Μια πολυπαραγοντική εξίσωση καλείται να λύσει η Ευρωπαϊκή Ενωση τα επόμενα χρόνια. Από τη μια πλευρά πρέπει να πετύχει τους περιβαλλοντικούς στόχους που έχει θέσει – με πρώτο και σπουδαίο χρονικό σταθμό το 2030. Από την άλλη, να συνδυάσει τις δράσεις αυτές με τις δημοσιονομικές προσαρμογές που οφείλει, βάσει των ευρωπαϊκών συνθηκών, να επιτελέσει έπειτα από τις «εκτροπές» που αναγκάστηκε για λόγους ανωτέρας βίας να ανεχθεί (παγκόσμια υγειονομική κρίση).
Οι ειδικοί του Ινστιτούτου Bruegel έβαλαν στα μικροσκόπια τα οικονομικά στοιχεία και τους διακηρυγμένους στόχους και διαπίστωσαν ότι δίχως αναπροσαρμογές των δεδομένων (πιθανότατα και των θεμελιωδών αρχών και κανόνων) η εξίσωση δεν λύνεται. Διότι η μεγάλη σπαζοκεφαλιά έχει να κάνει με τις δημόσιες επενδύσεις που απαιτούνται για την επίτευξη των περιβαλλοντικών στόχων και οι οποίες, αν τελικά αποφασιστούν, θα ρίξουν έξω τις προσπάθειες των εθνικών κυβερνήσεων των «27» να εξωραΐσουν τα δημόσια οικονομικά τους μετά το τέλος της πανδημίας.
Οι εμπλοκές στην εφοδιαστική αλυσίδα
Οι κλιματικοί στόχοι της ΕΕ για να επιτευχθούν προϋποθέτουν αύξηση των δημοσίων επενδύσεων κατά 0,5% έως 1% του ΑΕΠ ετησίως έως το τέλος της δεκαετίας. Η Ευρώπη, όμως, στην παρούσα συγκυρία «προσπαθεί να ανακάμψει από τη βαθύτερη ύφεση στην οποία έχει βυθιστεί μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, εν μέσω πλήθους αβεβαιοτήτων που αφορούν τόσο την περαιτέρω πορεία της πανδημίας με τις μεταλλάξεις του ιού όσο και άλλες κρίσιμες για την παγκόσμια ανάπτυξη εξελίξεις, όπως είναι οι εμπλοκές στην παγκόσμια εφοδιαστική αλυσίδα» σημειώνει χαρακτηριστικά σε πολυσέλιδη έκθεσή του το Bruegel.
Ο «χρυσός κανόνας» και η κλιματική αλλαγή
Πρέπει να αυξηθούν σημαντικά οι επενδύσεις για την πράσινη μετάβαση, κατά την εδρεύουσα στις Βρυξέλλες δεξαμενή σκέψης. Και οι προσομοιώσεις των αναλυτικών μοντέλων του Ινστιτούτου δείχνουν ότι η δημοσιονομική προσαρμογή είναι δυνατόν να επιτευχθεί με έναν πιο αργό ρυθμό, με γνώμονα πάντα τους κανόνες της ΕΕ. Μόνη αλλά απαραίτητη προϋπόθεση γι’ αυτό είναι οι κανόνες αυτοί να ερμηνευθούν με έναν «ευέλικτο» τρόπο.
Η υιοθέτηση ενός «χρυσού πράσινου κανόνα», που θα εξαιρεί τις επενδύσεις για την κλιματική αλλαγή από τους οικονομικούς δείκτες που χρησιμοποιούνται για την αποτύπωση και αξιολόγηση της πορείας προσαρμογής των δημοσιονομικών των εθνικών κυβερνήσεων, προβάλλει κατά τους ειδικούς του Bruegel ως η προσφορότερη επιλογή για την Ευρώπη.
Ο «χρυσός πράσινος κανόνας» μπορεί να μετεξελιχθεί και να λάβει συν τω χρόνω τη μορφή ενός Πράσινου Δημοσιονομικού Συμφώνου.
Κάτι τέτοιο θα συμβεί εφόσον συνδυαστεί αφενός με τη θεσμοθέτηση κινήτρων (φορολογικών και άλλων) προς τον ιδιωτικό τομέα, προκειμένου να συμμετάσχει κι αυτός ουσιαστικά στον κοινό αγώνα για τη διάσωση του πλανήτη, και αφετέρου με την κεντρικά σχεδιασμένη, θεσμική μέριμνα εκ μέρους της ΕΕ ώστε η σύνθετη αυτή προσπάθεια (αύξηση των πράσινων επενδύσεων με ταυτόχρονη δημοσιονομική εξυγίανση) να μη «γονατίσει» οικονομικά τις πιο ευάλωτες οικονομικά και αδύναμες δημοσιονομικά χώρες-μέλη – το Ινστιτούτο, ίσως για να μην προκαλέσει, αποφεύγει τον όρο «αλληλεγγύη».
Μαθήματα από την κρίση
Επειτα από μια βουτιά 6% που έκανε το ΑΕΠ της Ευρωπαϊκής Ενωσης το 2020, την εφετινή χρονιά ο ρυθμός ανάπτυξης αναμένεται να φτάσει στο 4,8%, ενώ η οικονομία των «27» προβλέπεται να αναπτυχθεί κατά επιπλέον 4,5% το 2022. Ασφαλώς οι αβεβαιότητες που απειλούν με διάψευση τις προβλέψεις αυτές είναι πολλές. Αλλά δεν χωρεί αμφιβολία ότι πρόκειται για μια αισιόδοξη προοπτική της ευρωπαϊκής οικονομίας μετά την πανδημική ύφεση.
