Σχεδιάζαμε αυτή τη συνέντευξη εδώ και μήνες, πάντα όμως κάτι συνέβαινε και την αναβάλλαμε. Τη μία έπρεπε να ταξιδέψει εκτός Αθηνών για να εποπτεύσει τα υπό εξέλιξη έργα, την άλλη είχε μια σειρά σημαντικών συναντήσεων, την παράλλη είχε προκύψει κάτι έκτακτο που ζητούσε άμεση λύση. Το πρόγραμμα της Λίνας Μενδώνη ήταν τόσο φορτωμένο που κάποια στιγμή αποφάσισα πως αυτή η συνάντηση δεν θα γινόταν ποτέ. Τότε οι συνεργάτες της μου τηλεφώνησαν για να επιβεβαιώσουν ένα νέο ραντεβού μας. Τη συνάντησα στο γραφείο της. Ευγενική και ευδιάθετη, η υπουργός Πολιτισμού και Αθλητισμού απάντησε σε όλες τις ερωτήσεις που της έθεσα, ακόμα και σε εκείνες που θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν ενοχλητικές.

Τους τελευταίους μήνες, όπου πήγα, όποιον αρχαιολογικό χώρο κι αν επισκέφθηκα, μάθαινα πως «πριν από λίγες ημέρες πέρασε από εδώ και η Μενδώνη». Αναρωτήθηκα πού βρίσκετε τον χρόνο.

«Το πρόγραμμά μου το φτιάχνω εγώ, επομένως δική μου είναι και η ευθύνη για το πόσο πιεστικό είναι. Οι συνεργάτες μου μπορούν να πουν ότι πιέζονται. Εγώ θα σας πω ότι πιέζω τον εαυτό μου. Ομως θεωρώ πως δεν μπορεί να γίνει διαφορετικά».

Γιατί δεν μπορεί;

«Το υπουργείο Πολιτισμού έχει την αρμοδιότητα και την ευθύνη δύο μεγάλων τομέων, της πολιτιστικής κληρονομιάς και του σύγχρονου πολιτισμού. Αυτό αποτυπώνεται σε περισσότερες από 70 περιφερειακές υπηρεσίες σε όλη την Ελλάδα και σε περίπου 40 οργανισμούς που αφορούν τον σύγχρονο πολιτισμό αλλά και την πολιτιστική κληρονομιά. Παραθέτω νούμερα γιατί αυτά είναι τα πιο αντικειμενικά. Εχουμε καταγεγραμμένα περισσότερα από 21.000 μνημεία και αρχαιολογικούς χώρους, έχουμε πάνω από 210 δημόσια μουσεία, αρχαιολογικά τα περισσότερα, και σήμερα που μιλάμε έχουμε σε εξέλιξη 360 έργα ενταγμένα σε ευρωπαϊκούς πόρους, είτε στο ΕΣΠΑ είτε σε άλλα κοινοτικά προγράμματα, και ετοιμάζουμε να τρέξουμε το πρόγραμμα το οποίο έχει ενταχθεί στο Ταμείο Aνάκαμψης για τον πολιτισμό, όπου συνολικά οι δύο τομείς, η πολιτιστική κληρονομιά και ο σύγχρονος πολιτισμός, μαζί με τον ΦΠΑ είναι γύρω στα 650 εκατομμύρια. Α, έχουμε και την ετοιμασία της επόμενης προγραμματικής περιόδου, 2021-2027».

Αυτό τι σημαίνει;

«Οτι προς Φεβρουάριο – Μάρτιο θα ξεκινήσουν οι προσκλήσεις για υποβολή προτάσεων στο επόμενο ΕΣΠΑ. Καταλαβαίνετε πως δεν είναι μόνο θέμα πολλών πόρων, είναι όλα τα νούμερα πολύ μεγάλα. Οπότε, όταν έχεις υπηρεσίες που εκτελούν έργα, όταν έχεις οργανισμούς που πρέπει να μιλήσεις μαζί τους γιατί και αυτοί αντιμετωπίζουν τα προβλήματά τους, δεν μπορείς πάντα να τους λες: «Ελάτε στην Αθήνα για να τα δούμε». Υπάρχουν αντικειμενικοί λόγοι που αν θέλεις στο μέτρο του εφικτού να κάνεις όσο καλύτερα μπορείς τη δουλειά σου – δεν λέω πως κάνω τα πάντα σωστά, αλλά αν θέλεις να είσαι αποτελεσματικός – πρέπει να πας εκεί όπου υπάρχει το πρόβλημα».

