Η καλύτερη εποχή για να επισκεφθείς το Ασάμ είναι μάλλον ο χειμώνας, η περίοδος μεταξύ Οκτωβρίου και Μαρτίου. Τότε που η θερμοκρασία κυμαίνεται μεταξύ 8 και 20 βαθμών Κελσίου και που το κλίμα είναι ήπιο, χωρίς πολλές βροχές, χωρίς μουσώνες, χωρίς ακραία φαινόμενα, γεγονός που σου επιτρέπει να πάρεις μέρος στις πεζοπορικές εκδρομές οι οποίες οργανώνονται στα εθνικά πάρκα. Αν και – ίσως να ξεκινήσαμε βιαστικά – για να περιλάβεις το άγνωστο στους πολλούς Ασάμ στο πρόγραμμα των μελλοντικών ταξιδιών σου, πρέπει πρώτα να γνωρίζεις πού βρίσκεται. Και τι προσφέρει στον επισκέπτη του. Στην Ινδία θα βρεθούμε λοιπόν σήμερα. Για την ακρίβεια, στο βορειανατολικό άκρο της τεράστιας, πολύχρωμης και πολύβουης αυτής χώρας. Και θα απολαύσουμε τις καλύτερες ποιότητες τσαγιού, θα τυλιχτούμε με μεταξωτά υφάσματα βαμμένα σε απίστευτες αποχρώσεις και, αν είμαστε τυχεροί, θα δούμε (από μακριά, για λόγους ασφαλείας) τον μονόκερο ρινόκερο, θηλαστικό υπό εξαφάνιση που ζει στην περιοχή. Δεν θα είναι το πιο άνετο ταξίδι μας, θα είναι όμως ένα ταξίδι πολύ διαφορετικό από όσα έχουμε κάνει πιθανώς μέχρι σήμερα. Εξάλλου, κάθε επίσκεψη στην Ινδία, όπου κι αν πάμε, από τα πιο τουριστικά έως τα πιο απομονωμένα μέρη της, συνεπάγεται την αποκάλυψη ενός κόσμου εκπλήξεων, όχι πάντα ευχάριστων, αλλά εντυπωσιακών και δυνατών. Και εμπειριών από εκείνες που μπορεί να λειτουργήσουν καταλυτικά, αλλάζοντας πιθανώς ακόμα και την κοσμοθεωρία του ταξιδευτή.

