Ανήλικα κορίτσια και αγόρια, αθώες και απροστάτευτες ψυχές, κακοποιούνται ακόμα και σεξουαλικά μέσα στο οικογενειακό τους περιβάλλον, ενώ στις περισσότερες περιπτώσεις η φρίκη που βιώνουν δεν βλέπει ποτέ το φως της δημοσιότητας. Μικρά παιδιά δολοφονούνται βάναυσα και οι σοροί τους μεταφέρονται από διαμέρισμα σε διαμέρισμα, σαν μακάβριες αποσκευές. Νεαροί οπαδοί ποδοσφαιρικών ομάδων δεν διστάζουν να δολοφονήσουν με τον πιο άγριο τρόπο οπαδούς της αντίπαλης ομάδας. Νεαρά κορίτσια πέφτουν θύματα ομαδικού βιασμού ύστερα από πάρτι σε ακριβά ξενοδοχεία και στη συνέχεια γίνονται βορά της λυσσαλέας έκθεσης στα κοινωνικά δίκτυα. Αγόρια και κορίτσια βλέπουν τις ιδιαίτερα προσωπικές τους στιγμές να εκτίθενται σε ιστοσελίδες πορνογραφικού περιεχομένου, με αποτέλεσμα τα ίδια ή συγγενείς τους να οδηγούνται σε αυτοκτονία. Ανήλικα κορίτσια εκδίδονται σεξουαλικά από άτομα του συγγενικού τους περιβάλλοντος. Γυναίκες κακοποιούνται και δολοφονούνται από συζύγους και συντρόφους, με τις Αρχές να φθάνουν πάντα καθυστερημένα και κατόπιν «εορτής», παρά τις καταγγελίες των ίδιων ή των γειτόνων τους για όσα υφίστανται, και μάλιστα με τέτοια συχνότητα ώστε οι ειδικοί να χαρακτηρίζουν το φαινόμενο ως επιδημία. Τον τελευταίο καιρό η ελληνική κοινωνία γίνεται μάρτυρας αδιανόητων και φρικτών εγκλημάτων που, αν σε άλλες εποχές αποτελούσαν την εξαίρεση, σήμερα έχουν γίνει σχεδόν μέρος της καθημερινότητας.

Η διάλυση του κοινωνικού ιστού

Οπως αναφέρει χαρακτηριστικά μιλώντας στο «Βήμα» ο δρ Φώτης Σπυρόπουλος, διδάκτορας Ποινικού Δικαίου και Εγκληματολογίας και αντιπρόεδρος του Κέντρου Μελέτης του Εγκλήματος, «τον τελευταίο καιρό το έγκλημα έχει γίνει πιο άγριο και αν σκεφτούμε ότι το έγκλημα είναι πολυπαραγοντικό φαινόμενο, ομοίως πολυπαραγοντικό φαινόμενο είναι και η αύξηση της αγριότητας. Ενας σημαντικός παράγοντας είναι σίγουρα η διάλυση του κοινωνικού ιστού, δηλαδή ότι δεν υπάρχουν πλέον τόσο έντονες κοινωνικές σχέσεις όσο στο παρελθόν. Σε αυτό έχουν βέβαια συντελέσει και οι ιδιαίτερες συνθήκες που έχουν φέρει στην κοινωνία οι πολιτικές αντιμετώπισης της πανδημίας, αλλά και η απομόνωση των ανθρώπων που έχουν φέρει η ηλεκτρονική εποχή και η αστικοποίηση. Ολα αυτά είναι παράγοντες που έχουν μειώσει κατά πολύ την ενσυναίσθηση, με αποτέλεσμα να αυξάνεται η βία που χρησιμοποιείται στο έγκλημα, να μην υπάρχουν τόσες αναστολές, να μην υπάρχει αυτή η ανάσχεση που υπήρχε παλιότερα».

«Ο κόσμος έχει αγριέψει»

«Είναι σημαντικό να επισημάνουμε την αυξημένη εγκληματικότητα που αποτυπώνεται και στα μέσα ενημέρωσης. Ανεξάρτητα με το αν είναι επίσημη στατιστική καταγραφή ή όχι, αυτό που καταγράφεται στην επικαιρότητα είναι τόσο η αριθμητική αύξηση στα κρούσματα επιθετικότητας και εγκληματικότητας όσο και η αύξηση της αγριότητας των εγκλημάτων. Λαϊκά θα μπορούσαμε να πούμε ότι ο κόσμος έχει αγριέψει. Υπάρχει διάχυτο ένα αίσθημα απειλής, ο κόσμος νιώθει απειλημένος, φοβισμένος και ξεσπά με ιδιαίτερα επιθετικό τρόπο. Σαφώς η πίεση που νιώθει ο κόσμος όλο αυτό το τελευταίο διάστημα έχει επίπτωση στον τρόπο που αντιδρά και αυτό φαίνεται και από την αγριότητα των εγκλημάτων που καταγράφεται στην επικαιρότητα» σημειώνει ο ψυχολόγος Γιώργος Σπανός.