Σας συνοδεύει η φήμη του ανθρώπου που «θα κάνει οπωσδήποτε τη δουλειά!»…

«Ενας υπουργός πάντα πρέπει να κάνει τη δουλειά. Αυτό εξάλλου λέει και η λέξη υπουργός».

Γιατί όμως το έχετε «χρεωθεί» τόσο πολύ εσείς; Πώς σας φαίνεται όταν το ακούτε;

«Κατ’ αρχάς, εγώ έχω χρεωθεί μια τεράστια ευθύνη από τον Πρωθυπουργό, ο οποίος μου ανέθεσε αυτό το χαρτοφυλάκιο. Επομένως, οφείλω να ανταποκριθώ με τον καλύτερο δυνατό τρόπο. Τώρα εάν κάποιοι, και προφανώς και ο Πρωθυπουργός, θεωρούν ότι μπορώ να κάνω αυτή τη δουλειά, εγώ δεν έχω παρά να το αποδείξω».

Εσείς οι αρχαιολόγοι έχετε εμμονή και απόλυτη στοχοπροσήλωση στο αντικείμενό σας…

«Πολύ σωστά!».

Πώς όμως βάλατε σε δεύτερο πλάνο την επιστήμη σας για να μπείτε σε έναν σκληρό και συχνά αχάριστο χώρο όπως η πολιτική; Δεν σας λείπει η έρευνα;

«Αυτό είναι κάτι το οποίο με έχει απασχολήσει και εμένα πολλές φορές, για να μιλήσω έτσι, πολύ έντιμα. Από την άλλη πλευρά, η πολιτική σού δίνει τη δυνατότητα, πράγματα τα οποία θέλεις, έχεις οραματιστεί για το αντικείμενό σου και για την επιστήμη σου, να μπορέσεις να τα πραγματοποιήσεις. Ισως να μην το έλεγα αυτό τόσο εύκολα αν μου είχε ζητηθεί να υπηρετήσω έναν χώρο που θα ήταν μακριά από το αντικείμενό μου. Εδώ όμως είμαι πάρα πολύ κοντά στο αντικείμενό μου, και αυτό πολλές φορές βοηθάει σίγουρα εμένα, αλλά και εκείνους με τους οποίους έρχομαι σε επαφή. Επιστρέφω έτσι και στο «η Μενδώνη κάνει τη δουλειά». Το ότι μπορώ να κατανοήσω και τις υπηρεσίες αλλά και τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν ο πολίτης, ο επιχειρηματίας, ο επενδυτής, βοηθάει στο να δίνονται λύσεις».

Εχετε δεχθεί επιθέσεις, για τις διαστρώσεις στην Ακρόπολη, για τις αρχαιότητες του μετρό στη Θεσσαλονίκη, έχουν γραφτεί διάφορα ακόμα και για παρεμβάσεις σας στο ΚΑΣ…

«Την πολιτική ευθύνη του αποτελέσματος την έχει τελικά ο υπουργός, όμως, τουλάχιστον στον τομέα της πολιτιστικής κληρονομιάς, υπάρχουν οι υπηρεσίες, υπάρχουν τα συμβούλια, είτε είναι τα τοπικά είτε τα κεντρικά. Ειδικά το Κεντρικό Αρχαιολογικό Συμβούλιο είναι ένα όργανο πολυμελές, γνωμοδοτικό μεν, το οποίο όμως αποτελείται από άριστους επιστήμονες. Οι αποφάσεις δεν είναι αποφάσεις τις οποίες παίρνει ο υπουργός αντίθετα στις εισηγήσεις των υπηρεσιών ή αντίθετα στις γνωμοδοτήσεις των συμβουλίων. Γίνεται προετοιμασία, συζήτηση, ακούγονται απόψεις. Πώς μπορεί ο υπουργός να επηρεάσει 17 μέλη του ΚΑΣ ή 15 μέλη του Κεντρικού Συμβουλίου Νεωτέρων Μνημείων; Είναι καθηγητές Πολυτεχνείου, Πανεπιστημίου, είναι πολύπειροι Εφοροι Αρχαιοτήτων, είναι διδάκτορες. Πώς μπορείς να τους επηρεάσεις όλους αυτούς;».

