένεια. Η Σωτηρία δεν έκρυψε ποτέ τη σεξουαλική της ταυτότητα. Ήταν η πρώτη γυναίκα που έπιασε θέση ανάμεσα στους ρεμπέτες και κάθισε. Και οι τρεις διεκδικούσαν τη θέση τους και μάλιστα την υποστήριζαν με τεράστιο κόστος. Δεν είχαν άγνοια κινδύνου. Και αυτό είναι ένας κοινός παρονομαστής. Δεν υπήρχε άγνοια κινδύνου. Απλά ο ηθικός τους κώδικας δεν τους επέτρεπε να αντιμετωπίσουν διαφορετικά μια κατάσταση. Ο ηθικός κώδικας που είχαν και οι τρεις δεν τους επέτρεπε να μπουν σε μια κατάσταση υποτακτική, να ακολουθήσουν αυτό που θα ήθελε να βλέπει ο κοινωνικός περίγυρος και αυτό ήταν τρομερά δύσκολο. Από την άλλη, άνοιξαν δρόμο για άλλες γυναίκες μετέπειτα».

Τι έχει από εσάς η Σωτηρία;

«Η συγκεκριμένη ηρωίδα είναι τόσο ξεχωριστή, τόσο αντιφατική, που από εμένα δεν ξέρω αν έχει κάτι… Από την άλλη, νομίζω πως έχουμε τα πάντα από την άποψη ότι, όταν καλούμαι να προσεγγίσω μια ηρωίδα, θέλω να πιστεύω πως όλοι άνθρωποι έχουμε όλη τη γκάμα συναισθημάτων. Θέλω να το πιστεύω, μου δίνει ελπίδα αυτό. Απλά νομίζω ότι οι ποσότητες διαφέρουν. Δηλαδή, μπορεί να πρέπει να αναπτύξεις για μια ηρωίδα τα αντανακλαστικά στο χιούμορ ή την ευαισθησία ή καλείσαι να βγάλεις προς τα έξω κάποια κομμάτια σου που πιθανόν να έχεις θάψει. Είναι μια ολόκληρη διεργασία. Πλησιάζεις σταδιακά έναν καινούριο άνθρωπο, τον γνωρίζεις λίγο λίγο και αρχίζει να αναπτύσσεται ένας διάλογος».

Θα μπορούσε να πει κανείς ότι είναι κόντρα ρόλος για ‘σας η Σωτηρία…

«Ισχύει με έναν τρόπο…»

Εχετε μιλήσει για τον τρόπο μ ε τον οποίο προσεγγίσατε την Ευτυχία, για την έρευνά σας, τις χαρτοπαικτικές λέσχες που πηγαίνατε. Στην περίπτωση της Σωτηρίας, πώς καταφέρατε να βρείτε την αλήθεια της; 

«Ξεκίνησα να κάνω έρευνα για τη Σωτηρία πέρσι το καλοκαίρι, προ της έναρξης των προβών. Υπάρχει φανταστική βιογραφία της Σωτηρίας Μπέλλου από τη Σοφία Αδαμίδου, καθώς επίσης και κάποιες μαρτυρίες από κοντινούς της ανθρώπους. Εψαξα, βρήκα και επισκεύτηκα ένα σπίτι στο Περιστέρι όπου έμενε η Σωτηρία με τη σύντροφό της. Από τη βιογραφία της, η πρώτη εικόνα που προκύπτει είναι ότι η Σωτηρία από πολύ μικρή ηλικία ήταν βαθιά συναισθηματική, έπαιζε ποδόσφαιρο στις αλάνες και έφτιαχνε με σύρματα που έβρισκε χορδές κιθάρας. Παρακαλούσε για χρόνια, από μικρό παιδί, τον πατέρα της να της πάρει μια κιθάρα. Αυτό ήταν το πρώτο πράγμα που μπόρεσα και έκανα εικόνα και κάπως εκεί ένιωσα πως τη συνάντησα. Σε αυτήν την αλάνα. Οσον αφορά τη σωματικότητά της, εκείνο που με βοήθησε πολύ ήταν ο τρόπος που κοιτούσε τον ουρανό όταν τραγουδούσε. Τα μάτια της με ενέπνευσαν τρομερά. Κάθε φορά που εκφραζόταν ή έδινε συνεντεύξεις ή όταν τραγουδούσε στο πάλκο, το βλέμμα της ήταν μια έκκληση βοήθειας στον ουρανό».

