Στη δεκαετή κρίση η πυκνότητα των γεγονότων και του πολιτικού χρόνου οδήγησε συχνά στην κυριαρχία του άμεσου και του επίκαιρου, απομακρύνοντας την προσοχή από τις μεγάλες αλλαγές στις κοινωνικές τάσεις και παραδοχές.

Η έρευνα που παρουσιάζεται σήμερα επιχειρεί να αναδείξει αυτές τις σημαντικές μεταβολές θέτοντας τα ίδια ερωτήματα που είχαν τεθεί στην κοινή γνώμη από την Κάπα Research δύο δεκαετίες πριν, το 2001.

Η σύγκριση των ευρημάτων είναι δηλωτική των δομικών αλλαγών στον τρόπο με τον οποίο οι Ελληνες αντιλαμβάνονται τον εαυτό τους και το μοντέλο διακυβέρνησης της χώρας. Το «πνεύμα» της Μεταπολίτευσης πνέει τα λοίσθια, με τους βασικούς πυλώνες του οικοδομήματος να τελούν υπό κατάρρευση.

Απώλειες

Το 2001 η Ελλάδα γινόταν αντιληπτή – τόσο από την πλειονότητα των πολιτών της όσο και από τους γειτονικούς λαούς – ως μια μικρή υπερδύναμη στη Νοτιοανατολική Ευρώπη. Η οικονομική κρίση του 2010 έφερε την απαξίωση της χώρας στο εξωτερικό και την απομάγευση της «ένδοξης» ελληνικής ταυτότητας στο εσωτερικό. Η εθνική μας αυτοπεποίθηση δέχθηκε πλήγμα: «Οι Ελληνες είναι ένας λαός μέτριος που δεν έχει κρατήσει σχεδόν τίποτε από τον πολιτισμό του παρελθόντος» εκτιμά το 50% των ερωτωμένων σήμερα (από 9% το 2001), «η σύγχρονη Ελλάδα δεν έχει κάτι σημαντικό να δώσει στην Ευρώπη, κάτι που η Δύση δεν το έχει» δηλώνει το 49% (από 11% το 2001). Σήμερα, το αίσθημα εθνικής υπερηφάνειας παραμένει ζωντανό (78%), αλλά αισθητά ασθενέστερο (95% το 2001).

Την ίδια περίοδο, όπως αποκαλύπτει σειρά ερευνών, μια μεγάλη κρίση εμπιστοσύνης στους θεσμούς της Πολιτείας εξελίσσεται παράλληλα με την οικονομική. Ωστόσο, το κρίσιμο στοιχείο είναι πως οι θεσμοί που καταγράφουν τη μεγαλύτερη πτώση εμπιστοσύνης και επιρροής είναι εκείνοι στους οποίους στηρίχθηκε εν πολλοίς η Μεταπολίτευση: η Εκκλησία (-46%), ο συνδικαλισμός (-32%), τα ΜΜΕ (-31%), οι βουλευτές (-25%) και οι δήμαρχοι (-18%). Η τάση επηρεάζει τις εσωτερικές δυναμικές στο πολιτικό σύστημα υπέρ της συγκέντρωσης εξουσίας.

Στο οικονομικό επίπεδο, η βιομηχανία – παραδοσιακή μορφή παραγωγής πλούτου και ακρογωνιαίος λίθος της πάλης των τάξεων – υποχώρησε κατά 14% στο ερώτημα «πού να δώσει η χώρα περισσότερο βάρος;». Τέλος, ως οι χαμένες κοινωνικές ομάδες της εικοσαετίας εκλαμβάνονται οι νέοι και οι μικρομεσαίοι, ομάδες με εξέχοντα ρόλο στη Μεταπολίτευση, ιδίως στο πεδίο της κοινωνικής κινητικότητας και της διαμόρφωσης κοινωνικών προτύπων και οραματισμών.

Κέρδη

Στον αντίποδα, ξεπερνώντας τις αναταράξεις στις σχέσεις της με την ΕΕ, η ελληνική κοινωνία δείχνει να κατασταλάζει υπέρ της εμβάθυνσης της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης (54% σήμερα από 41% το 2001), κόντρα στη διαδεδομένη εθνοκεντρική τάση άλλων κρατών-μελών. Η Ευρώπη για την Ελλάδα παραμένει σταθερή αναφορά και αξία, ενώ η συνύπαρξη κρίνεται επωφελής και για τα δύο μέρη. Το σταθερό νόμισμα, το Ταμείο Ανάκαμψης και η δωρεάν διάθεση εμβολίων κατά του κορωνοϊού ενισχύουν αυτές τις πεποιθήσεις. Εθνική αναδίπλωση εντοπίζεται στη διατήρηση σε υψηλά επίπεδα των αμυντικών δαπανών (+6% από το 2001) εξαιτίας της τουρκικής απειλής και της αστάθειας στις διεθνείς ισορροπίες.

Ωστόσο, η σημαντικότερη θετική μεταβολή θα πρέπει να θεωρηθεί η γενικότερη στροφή στις νέες τεχνολογίες (+24% από το 2001), ως ο βασικός πυλώνας της ελληνικής οικονομίας τα επόμενα χρόνια. Εκεί, άλλωστε, εντοπίζει η κοινή γνώμη την πιο αξιόλογη εξέλιξη στη χώρα την τελευταία εικοσαετία, στην ψηφιακή αναβάθμιση του κράτους.

Σύγκρουση για μια νέα Ελλάδα

Η χώρα φαίνεται να βρίσκεται σε αναζήτηση μιας νέας πολιτικής ταυτότητας που ξεπερνά την παράδοση, τη Μεταπολίτευση και τον μοντερνισμό της δεκαετίας του ’90, στοιχεία με τα οποία πορεύτηκε έως την κρίση του 2010. Η παράταση της πανδημίας, η αβεβαιότητα για το μέλλον και η διάψευση των εύκολων λύσεων εντείνουν το αίτημα για σταθερότητα. Για πρώτη φορά, οι πολίτες κάνουν ένα βήμα πίσω και αναγνωρίζουν συν-ευθύνη για τα μεγάλα προβλήματα της χώρας. Αλλά, απογοητευμένοι από την πολιτική τους εκπροσώπηση, εναποθέτουν την ελπίδα βελτίωσης της ζωής τους στον εαυτό τους.

Το ζητούμενο της σταθερότητας, λοιπόν, συνοδεύεται από το αίτημα της κοινωνικής δικαιοσύνης: «Να οικοδομήσουμε μια χώρα σύγχρονη και σταθερή, χωρίς μεγάλες ανισότητες». Κάτι που κατανοείται μόνο ως προϊόν ρήξεων και συγκρούσεων για τις μεγάλες αλλαγές που απαιτούνται (63% – με αύξηση 17 μονάδων από το 2001). Η επιθετικότητα αυτή παρατηρείται και σε όσους προκρίνουν την κοινωνική δικαιοσύνη αλλά και στους υποστηρικτές του βίαιου εκσυγχρονισμού.

Ο κ. Αλέξης Ρουτζούνης είναι διευθυντής Ερευνών της Κάπα Research.