Ποια η αντίληψη βάσει της οποίας κινείστε;

«Εχω γαλουχηθεί – αλλά έχω αναπτύξει και τη δική μου αντίληψη – ότι η πολιτιστική κληρονομιά δεν είναι τροχοπέδη πουθενά, αντίθετα είναι ένα τεράστιο συγκριτικό πλεονέκτημα για τον κάθε τόπο, είναι ένα τεράστιο αναπτυξιακό εργαλείο, αρκεί να μπορέσεις να διαχειριστείς σωστά την προστασία, την αποκατάσταση και την ανάδειξη των μνημείων με τη χωροθέτηση μιας σημαντικής επένδυσης, ενός μεγάλου δημόσιου έργου, μιας οποιασδήποτε επιχείρησης – δεν ταυτίζω τη λέξη με την έννοια της επιχειρηματικότητας, αλλά με την έννοια ενός έργου το οποίο μπορεί να έχει αναπτυξιακό πρόσημο για τη χώρα ή για μία επιμέρους περιοχή».

Η αρχαιολογία παραμένει ο τομέας σας, οπότε μπορείτε να έχετε ισχυρή άποψη. Υπάρχουν όμως τομείς όπου έχετε κατηγορηθεί πως δεν είστε εκεί όταν υπάρχει ανάγκη. Οι ηθοποιοί σάς καταμαρτυρούν πως δεν κάνατε πολλά για να τους στηρίξετε στην κρίση της COVID-19. Τι θα απαντούσατε;

«Καθένας, Δημοκρατία έχουμε, μπορεί να εκφράζεται ελεύθερα για τον οποιονδήποτε. Εγώ θα απαντήσω πάλι με νούμερα: Τους 18 μήνες της πανδημίας, ο κλάδος του σύγχρονου πολιτισμού ενισχύθηκε με ένα πόσο περίπου 450 εκατομμυρίων ευρώ. Οι εργαζόμενοι στον χώρο του πολιτισμού από την αρχή της πανδημίας δεν αντιμετωπίστηκαν διαφορετικά από τους άλλους εργαζομένους. Αντιμετωπίστηκαν από την κυβέρνηση με τον ίδιο τρόπο. Αυτά τα 450 εκατομμύρια ευρώ, είτε είναι οριζόντιες ενισχύσεις είτε προέρχονται από προγράμματα τα οποία έβγαλε το ίδιο το υπουργείο Πολιτισμού για να τους ενισχύσει είτε είναι έκτακτες επιχορηγήσεις προς κρατικούς φορείς, δηλαδή στο Εθνικό Θέατρο, στο Κρατικό Θέατρο, στην Εθνική Λυρική Σκηνή, στην Κρατική Σχολή Ορχηστικής Τέχνης, στην Εθνική Πινακοθήκη, στα μουσεία. Είπαν κάποιοι: «Αυτά τι μας ενδιαφέρουν; Αυτά πήγαν στους δικούς τους οργανισμούς». Μα οι δικοί μας οργανισμοί δεν φτιάχνουν προγράμματα; Δεν απασχολούν καλλιτέχνες; Δεν απασχολούν τεχνικούς; Οι έκτακτες επιχορηγήσεις έφτασαν περίπου στο 100% των τακτικών επιχορηγήσεων. Ακριβώς επειδή έπρεπε να ενισχυθούν όλοι αυτοί οι επαγγελματίες».

Πολλά ήταν και τα παράπονα των ανθρώπων του τραγουδιού και της νυχτερινής διασκέδασης.

«Κάποιοι είχαν δυσαρεστηθεί για την απαγόρευση του τραγουδιού, αν και τα πράγματα έκτοτε, όπως γνωρίζετε, άλλαξαν. Σε κάθε περίπτωση, η δημόσια υγεία προέχει και οι σχετικές αποφάσεις δεν εξαρτώνται από το υπουργείο Πολιτισμού, εξαρτώνται κυρίως από τους ειδικούς επιστήμονες του υπουργείου Υγείας. Στους μουσικούς, στους εργαζομένους εν γένει στον πολιτισμό, δόθηκαν είτε με επιδόματα είτε ως ενισχύσεις είτε με διάφορους τρόπους τα χρήματα που σας ανέφερα και δεν έχουμε τελειώσει ακόμα. Με πλησίασε ένας καλλιτέχνης και μου είπε «αυτή τη στιγμή παίρνουμε το επίδομα των 534 ευρώ» (το οποίο, προφανώς, το ξέρω κι εγώ, δεν λύνει όλα τα προβλήματα), «ενώ πριν από αυτό εγώ μπορεί να εργαζόμουν όλον τον μήνα για 200 ευρώ». Αυτό κάτι δείχνει. Οτι υπήρχε και υπάρχει ακόμα ένα προβληματικό εργασιακό πλαίσιο. Αυτό προσπαθούμε να διορθώσουμε. Ομως πρόκειται για ένα φαινόμενο δεκαετιών, για παθογένειες τις οποίες επί δεκαετίες κρύβαμε κάτω από το χαλί».