Υπάρχουν στιγμές που μπορεί να γίνει και δύσκολη συναισθηματικά η έρευνα για μια ηρωίδα;

«Σίγουρα νιώθεις τις θερμοκρασίες ολοένα και περισσότερο όσο πλησιάζεις μια ηρωίδα, αλλά ταυτίσεις δεν έχω. Πιστεύω πολύ σε ένα συγκεκριμένο πρόγραμμα που  ακολουθώ κατά την περίοδο της προετοιμασίας και το οποίο έχει συγκεκριμένο ωράριο, όπως και οποιαδήποτε δουλειά. Δεν θα πέσω σε σκοτάδια, καμία σχέση με όλο αυτό. Θέλω να νιώθω καθημερινά ότι υπάρχει συγκεκριμένο πρόγραμμα εργασίας. Σίγουρα μου απορροφά πάρα πολύ χρόνο η προετοιμασία, άλλα χρόνο όπως και οποιαδήποτε άλλο είδος εργασίας, όπως οι περισσότεροι άνθρωποι που δουλεύουν καθημερινά αρκετές ώρες για να βγει η δουλειά που πρέπει να βγει. Τόσο απλά. Ποτέ δεν αισθάνομαι κάποιου είδους ταύτιση».

Η σχέση σας με τη μουσική;

«Καμία (γέλια). Λατρεύω τη μουσική αλλά δεν τραγουδάω καλά. Μπορώ να διαβάσω μια παρτιτούρα αλλά ως εκεί. Δεν έχω τη σχέση που έχει, για παράδειγμα, ο σκηνοθέτης μας ο Γιώργος Παπαγεωργίου, ο οποίος τραγουδάει υπέροχα και είναι γενικά πολύ κοντά στη μουσική. Εγώ τη λατρεύω τη μουσική, με βοηθάει στα πάντα, στο θέατρο, στο χορό, αλλά δεν έχω τόσο στενή επαφή».

Και πώς καταφέρατε να βυθιστείτε στο σύμπαν του ρεμπέτικου τραγουδιού;

«Με βοήθησε η έρευνα. Μου αρέσουν τα ρεμπέτικα τραγούδια και τη Σωτηρία Μπέλλου την λάτρευα από πολύ νεότερη ηλικία. Ακούω ρεμπέτικα. Τα τελευταία χρόνια επεδίωκα να πηγαίνω σε μέρη με live ρεμπέτικα για να καταλαβαίνω μια θερμοκρασία, πως γίνεται όλο αυτό. Ηθελα να πιάσω τη φρασεολογία μεταξύ των ανθρώπων, να καταλάβω την ατμόσφαιρα. Επιπλέον, με τη Σωτηρία, βρήκα κάποιον πολύ κοντινό της που με βοήθησε. Πήγα και είδα που έμενε στο Περιστέρι, με βοήθησε να καταλάβω, με έκανε να έρθω πιο κοντά σε κάτι. Όχι τόσο για τη μέθοδο, αλλά σαν μια έρευνα κατά τη διάρκεια της οποίας ξαναπερνάς από σημεία που έχει περάσει και σταθεί η ηρωίδα».

Υπήρχε καλλιτεχνική έκφραση στην οικογένειά σας μεγαλώνοντας;

«Οικογενειακώς έχουμε τρομερή ενορχήστρωση και τρομερό σενάριο στους καυγάδες (γέλια).  Αυτό θα ήθελα να πω, ως εκεί».

Ακόμη και υποδυόμενη χαρακτήρες που θεωρούνται δραματικοί, διαφαίνεται να έχετε εξαιρετική αίσθηση του χιούμορ…

«Και η Σωτηρία και η Ευτυχία είχαν τρομερό χιούμορ. Το χιούμορ της επιβίωσης. Είναι ένα χιούμορ άμυνας. Πιστεύω ότι χωρίς χιούμορ είναι δυσβάστακτα τα πάντα. Είναι το καλύτερο αγχολυτικό και είναι και δωρεάν, χωρίς συνταγή. Το «Σωτηρία με λένε», το θεατρικό της Σοφίας της Αδαμίδου, έχει τρομερό χιούμορ. Το έργο διαδραματίζεται μεν στο νοσοκομείο μια μέρα πριν πάρουν τη φωνή της Σωτηρίας – το μόνο όπλο που είχε – αλλά έχει τόσο χιούμορ στην κατάσταση που βρίσκεται, μια μέρα πριν την εγχείρηση, που αυτό σου δίνει κουράγιο, σου δίνει ελπίδα και σου αναπτερώνει το ηθικό».

