Χάρι και Λίντα Μακλόου. Ενα ζευγάρι που υπό άλλες συνθήκες δεν θα είχε απασχολήσει τον Τύπο, εκτός ίσως στο πλαίσιο ανάδειξης κάποιας από τις φιλανθρωπικές εκδηλώσεις της Νέας Υόρκης, στις οποίες ήταν αμφότεροι σταθερά παρόντες (και συνεισέφεραν τον οβολό τους) ως επίλεκτα μέλη της κοινωνίας της πόλης. Ο Χάρι έχοντας δημιουργήσει όνομα ως ιδρυτής της Macklowe Properties Inc., μιας εταιρείας-κολοσσού στον τομέα του real estate, στην οποία ανήκουν κτίρια όπως εκείνα στους αριθμούς 400 και 540 της λεωφόρου Μάντισον και το πρώην Drake Hotel, το οποίο ο Μακλόου κατεδάφισε για να χτίσει το 432 Park Avenue. Ή το κτίριο της General Motors στην 5η Λεωφόρο, το οποίο αγόρασε για 1,4 δισ. δολάρια, αλλά φρόντισε να αυξήσει την αξία του πείθοντας την εταιρεία Apple και προσωπικά τον Στιβ Τζομπς να χτίσει το περίφημο υπόγειο κατάστημά της στον συγκεκριμένο ουρανοξύστη. Η κυρία Μακλόου από την πλευρά της μπορεί να καυχηθεί μια καριέρα ως μέλος Διοικητικών Συμβουλίων μουσείων, όπως το Μητροπολιτικό της Νέας Υόρκης αλλά και το Γκούγκενχαϊμ, στο οποίο μάλιστα έχει τελέσει και χρέη αντιπροέδρου.

Ηρθε όμως η στιγμή να μονοπωλήσουν αμφότεροι τα διεθνή δημοσιεύματα εξαιτίας μιας λιγότερο λαμπερής πτυχής της ζωής τους, του πολύκροτου διαζυγίου τους. Επειτα από περισσότερα από πενήντα χρόνια κοινής ζωής, οι δρόμοι τους χώρισαν οριστικά και αμετάκλητα, υπάρχει μάλιστα ήδη η νέα κυρία Πατρισιά Μακλόου, το γένος Λαντό. Για όποιον δεν γνωρίζει εξ όψεως τη γαλλίδα επιχειρηματία, η εικόνα της είναι αναρτημένη μαζί με εκείνη του πρόσφατου συζύγου της σε μια τεράστια εγκατάσταση στην πρόσοψη του κτιρίου επί της οδού Park Avenue, μια κίνηση κραυγαλέου πικαρίσματος προς την πρώην κυρία Μακλόου από τον Χάρι. Και πάλι, (σχεδόν) τίποτα το πρωτότυπο έως εδώ σε αυτή την ιστορία όψιμου χωρισμού των νεοϋορκέζων socialites, όμως ο Χάρι και η Λίντα Μακλόου εξακολουθούν να έχουν πολλά να τους ενώνουν και να τους υπενθυμίζουν τη μακροχρόνια κοινή τους πορεία. Πέρα από δύο σπίτια στο Μανχάταν, μία έπαυλη στα Χάμπτονς, αυτοκίνητα και γιοτ, υπάρχει στη μέση και μια αμύθητη συλλογή έργων τέχνης, μετρημένη ως προς το μέγεθος γύρω στα 150 έργα, αλλά ανυπολόγιστη ως προς την αξία της. Με σαφή προτίμηση στους αμερικανούς καλλιτέχνες όπως ο Μαρκ Ρόθκο, ο Bίλεμ ντε Κούνινγκ, ο Αντι Γουόρχολ, ο Τζεφ Κουνς, ο Μπράις Μάρντεν, αλλά και με τους απαραίτητους ευρωπαίους «κλασικούς» της σύγχρονης τέχνης, όπως ο Αλμπέρτο Τζιακομέτι, ο Πάμπλο Πικάσο ή ο Ζίγκμαρ Πόλκε, να διανθίζουν αυτό το εκλεκτικό μείγμα.

Η αξία 65 εξ αυτών των έργων υπολογίζεται στα 600 εκατ. δολάρια και πρόκειται να δημοπρατηθούν σε δύο δόσεις από τον οίκο Sotheby’s στη Νέα Υόρκη (34 έργα στις 15 Νοεμβρίου του 2021 και τα υπόλοιπα τον Μάιο του 2022). Το ποσό που θα συγκεντρωθεί αναμένεται να είναι το μεγαλύτερο που έχει σημειωθεί σε δημοπρασία για μία συλλογή. Κάτι εφάμιλλο με την περίπτωση της συλλογής των Ρόκφελερ, η αξία της οποίας υπολογιζόταν στα 500 εκατ. δολάρια αλλά τελικά απέφερε έσοδα της τάξης των 835 εκατ. δολαρίων όταν δημοπρατήθηκε από τους Christie’s το 2018.