Τις οποίες τώρα σκοπεύετε να αντιμετωπίσετε;

«Φυσικά! Εκ των πραγμάτων αντιμετωπίζονται. Ηδη υπάρχει ένα έργο το οποίο εντάξαμε στο Ταμείο Ανάκαμψης και που αφορά όχι απλώς στη βελτίωση αλλά στη ρύθμιση εργασιακών και φορολογικών ζητημάτων των καλλιτεχνών. Ζητήσαμε από τους θιάσους που επιχορηγούνται από το υπουργείο Πολιτισμού υποχρεωτικά να πληρώνουν τις πρόβες των καλλιτεχνών. Στο πρόγραμμα «Ολη η Ελλάδα ένας Πολιτισμός» υποχρεωτικά μπήκε στην προκήρυξη ο όρος της τρίμηνης πρόσληψης του καλλιτέχνη. Εχουμε κάνει ήδη βήματα και προχωρούμε».

Ποια η γνώμη σας για το εν Ελλάδι κίνημα του #MeToo;

«Νομίζω ότι το #MeToo ήρθε με πολύ μεγάλη καθυστέρηση στην Ελλάδα. Είναι πάντως ευτύχημα το ότι ήρθε. Είναι ευτύχημα ότι οι φορείς οι εποπτευόμενοι από το υπουργείο Πολιτισμού δέχθηκαν να ακολουθήσουν έναν κώδικα δεοντολογίας και θα ήταν ακόμα καλύτερο αν αυτόν τον κώδικα δεοντολογίας τον ακολουθήσει και η ελεύθερη αγορά».

Η περίπτωση Λιγνάδη ήταν η πιο δύσκολη στιγμή στη μέχρι τώρα θητεία σας;

«Αν σας πω πως ήταν μία εύκολη περίοδος θα έχω πει ψέματα. Ηταν μια πολύ δύσκολη για εμένα περίοδος. Την οποία αντιμετώπισα επειδή ήξερα πως δεν είχα καμία ανάμειξη σε όλα αυτά τα οποία προσπαθούσαν να μου καταλογίσουν. Είχα απόλυτα καθαρή τη συνείδησή μου. Πόσο καλά μπορείς να ξέρεις την προσωπική ζωή καθενός; Είχα πει πως τον Δημήτρη Λιγνάδη δεν τον γνώριζα, τον είχα δει δύο φορές στη ζωή μου και είχε θεωρηθεί ψέμα. Πράγματι δεν τον γνώριζα, πράγματι τον είχα δει δύο φορές, και δεν μπήκε σε αυτή τη θέση επειδή ήταν γνωστός, μπήκε επειδή έψαξα και όλοι με διαβεβαίωναν πως ήταν ο πιο κατάλληλος άνθρωπος. Οταν τον επέλεξα, η κριτική για την επιλογή ήταν διθυραμβική. Ενα μεγάλο ερωτηματικό που μου έχει μείνει αφορά αυτούς τους ανθρώπους που εκ των υστέρων βγήκαν και είπαν: «Εμείς τα ξέραμε, πώς είναι δυνατόν να μην τα ξέρει η Μενδώνη;». Γιατί, όταν τον διόρισα, δεν βγήκαν να πουν: «Μα τι διορισμός είναι αυτός; Πώς επέλεξε αυτόν τον άνθρωπο για τον οποίο εμείς γνωρίζουμε τα μύρια όσα;». Τότε δεν βγήκε κανείς. Αυτό που ακολούθησε ήταν πράγματι δύσκολο. Το αντιμετώπισα χάρη στη στήριξη των δικών μου ανθρώπων, των συνεργατών μου και χάρη στη στήριξη του Πρωθυπουργού».