Η γη των… μονόκερων

Το Ασάμ των 78.438 τετραγωνικών χιλιομέτρων είναι μία από τις 28 Ομοσπονδιακές Πολιτείες της Ινδίας. Εχει, σύμφωνα με την απογραφή του 2011, περί τους 31.000.000 κατοίκους. Περιοχή καταπράσινη και γεμάτη φυτείες τσαγιού, μπορεί να χωριστεί σε τέσσερα τμήματα ώστε να την εξερευνήσουμε με περισσότερη λεπτομέρεια. Το Κάτω ή Δυτικό Ασάμ, το Βόρειο Ασάμ, το Κεντρικό Ασάμ και το Νότιο Ασάμ ή Κοιλάδα του ποταμού Μπάρακ, μοιάζουν μεταξύ τους αλλά και διαφέρουν τόσο ώστε καθένα να έχει τη δική του ιδιαίτερη γοητεία. Στο Κάτω-Δυτικό Ασάμ, χτισμένο στις όχθες του ποταμού Βραχμαπούτρα, βρίσκεται το Γκαουχάτι των περίπου 960.000 κατοίκων, το οποίο είναι και η μεγαλύτερη πόλη του Ασάμ. Μέρος του Γκαουχάτι είναι το Ντισπούρ, μία πόλη μέσα στην πόλη, που το 1973 έγινε η πρωτεύουσα του Ασάμ. Τις… δύο σε μία αυτές πόλεις τις αποκαλούν και «Πόλη των Ναών», λόγω των δεκάδων ιστορικών τόπων λατρείας που βρίσκονται σε διάφορα σημεία τους. Οι Kamakhya, Bhuvaneswari, Basistha και Umananda είναι μερικοί από τους σημαντικότερους ναούς όπου οι ντόπιοι σπεύδουν για να ανάψουν θυμιάματα με βαριά μυρωδιά, να κάνουν προσφορές και να προσευχηθούν στους θεούς τους. Περίπου διακόσια χιλιόμετρα από την πόλη βρίσκεται το σημαντικότερο πάρκο άγριας ζωής του Ασάμ και ένα από τα σημαντικότερα της Ινδίας. Πρόκειται για το Kaziranga National Park, στο οποίο βρίσκεται και o μεγαλύτερος στον κόσμο πληθυσμός του σπάνιου μονόκερου ρινόκερου. Το πάρκο, που από το 1985 είναι προστατευόμενο μνημείο παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομιάς της UNESCO, έχει αποκτήσει διεθνή φήμη και για τον πληθυσμό των τίγρεών του. Εκατόν σαράντα χιλιόμετρα βορείως του Γκαουχάτι βρίσκεται και το Manas National Park, το οποίο είναι διάσημο για τους νεροβούβαλους που ζουν στις εκτάσεις του. Αυτά και ακόμα περισσότερα άγρια ζώα ο επισκέπτης μπορεί να δει με οργανωμένες, για την ασφάλειά του, εννοείται, επισκέψεις. Για εκείνους τώρα που δεν θα μπορέσουν να εκδράμουν σε κάποιο από τα πάρκα της περιοχής (γιατί υπάρχουν και άλλα), μια επίσκεψη στον Assam State Zoo που βρίσκεται στο Γκουαχάτι δεν θα τους απογοητεύσει. Πρόκειται για τον μεγαλύτερο ζωολογικό κήπο του Ασάμ. Λειτουργεί από το 1958 και φιλοξενεί εκατοντάδες σπανιότατα αλλά και λιγότερο σπάνια ζώα. Η Μπονγκάιγκαον είναι η δεύτερη μεγαλύτερη πόλη του Κάτω-Δυτικού Ασάμ. Κοντά της βρίσκονται μία σειρά από σπήλαια λαξευμένα μέσα σε βράχους, χαρακτηριστικά δείγματα της τοπικής αρχιτεκτονικής των περασμένων αιώνων.

Tea time!

Μεγαλύτερη πόλη του Κεντρικού Ασάμ είναι το Τεζπούρ, και αυτό χτισμένο στις όχθες του ποταμού Βραχμαπούτρα. Οι ναοί Mahabhairav και Nagsankar και ο λόφος Agnigarh με τα εντυπωσιακά αγάλματά του που διηγούνται σκηνές της ινδικής μυθολογίας είναι από τα σημαντικότερα αξιοθέατά της. Το Nameri National Park, λίγο έξω από την πόλη, είναι διάσημο για τους ελέφαντές του. Κέντρο του Βόρειου ή Ανω Ασάμ είναι η Ντιμπρουγκάρ, γνωστή και ως η «Πόλη του Τσαγιού», ακριβώς επειδή το εν λόγω φυτό (Τεϊόδεντρο ή Καμέλια η σινική) είναι ένα από τα σημαντικότερα, αν όχι το σημαντικότερο, προϊόντα της. Εξάλλου, σε όλο το Ασάμ λειτουργούν περισσότερες από 900 φυτείες τσαγιού, οι οποίες παράγουν περισσότερο από το 50% της συνολικής παραγωγής τσαγιού της Ινδίας. Το φυτό ευδοκιμεί χάρη στις ιδιαίτερες κλιματικές συνθήκες που επικρατούν εκεί, καθώς η περιοχή θεωρείται ένα φυσικό θερμοκήπιο, με τις τιμές της υγρασίας να φθάνουν το 100% και με πολύ υψηλές θερμοκρασίες. Δυστυχώς, για να λέμε τα πράγματα με το όνομά τους χωρίς να τα ωραιοποιούμε, και επειδή ακόμα και τα πιο όμορφα μέρη του κόσμου μπορεί να κρύβουν δυσάρεστες και θλιβερές ιστορίες, όσο και αν οι κλιματικές συνθήκες είναι ιδανικές για την ανάπτυξη του τσαγιού, οι εργασιακές συνθήκες στις φυτείες είναι συχνά απάνθρωπες, με χιλιάδες εργάτες (ανάμεσά τους και μικρά παιδιά) να δουλεύουν ασταμάτητα σχεδόν όλη την ημέρα, να αμείβονται με ψίχουλα και να διαβιούν σε ετοιμόρροπες παράγκες στερούμενοι ακόμα και τα στοιχειώδη.

