To πρωί της 26ης Απριλίου του 1978, η αστυνομία χτύπησε την πόρτα του 18χρονου Αφροαμερικανού Κέβιν Στρίκλαντ, σε μία εργατική γειτονιά, στο Κάνσας Σίτι, προκειμένου να του κάνει μερικές ερωτήσεις για ένα τριπλό έγκλημα που είχε διαπραχθεί εκεί κοντά την προηγούμενη νύχτα: η 22χρονη Σέρι Μπλακ, ο 21χρονος Λάρι Ινγκραμ και ο 20χρονος Τζον Γουόκερ είχαν δολοφονηθεί μέσα σε ένα σπίτι. Ο Στρίκλαντ είχε ακούσει για αυτό στις ειδήσεις, δεν γνώριζε όμως τίποτα περισσότερο. Ετοιμαζόταν να φροντίσει για πρώτη φορά μόνος την ηλικίας έξι εβδομάδων κόρη του, όσο να πάει η μητέρα του μωρού, τότε σύντροφός του, στον γιατρό. Η νεαρή γυναίκα έφευγε όταν έφτασαν οι αστυνομικοί. Ο Στρίκλαντ δεν φρόντισε ποτέ την κόρη τους. Καταδικάστηκε σε ισόβια, σε μία από τις μελανότερες υποθέσεις δικαστικής πλάνης των ΗΠΑ. Αφέθηκε ελεύθερος, απαλλαγμένος από τις κατηγορίες, στις 23 Νοεμβρίου, αφού πρώτα πέρασε 43 χρόνια στη φυλακή. Είναι 62 χρόνων, σε αναπηρικό καροτσάκι, και όπως δήλωσε πριν από λίγες ημέρες στην απεσταλμένη της ισπανικής εφημερίδας El Pais, «ξέρω ότι είμαι ξύπνιος αλλά δεν μπορώ να πάψω να σκέφτομαι ότι κάποιος θα με ταρακουνήσει και θα μου πει ότι όχι, ότι ονειρεύομαι, ότι με κορόιδεψαν, και βρίσκομαι ακόμα στη φυλακή».

Ο Κέβιν Στρίκλαντ ήταν ήδη εννέα ημέρες ελεύθερος, εξακολουθούσε όμως να αποκαλεί το δωμάτιό του «κελί» και το κρεβάτι του «ράντζο», εξακολουθούσε να κοιμάται χωρίς να κοιμάται τα βράδια, όπως κάνει κανείς σε μέρη όπου κινδυνεύει ανά πάσα στιγμή να τον σκοτώσουν, και να μένει ακίνητος το πρωί, περιμένοντας να ακούσει το κουδούνι που επιτρέπει στους κρατουμένους να πάνε για πρωινό. Δεν αναγνωρίζει την πόλη του Μιζούρι όπου γεννήθηκε και θάφτηκε ζωντανός: οι γονείς του έχουν πεθάνει, με τα αδέλφια του έχει αποξενωθεί, η πάλαι ποτέ σύντροφός του παντρεύτηκε κάποιον άλλο και ο ίδιος έχει δει την κόρη του μόλις πέντε φορές αυτά τα 43 χρόνια. Μιλάει κοιτώντας συνεχώς γύρω του και ζητάει πολλές φορές συγγνώμη. «Δεν ξέρω πώς να μιλάω σε φυσιολογικούς ανθρώπους, μεγάλωσα ανάμεσα σε ζώα» απολογείται.

Καμία υλική απόδειξη δεν συνέδεε τον Κέβιν Στρίκλαντ με το έγκλημα. Δύο άλλοι Αφροαμερικανοί που ομολόγησαν την ενοχή τους ορκίστηκαν πως δεν είχε καμία σχέση. Συγγενείς του επιβεβαίωσαν το άλλοθί του για εκείνη τη νύχτα. Ο 19χρονος καταδικάστηκε το 1979, από ένα σώμα αποκλειστικά λευκών ενόρκων, με βάση τη μαρτυρία της Σίνθια Ντάγκλας, του μόνου ανθρώπου που είχε επιζήσει της σφαγής – η οποία όμως μόλις έναν χρόνο μετά τη δίκη αναίρεσε την κατάθεσή της, λέγοντας πως είχε πιεστεί από τους αστυνομικούς να αναγνωρίσει τον Στρίκλαντ ανάμεσα σε μια σειρά υπόπτων. Ο ίδιος ανέκαθεν διακήρυττε την αθωότητά του. Επρεπε όμως να φτάσει το 2009, και να γράψει η Ντάγκλας μια επιστολή στο The Innocence Project, την πλατφόρμα δικηγόρων που παλεύει για την απαλλαγή αθώων, προκειμένου να κινηθούν, πολύ αργά και πάλι, οι διαδικασίες και να δικαιωθεί 11 χρόνια αργότερα ο Στρίκλαντ.

Ο ίδιος λέει πως δεν έχει ενέργεια για μίσος, ούτε για θυμό, πως θέλει μόνο να ζήσει όσα χρόνια του απομένουν. Ενα πρόβλημα στη σπονδυλική του στήλη δεν του επιτρέπει να στέκεται όρθιος για περισσότερα από 3-4 λεπτά. Λέει πως θα ήθελε να ταξιδέψει, αλλά μετά αναθεωρεί, θα ήθελε ένα σπίτι έξω από την πόλη, σκύλους για παρέα, να κοιμάται χωρίς φόβο. Αποζημίωση δεν δικαιούται: η νομοθεσία του Μιζούρι την προβλέπει μόνο για όσους αθωώνονται βάσει εξέτασης DNA. Στην αμερικανική πραγματικότητα, ωστόσο, που συνδυάζει τη σκληρότητα του συστήματος με μία κοινωνία των πολιτών ικανή για τα καλύτερα, μέσα σε μία μόλις εβδομάδα ο Κέβιν Στρίκλαντ συγκέντρωσε δωρεές κάπου 1,6 εκατ. δολαρίων.