Οι συνθήκες που επιβάλλει η πανδημία

Οι ειδικοί τονίζουν ιδιαίτερα τις αλλαγές που έχουν επιφέρει στα κοινωνικά δρώμενα οι ιδιαίτερες συνθήκες που έχει επιβάλει η πανδημία. Ο κόσμος, όχι μόνο στη χώρα μας αλλά και σε παγκόσμιο επίπεδο, ζει κάτω από το καθεστώς του ζόφου και του τρόμου που έχουν δημιουργήσει ο κορωνοϊός και οι ατέλειωτες απώλειες σε ανθρώπινες ζωές. Οι άνθρωποι χάνουν αγαπημένα τους πρόσωπα, οι κοινωνικές επαφές έχουν περιοριστεί στο ελάχιστο, ο βομβαρδισμός με τα στατιστικά στοιχεία των κρουσμάτων και των θανάτων έχουν οδηγήσει πολλούς στα όρια της ψυχικής αντοχής. Ταυτόχρονα έχουν σχεδόν εξαφανιστεί οι δικλίδες ασφαλείας, όπως το γλέντι, η διασκέδαση, η κοινωνική συναναστροφή, ακόμα και οι μαζικές αθλητικές εκδηλώσεις, που σε άλλες εποχές θα πρόσφεραν ίσως μια διαφορετική εκτόνωση απέναντι στις αβάστακτες πιέσεις. Αν σε αυτά προσθέσουμε και την κατακόρυφη αύξηση του κόστους διαβίωσης που έχει οδηγήσει πολλές οικογένειες στα όρια της φτώχειας, αντιλαμβάνεται κανείς ότι έχουμε να κάνουμε με ένα εκρηκτικό κοκτέιλ που, δυστυχώς, σε πολλές περιπτώσεις οδηγεί σε καταστάσεις που συγκλονίζουν την κοινή γνώμη.

 

Ψυχικά νοσήματα και ψυχοφάρμακα

Ο κ. Σπανός τονίζει ότι υπάρχουν ενδείξεις από την ανάλυση των λυμάτων αύξησης της κατανάλωσης των ψυχοτρόπων ουσιών, που είναι ενδεικτική της ανάλογης αύξησης των ψυχικών νοσημάτων. «Από τη δική μου προσωπική επαγγελματική εμπειρία μπορώ να σας πω ότι έχει αυξηθεί σημαντικά η ροή των ανθρώπων που απευθύνονται σε επαγγελματίες της ψυχικής υγείας. Τις περιόδους που περνάμε κάποιες κρίσεις και ο κόσμος είναι ανήσυχος ενεργοποιούνται κάποια αμυντικά αντανακλαστικά. Μεταξύ αυτών, μια από τις πρώτες επιλογές ανέκαθεν ήταν ο ψυχολόγος και τα ψυχοφάρμακα» επισημαίνει και συμπληρώνει ότι «το ηλικιακό φάσμα δεν έχει μεταβληθεί, όπως επίσης δεν έχει μεταβληθεί και το μείγμα στα φύλα, με τις γυναίκες να υπερτερούν. Αυτό δεν σημαίνει ότι οι γυναίκες είναι πιο ευάλωτες, απλά οι γυναίκες είναι πιο δεκτικές στην ιδέα να αναζητήσουν βοήθεια από έναν ψυχολόγο, να πάνε σε έναν ειδικό και να μιλήσουν για τις δυσκολίες τους, ενώ οι άνδρες είναι πιο συντηρητικοί» λέει.

Εκρηκτική αύξηση στις δολοφονίες γυναικών

«Σίγουρα οι γυναικοκτονίες είναι το είδος του εγκλήματος που τον τελευταίο καιρό παρουσιάζει μεγάλη αύξηση. Και εδώ να πούμε ότι η γυναικοκτονία δεν είναι νομικός όρος, καθώς από τον Ποινικό Κώδικα αντιμετωπίζεται σαν ανθρωποκτονία που τιμωρείται με ισόβια κάθειρξη, σύμφωνα και με την αλλαγή του Ποινικού Κώδικα», λέει ο κ. Φώτης Σπυρόπουλος αναφερόμενος στην εκρηκτική αύξηση που παρουσιάζουν τον τελευταίο καιρό οι δολοφονίες γυναικών από συντρόφους και συζύγους. Αξίζει να σημειωθεί ότι οι κακοποιήσεις των γυναικών μέσα στην οικογένεια είναι πολύ περισσότερες από αυτές που γίνονται τελικά γνωστές, καθώς ό,τι συμβαίνει μέσα στην οικογένεια είναι δύσκολο να διαπεράσει το τείχος της σιωπής και να δημοσιοποιηθεί, με αποτέλεσμα να γίνονται γνωστά μόνο τα πιο σκληρά περιστατικά, όταν δηλαδή οι γυναίκες χάνουν τελικά τη ζωή τους και αναλαμβάνουν οι αστυνομικές αρχές.
Το φαινόμενο έχει πάρει παγκόσμιες διαστάσεις, με την Εβελιν Ρένερ, πρόεδρο της Επιτροπής του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου για τα Δικαιώματα των Γυναικών, να κρούει των κώδωνα του κινδύνου καλώντας τα κράτη-μέλη της ΕΕ να στηρίξουν τα θύματα ενδοοικογενειακής βίας όσο διαρκεί η πανδημία. Χαρακτηριστικό είναι το γεγονός ότι στη διάρκεια των λοκντάουν τα περιστατικά αυτής της βίας έχουν αυξηθεί κατά 35%, με τις γυναίκες να έχουν εγκλωβιστεί στο σπίτι και να βρίσκονται εκτεθειμένες στους θύτες τους για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα, ενώ οι ευκαιρίες να απευθυνθούν σε ειδικές δομές βοήθειας μειώνονται δραστικά καθώς οι δράστες βρίσκονται συνεχώς δίπλα τους. Οπως χαρακτηριστικά τόνισε η κυρία Ρένερ, «όλοι αντιμετωπίζουμε σημαντικές ψυχολογικές προκλήσεις κατά τη διάρκεια της απομόνωσης ή της καραντίνας, αλλά οι αντοχές των γυναικών, και μερικές φορές των παιδιών, που βρίσκονται σε μη ασφαλή σπίτια αντιμετωπίζουν εξουθενωτικές δοκιμασίες».