Από τη Μέριλιν ως τον Απολινέρ

Γιατί βέβαια η συλλογή Μακλόου έχει να επιδείξει έργα όπως το «Ατιτλο» (2007) του Σάι Τουόμπλι από τη σειρά με μνημειώδεις πίνακες «A scattering of blossoms», όπου εν προκειμένω κυριαρχούν κόκκινα σχήματα με αδρές εξπρεσιονιστικές πινελιές που παραπέμπουν σε άνθη. Περιλαμβάνει επίσης τις «Εννέα Μέριλιν» (1962) του Αντι Γουόρχολ, την ασπρόμαυρη μεταξοτυπία με την επαναλαμβανόμενη εικόνα της Μονρόε (αμφότερα τα έργα αναμένεται να πουληθούν μεταξύ 40 και 60 εκατ. δολαρίων). Από κοντά και ο πίνακας του Γκέρχαρντ Ρίχτερ «Seestück» (1975), ένα ομιχλώδες, θολό τοπίο γκρι αποχρώσεων (υπολογίζεται μεταξύ 25 και 35 εκατ. δολαρίων) ή τα έργα του Βίλεμ ντε Κούνινγκ «Ατιτλο ΧΧΧΙΙΙ» (1977) και «Ατιτλο IV» (1983), οι αξίες των οποίων εκτιμώνται στα 12-18 και 10-15 εκατ. δολάρια αντίστοιχα, καθώς αποτελούν έργα-ορόσημα για την εξέλιξη του αμερικανού καλλιτέχνη τις συγκεκριμένες δεκαετίες. Στη δημοπρασία του Νοεμβρίου θα δημοπρατηθεί και το έργο «Figure (Project pour un monument a Guillaume Apollinaire)» του Πάμπλο Πικάσο (η αξία του υπολογίζεται στα 15-20 εκατ. δολάρια), βασισμένο στη μακέτα που είχε φιλοτεχνήσει ο ισπανός καλλιτέχνης για το μνημείο του γάλλου ποιητή Γκιγιόμ Απολινέρ το 1928 αλλά δεν είδε ποτέ να υλοποιείται, με αποτέλεσμα να δημιουργήσει μια μεγαλύτερη εκδοχή το 1962.

Οι Μακλόου ξεκίνησαν να συλλέγουν έργα τέχνης όντας νιόπαντροι και εικοσάρηδες στα τέλη της δεκαετίας του ’50. Αργά, μεθοδικά και με αρκετή περισυλλογή άρχισαν να αγοράζουν τέχνη έτσι ώστε κάθε έργο στην κατοχή τους να είναι σημαντικό. Κάπως έτσι έχτισαν αθόρυβα μια συλλογή υψηλότατης ποιότητας. Δίχως επιπόλαιες αγορές ή βεβιασμένες πωλήσεις, διατήρησαν τη συνοχή της συλλογής, η οποία βασίζεται σε μια «απαράμιλλη οπτική» όπως τη χαρακτήριζε ο CEO των Sotheby’s Τσαρλς Στιούαρτ στη συνέντευξη Τύπου που ανακοίνωνε τη δημοπρασία. Μια δημοπρασία που, σύμφωνα με τα λεγόμενά του, «θα γράψει ιστορία ως μία από τις πιο καθοριστικές στιγμές της αγοράς της τέχνης».

Bras de fer για μια μύτη

Σημειωτέον, οι δύο μεγάλοι οίκοι δημοπρασιών Christie’s και Sotheby’s κονταροχτυπήθηκαν για το ποιος θα βγάλει στο σφυρί τη φημισμένη συλλογή. Τα δύο έργα τα οποία αναμένεται να πουληθούν στις υψηλότερες τιμές όχι μόνο της συγκεκριμένης δημοπρασίας αλλά και όλων όσες έχουν διενεργηθεί αυτή τη χρονιά είναι φιλοτεχνημένα από τον Μαρκ Ρόθκο και τον Αλμπέρτο Τζιακομέτι. Του μεν Ρόθκο είναι ο πίνακας «No. 7» (1951), με τρία χρώματα – ροζ, κιτρινοπράσινο και πορτοκαλί -,
του δε Τζιακομέτι είναι το γλυπτό «Le Νez» («Η μύτη», 1947), ένα από τα πιο σημαντικά γλυπτά του ιταλού καλλιτέχνη, στο οποίο ένα σώμα χωρίς άκρα, με μια τεράστια μύτη, κρέμεται σε ένα ανοιχτό ατσαλένιο κλουβί. Η αξία και των δύο έργων υπολογίζεται γύρω στα 70 εκατ. δολάρια.

Το διαζύγιο τoυ 83χρονου Χάρι και της απροσδιορίστου ηλικίας Λίντα ήταν εξίσου τρικυμιώδες με τη σχέση τους. Το ζήτησε η σύζυγος το 2016 και αρχικά το εφετείο είχε επικυρώσει την απόφαση του δικαστηρίου ότι εκείνη θα μπορούσε να κρατήσει έργα της συλλογής αξίας μόλις 40 εκατ. δολαρίων. Ψίχουλα, αν αναλογιστεί κανείς τη συνολική αξία των έργων αλλά και τη συναισθηματική βαρύτητα που φέρει η διεκδίκηση της πρώην κυρίας Μακλόου, δεδομένου ότι εκείνη υπήρξε επί της ουσίας η επιμελήτρια της συλλογής. Τελικά το 2018 το δικαστήριο αποφάνθηκε ότι θα έπρεπε να πουλήσουν τα 65 έργα από την περιουσία τους, η οποία ανέρχεται στα 2 δισ. δολάρια, και να μοιραστούν τα κέρδη. Οπως ανέφερε χαρακτηριστικά ένας διάσημος δικηγόρος στην εφημερίδα «The New York Times»: «Αν αυτή η υπόθεση περιείχε ένα ή δύο λιγότερα μηδενικά θα αποτελούσε την πλέον συνηθισμένη αντιμαχία μεταξύ συζύγων. Επειδή όμως τα συμβαλλόμενα μέρη είναι εξέχοντα και το ποσό των χρημάτων στη μέση πολύ μεγάλο, η δική τους περίπτωση προσελκύει την προσοχή του κόσμου». Οσονούπω και των μεγαλοσυλλεκτών.