Για μεγάλο διάστημα οι σχέσεις ανάμεσα στην Τουρκία και τη Σαουδική Αραβία δεν ήταν οι καλύτερες. Αυτό δεν είχε να κάνει τόσο με την υπόθεση Κασόγκι – αυτή μάλλον συγκεφαλαίωσε ένα ρήγμα που ήδη υπήρχε – όσο με διαφορετικούς προσανατολισμούς σε κρίσιμα ζητήματα.

Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι ο Ερντογάν και το AKP εκπροσωπούν μια εκδοχή «πολιτικού Ισλάμ» που κυρίως αναφέρεται σε ένα ιστορικό πολιτικό ρεύμα, αυτό της Μουσουλμανικής Αδελφότητας. Αυτό έχει έγινε ιδιαίτερα έντονο στην περίοδο της Αραβικής Άνοιξης. Τότε, η Τουρκία, που στήριξε στην κυβέρνηση της Μουσουλμανικής Αδελφότητας στην Αίγυπτο και εξαρχής συνεργάστηκε με αντίστοιχες ισλαμικές ομάδες στο πλαίσιο του εμφυλίου πολέμου στη Συρία, είχε επενδύσει στο ότι η μεγάλα αναταραχή στις αραβικές κοινωνίες θα ενίσχυε τη θέση αυτού του πολιτικού ρεύματος και κατ’ επέκταση θα διευκόλυνε την διεύρυνση και της επιρροής της Τουρκίας στον ευρύτερο αραβικό κόσμο και τον μετασχηματισμό της σε περιφερειακή δύναμη. Παράλληλα, στον Περσικό Κόλπο της έδινε τη δυνατότητα για καλές σχέσεις με το Κατάρ, χώρα που κατά καιρούς στήριξε την τουρκική κυβέρνηση.

Αυτό εκ των πραγμάτων έφερνε την Τουρκία σε ευθεία αντιπαράθεση με τη Σαουδική Αραβία. Το Ριάντ κατεξοχήν έβλεπε τη Μουσουλμανική Αδελφότητα ως τον μεγάλο πολιτικό εχθρό στον ευρύτερο αραβικό κόσμο, ως τον μεγάλο αντίπαλο της ιδιαίτερα συντηρητικής εκδοχής σουνιτικού Ισλάμ που προβάλλει και υποστηρίζει συστηματικά.

Αυτό εξηγεί και γιατί Τουρκία και Σαουδική Αραβία βρέθηκαν να στηρίζουν αντίπαλες ουσιαστικά οργανώσεις στη Συρία αλλά και αντίπαλες παρατάξεις στον εμφύλιο πόλεμο στη Λιβύη.

Η σημασία της υπόθεσης Κασόγκι

Σε αυτό το φόντο είναι που πρέπει να γίνει κατανοητή και η υπόθεση Κασόγκι. Η δολοφονία του σαουδάραβα δημοσιογράφου από στελέχη των υπηρεσιών ασφαλείας της Σαουδικής Αραβίας σε τουρκικό έδαφος, έκανε τον Ερντογάν να αποδώσει την ευθύνη στη σαουδική κυβέρνηση και δη «στο ανώτατο επιπεδο», αν και είχε αποφύγει να κατηγορήσει τον ηγέτη της χώρας Βασιλιά Σαλμάν, παρότι εμμέσως είχε υποδείξει τον Πρίγκιπα διάδοχο Μοχάμεντ μπιν Ζαλμάν.

Άλλωστε, ήταν κυρίως οι διαρροές από τις Τουρκικές αρχές, συμπεριλαμβανομένων και των ανατριχιαστικών λεπτομερειών για το πώς κατακρεουργήθηκε το σώμα του Κασόγκι, που δημιούργησαν τόσο θόρυβο για την υπόθεση και προκάλεσαν σημαντικό πλήγμα στην εικόνα του Βασιλείου.

Όλα αυτά παρέπεμπαν σε μια τροχιά βαθιού ρήγματος ανάμεσα στην Άγκυρα και το Ριάντ, σε μια εποχή που ήταν διάχυτη η αίσθηση ότι η διεκδίκηση αυτόνομου ρόλου περιφερειακής δύναμης από την Τουρκία την οδηγούσε σε μια τροχιά απομάκρυνσης από τη Δύση.

Η στροφή της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής

Όμως, σε πείσμα όσων υποστήριξαν ότι η Τουρκία είχε επιλέξει μια αντιδυτική πορεία και μια «ευρασιανική οπτική», εδώ και κάποιο καιρό ο Ερντογάν έχει ξεκινήσει μια αναπροσαρμογή της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής.