Θα σας ενδιέφερε η κωμωδία;

«Ναι! Πεθαίνω! Πραγματικά ναι!»

Ως φοιτήτρια υποκριτικής υπήρξαν παραστάσεις που σας διαμόρφωσαν;

«Ναι. Υπήρξε μια παράσταση που για μένα ήταν ορόσημο. Ως πρωτοετής στη σχολή είχα δει στην «Ορέστεια» από το Εθνικό θέατρο με την Αμαλία Μουτούση, την οποία συνεχίζω να θαυμάζω μέχρι σήμερα. Ήταν μια ερμηνεία που με καθήλωσε, με τρόμαξε, δεν καταλάβαινα γιατί αποφάσισαν να γίνω ηθοποιός… Δηλαδή, αν μπορούμε να πούμε ότι υπάρχει θεός στο θέατρο, νομίζω ότι ήταν μέσα σε εκείνη την παράσταση». 

#Metoo, κορονοϊός, Προεδρικό Διάταγμα. Πώς διαμορφώνεται το καλλιτεχνικό – θεατρικό τοπίο μετά από αυτά τα διαδοχικά «χτυπήματα»;

«Είναι πολλά τα χτυπήματα. Υπήρχαν τα προβλήματα και με τον κορονοϊό άρχισε να βγαίνει η όλη κατάσταση προς τα έξω. Θέλω να πώ, και παλιότερα δεν είχαμε συλλογικές συμβάσεις, κάνουμε πρόβες απλήρωτες, περιμένουμε να ανέβει μια παράσταση για να πληρωθούμε και – για να είμαστε ειλικρινείς – τα χρήματα είναι πολύ λίγα. Ήρθε ο κορονϊός κι οι παραστάσεις κατέβαιναν η μία μετά την άλλη. Ήρθε μετά και το Προεδρικό Διάταγμα να βάλει την ταφόπλακα στην όλη κατάσταση που βιώναμε. Ακόμα και το «Διάταγμα» – μονο και μονο η λέξη – μπορεί να καταλάβει κανείς πως ηχεί στην ήδη εξαθλιωμένη κατάσταση των χορευτών, ηθοποιών, μουσικών. Δεν υπάρχει καμία προοπτική με το Διάταγμα 85. Είναι ελπιδοφόρο ότι οι φοιτητές των δραματικών σχολων ξεκίνησαν αυτόν τον αγώνα γιατί ήταν τεράστια η προσπάθεια και η οργάνωση τους. Όμως, ακόμα και στη συζήτηση που έγινε, αντιμετωπιστήκαμε με κοροϊδία. Η πολιτεία είναι υποχρεωμένη να προστατεύει τις τέχνες. Η αντιμετώπιση όμως είναι τόσο αγοραία που τίθεται το ερώτημα αν η πολιτεία θέλει τους καλλιτέχνες τελικά».

Υπάρχει κάτι το οποίο σας αφήνει παγερά αδιάφορη;

«Η αγένεια. Παλιότερα με επηρέαζε πάρα πολύ, σε βαθμό που πολλές φορές μου προκαλούσε αγκύλωση και στενοχώρια. Μια κατάκτηση που σταδιακά παλεύω πολύ είναι να καταφέρω να με αφήνει παγερά αδιάφορη».

Ποια είναι τα επόμενά σας σχέδια; Θα επιστρέψετε στη μεγάλη οθόνη;

«Είμαστε σε προεργασία για την καινούρια ταινία του Άγγελου Φραντζή και έχω και ένα πολύ ενδιαφέρον σενάριο που είναι από το βιβλίο «Θολός Βυθός» του Γιάννη Ατζακά που θα γίνει ταινία σε σκηνοθεσία της Ελένης Αλεξανδράκη. Και με τη Σωτηρία συνεχίζουμε στη Θεσσαλονίκη και ανυπομονώ».