Από την άλλη πλευρά, τα μέτρα στήριξης των ευρωπαϊκών νοικοκυριών και επιχειρήσεων που έλαβαν οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις εκτροχίασαν τα δημοσιονομικά μεγέθη. Το μέσο δημοσιονομικό έλλειμμα των κρατών-μελών της ΕΕ εκτινάχθηκε από το 0,5% του ΑΕΠ που ήταν το 2019 στο 7,5% το 2021. Το δημόσιο χρέος των κυβερνήσεων εκτινάχθηκε κατά μέσο όρο την τελευταία διετία από το 79% στο 94%. Επίσης τα δάνεια με εγγύηση του Δημοσίου στην ΕΕ εκτινάχθηκαν το 2020 στο 10% του ΑΕΠ ορισμένων χωρών από 5% που ήταν το 2019, αναφέρει το Bruegel.
Είναι προφανές ότι όσο η ευρωοικονομία ανακάμπτει τόσο θα πληθαίνουν οι φωνές των οπαδών της δημοσιονομικής ευταξίας στο εσωτερικό της ΕΕ για δημοσιονομική προσαρμογή. Αλλά, όπως σημειώνει το Ινστιτούτο, η Ευρώπη δεν πρέπει να επαναλάβει το ίδιο λάθος που έκανε κατά την προηγούμενη κρίση στις αρχές της δεκαετίας του 2010.
Τότε η προσαρμογή ήταν πολύ απότομη (0,8% του ευρωπαϊκού ΑΕΠ το 2011, 1,5% του ΑΕΠ το 2012 και 0,8% το 2013). Το αποτέλεσμα ήταν να «πνιγεί» η ανάπτυξη και ενώ η ευρωοικονομία ανέκαμπτε από την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση του 2008 και ξεσπούσε η κρίση του ευρώ, να βυθιστεί και πάλι το 2012 στην ύφεση.
Πρέπει να επενδυθεί το 2% του ευρωπαϊκού ΑΕΠ
Οι δημόσιες επενδύσεις μειώθηκαν κατά περίπου 0,8% από το 2009 έως το 2013 στο σύνολο της ΕΕ, ενώ σε ορισμένες χώρες η λιτότητα που επιβλήθηκε ήταν ακραία. Το Bruegel χαρακτηρίζει «δραματικές» τις μειώσεις σχεδόν κατά το ήμισυ των δημοσίων επενδύσεων στην Ελλάδα, στην Ιρλανδία, στην Πορτογαλία, στην Ιταλία και στην Ισπανία, την ώρα που οι χώρες αυτές «αντιμετώπιζαν ισχυρές πιέσεις από τις αγορές».
Σε γενικές γραμμές, «οι επενδύσεις ήταν το μεγάλο θύμα των προγραμμάτων δημοσιονομικής προσαρμογής» σημειώνουν οι αναλυτές του Ινστιτούτου. Και προσθέτουν ότι δραστικές περικοπές έγιναν και σε άλλες δαπάνες που επίσης θα δημιουργούσαν ανάπτυξη στο μέλλον.
«Ανάλογα σφάλματα πολιτικής θα πρέπει να αποφευχθούν αυτή τη φορά» σημειώνει το Bruegel. Και εξηγεί ότι για να επιτευχθεί ο μακροπρόθεσμος στόχος της ΕΕ για μηδενικές εκπομπές ρύπων που προκαλούν το φαινόμενο του θερμοκηπίου έως το έτος 2050, απαιτούνται επενδύσεις στην καθαρή ενέργεια και στις μεταφορές της τάξης του 2% του ευρωπαϊκού ΑΕΠ ετησίως. Το ποσοστό αυτό μεταφράζεται σε εκτιμούμενη μέση ετήσια αύξηση των δημοσίων επενδύσεων (και επιβάρυνση των κρατικών προϋπολογισμών και των δημοσιονομικών μεγεθών) της τάξης των 360 δισ. ευρώ.
Οσο για την επίτευξη του μεσοπρόθεσμου στόχου για μείωση έως το 2030 κατά 55% των εκπομπών αερίων συγκριτικά με το έτος 1990, απαιτείται αύξηση των ετήσιων επενδύσεων κατά 683 δισ. ευρώ τη δεκαετία που διανύουμε συγκριτικά με την προηγούμενη, ώστε να φτάσουν κατά μέσο στα 1,04 τρισ. ευρώ ετησίως (σε τιμές του 2015). Εξυπακούεται ότι αν ο πληθωρισμός που έτρεχε με 4,9% τον Νοέμβριο στην ευρωζώνη δεν αποκλιμακωθεί σύντομα, οι ονομαστικές επενδύσεις θα πρέπει να είναι αισθητά υψηλότερες. «Τελικά είναι ζήτημα πολιτικής επιλογής για να βρεθεί η χρυσή τομή μεταξύ των αναγκών για πράσινες επενδύσεις και των δημοσιονομικών περιορισμών» αποφαίνεται το Ινστιτούτο.