Αφετηρία ήταν η εκλογή του Τζο Μπάιντεν στην προεδρία των ΗΠΑ. Η προοπτική ενός ενοίκου στον Λευκό Οίκο με τον οποίο ο Ερντογάν δεν θα απολαμβάνει τη σχέση που είχε π.χ. με τον Ντόναλντ Τραμπ, ενός ενοίκου που στο παρελθόν είχε μιλήσει μάλλον επικριτικά για τον Τούρκο πρόεδρο, πυροδότησε μια προσπάθεια «διόρθωσης» της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής σε μια πιο «φιλοδυτική» κατεύθυνση.

Αυτό, εκτός όλων των άλλων, αποτυπώθηκε και σε μια προσπάθεια αποκατάστασης καλών σχέσεων και με όσες χώρες της ευρύτερης περιοχής έχουν καλή σχέση με την ΗΠΑ.

Είχαμε έτσι την αναβάθμιση ξανά των σχέσεων με τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, την επαναπροσέγγιση με το Ισραήλ αλλά και τα βήματα που προσπαθεί να κάνει η Τουρκία για να αποκτήσει ξανά καλές σχέσεις και με την Αίγυπτο.

Η συγκυρία του πολέμου στην  Ουκρανία φαίνεται ότι επίσης έχει επιταχύνει αυτή την προσπάθεια, παρά την προσπάθεια της Τουρκίας να διατηρήσει ένα επίπεδο σχέσεων με τη Ρωσία.

Η σημασία της επαναπροσέγγισης με τη Σαουδική Αραβία

Όλα αυτά αποδίδουν τη μεγάλη συμβολική αξία που είχε η συνάντηση του Ερντογάν με τον Πρίγκιπα Διάδοχο Μοχάμεντ μπιν Σαλμάν στην Τζέντα, πριν τις προσευχές του Τούρκου προέδρου στη Μέκκα. Ουσιαστικά, η συνάντηση του Τούρκου προέδρου με τον ντε φάκτο ηγέτη του Βασιλείου, σηματοδοτεί την προσπάθεια για μια νέα και αναβαθμισμένη συνεργασία.

Άλλωστε, είχε προηγηθεί μια κρίσιμη εξέλιξη που ήταν ότι ένα δικαστήριο της Κωνσταντινούπολης σταμάτησε τη δίκη των 26 Σαουδαράβων που δικάζονταν ερήμην για τη δολοφονία Κασόγκι. Αυτό ήταν ένα πάγιο αίτημα της Σαουδικής Αραβίας που στο μεταξύ έχει καταδικάσει κάποιους από τους υπόπτους, απαλλάσσοντας όμως έναν υψηλόβαθμο βοηθό του Πρίγκιπα Μοχάμεντ και έναν πρώην ανώτερο αξιωματούχο των υπηρεσιών πληροφοριών, που και οι δυο τους ήταν κατηγορούμενοι για τη δολοφονία.

Μια άλλη σημαντική εξέλιξη είναι ότι η Σαουδική Αραβία έχει αρχίσει να χαλαρώνει το άτυπο εμπάργκο που είχε επιβάλει στις τουρκικές εξαγωγές, μετά την υπόθεση Κασόγκι και το οποίο αποτελούσε ένα πλήγμα στους Τούρκους εξαγωγείς.

Ο υπολογισμός του Ερντογάν σε σχέση με την επαναπροσέγγιση με τη Σαουδική Αραβία είναι διπλός. Από τη μια, θα βοηθήσει την Τουρκία να αποφύγει την απομόνωση και άρα θα συμβάλλει στην κατοχύρωσή της ως ενός αναγκαίου συνομιλητή σε μια ευρύτερη περιοχή.

Από την άλλη, η τουρκική κυβέρνηση ελπίζει ιδιαίτερα στις επενδύσεις από τη Σαουδική Αραβία, επενδύσεις που θα βοηθήσουν να αντισταθμίσει το διευρυνόμενο εμπορικό ισοζύγιο αλλά και τα άλλα προβλήματα που αντιμετωπίζει τη τουρκική οικονομία στη συγκυρία του πολέμου, της αύξησης της τιμής της ενέργειας και των υψηλών ρυθμών πληθωρισμού, προβλήματα που εκφράστηκαν και στη μεγάλη υποχώρηση της ισοτιμίας της λίρας. Με τις εκλογές να πλησιάζουν  ο Ερντογάν χρειάζεται κάθε βοήθεια για να δείξει ότι η οικονομία πάει καλύτερα.