Κάρι και ανθοί μπανάνας

Δύο ώρες με το αυτοκίνητο από την Ντιμπρουγκάρ βρίσκεται η ιστορική Σιβασαγκάρ, πρωτεύουσα κάποτε των βασιλέων της φυλής των Αχόμ, της δυναστείας που ήρθε από την Ταϊλάνδη τον 13ο αιώνα και βασίλεψε στην περιοχή για περίπου έξι αιώνες. Τα ερείπια από τα λαμπρά ανάκτορά τους και άλλα κτίρια βρίσκονται διάσπαρτα στην περιοχή. Ολοκληρώνοντας το ταξίδι μας με ένα πέρασμα από το Νότιο Ασάμ, θα κάνουμε μια στάση στο φρούριο Kachari, το οποίο θεωρείται ένα από τα σημαντικότερα αξιοθέατά του. Αστικό κέντρο της περιοχής είναι η πόλη Σιλτσάρ (24 χιλιόμετρα νοτιοδυτικά του φρουρίου), χτισμένη στις όχθες του ποταμού Μπάρακ, σημείο και αυτή συνάντησης των καλλιεργητών τσαγιού. Ιδιαίτερη μνεία αξίζει στην τοπική κουζίνα του Ασάμ, η οποία είναι αρκετά διαφορετική από αυτή που έχουμε μάθει να θεωρούμε ινδική εμείς οι κάτοικοι της Ευρώπης. Κύριο συστατικό των γευμάτων είναι πάντα το ρύζι, το οποίο δεν λείπει από κανένα τραπέζι. Στις συνταγές χρησιμοποιούνται πολλά ενδημικά λαχανικά και φρούτα. Ενα είδος ξινού κάρι, ο συνδυασμός ψαριού και παπάγιας και φαγητά που περιλαμβάνουν ανθούς μπανάνας είναι μερικές από τις ιδιαίτερες γεύσεις που σερβίρουν σε πολλά εστιατόρια. Βεβαίως, όπως σε όλη την Ινδία έτσι κι εδώ πρέπει να επιλέξεις με μεγάλη προσοχή πού θα φας και πού θα κοιμηθείς – λόγω της κακής υγιεινής που παρατηρείται στη χώρα. Πρόκειται εξάλλου για ένα ταξίδι που, όπως προείπαμε, δεν είναι για όλους, γιατί σίγουρα δεν προσφέρει τις ανέσεις και την ασφάλεια που οι περισσότεροι επιθυμούν. Ομως, όταν το απόγευμα, έπειτα από την επίσκεψη στις μουλιασμένες στην υγρασία φυτείες και στα καταπράσινα εθνικά πάρκα με την άγρια ζωή θα ξαναφέρνεις στο μυαλό σου τις πρωτόγνωρες εικόνες που είδες, πίνοντας καυτό μαύρο τσάι και τρώγοντας μπισκότα βουτύρου (shortbread cookies) στην καφετέρια του ξενοδοχείου σου, δεν μπορεί παρά να σκεφτείς και πως ναι, για τέτοιου είδους ταλαιπωρίες αξίζει να ζεις και να ταξιδεύεις!