Επειδή ως υπουργός θα διορίσετε και άλλους ανθρώπους σε σημαντικές θέσεις, διδαχθήκατε κάτι από εκείνη την κρίση;

«Από τις εμπειρίες μας όλοι μαθαίνουμε. Τέτοιου είδους καταστάσεις, όπως εκείνος ο μήνας, μας κάνουν να σκεπτόμαστε περισσότερο κάποια πράγματα. Εκείνο όμως που διάβασα προχθές, ότι η υπόθεση Λιγνάδη μας οδήγησε να υιοθετήσουμε μια ανοικτή προκήρυξη για τη θέση του καλλιτεχνικού διευθυντή του Εθνικού Θεάτρου, η οποία κατέληξε στην επιλογή του Γιάννη Μόσχου, είναι εντελώς λάθος, απλώς και πάλι χρησιμοποιείται από κάποιους κύκλους. Την ανάγκη προκήρυξης της θέσης καλλιτεχνικών διευθυντών των θεσμών την είχα συμπεριλάβει στις προγραμματικές δηλώσεις της κυβέρνησης. Οταν μάλιστα τοποθετήθηκαν ο Λιγνάδης στο Εθνικό και η Κατερίνα Ευαγγελάτου στο Φεστιβάλ Αθηνών, την ημέρα που τους τοποθετήσαμε (μπορείτε να ανατρέξετε και να το δείτε) είχα πει ότι ο επόμενος καλλιτεχνικός διευθυντής θα επιλεγεί μέσα από μια ανοικτή διαδικασία. Επειδή μέσα από μία δημόσια προκήρυξη ενδεχομένως να βρεις ανθρώπους με ικανότητες και προσόντα τους οποίους δεν γνωρίζεις. Το σκεπτικό μου λοιπόν δεν είναι να βάλουμε τον γνωστό. Η προκήρυξη γίνεται για να προσεγγίσεις όσο το δυνατόν περισσότερους ενδιαφερομένους. Στη συνέχεια μια επιτροπή ειδικών θα καταλήξει στον καλύτερο. Ο υπουργός δεν έχει καμία ανάμειξη στο έργο αυτής της επιτροπής. Θέλουμε όμως τον καλύτερο».

Ενα έργο που πρόσφατα παραδώσατε στους Ελληνες είναι η νέα Εθνική Πινακοθήκη. Είστε ικανοποιημένη από τη δουλειά που έγινε; Για να τολμήσω μια μικρή κριτική, περίμενα κάτι περισσότερο από αυτό που είδα, δηλαδή από μια «ασφυκτική» παράθεση έργων. Και δεν είμαι ο μόνος που έχει αυτή την άποψη.

«Το σωστό είναι ένα έργο να αρχίζει, να τελειώνει εντός χρονοδιαγράμματος και να τελειώνει καλά. Η Εθνική Πινακοθήκη θα έπρεπε να είχε ολοκληρωθεί το 2016. Ενα τέτοιο εργοτάξιο τόσο μεγάλο ήταν πληγή στην καρδιά της πόλης. Και μια πόλη χωρίς Πινακοθήκη ήταν πρόβλημα. Στόχος μου ήταν να ολοκληρώσουμε το έργο. Δέχομαι πως, όπως μου είπαν και άνθρωποι πολύ κοντινοί, μπορούσε να έχει μια άλλη, πιθανώς καλύτερη όψη. Ομως τα δημόσια έργα έχουν το πρόβλημα ότι ξεκινούν με μελέτες που εγκρίθηκαν πολλά χρόνια πριν, η συγκεκριμένη μελέτη είχε εγκριθεί το 2009, για να ολοκληρωθεί το 2021. Ολοκληρώθηκε έπειτα από 12 χρόνια, εδώ λοιπόν υπάρχει ένα ζήτημα. Εκείνο που με ενδιέφερε ήταν το έργο να γίνει σωστά και αυτό νομίζω ότι έγινε χάρη στην αφοσίωση πολλών ανθρώπων, κυρίως των υπηρεσιακών παραγόντων του υπουργείου Πολιτισμού. Τώρα, και η έκθεση των πινάκων είχε εγκριθεί αρκετά χρόνια πριν. Είχε πάρει εγκρίσεις από το Συμβούλιο Μουσείων και από όλα τα όργανα του υπουργείου Πολιτισμού. Η παρουσίασή τους είναι μια μουσειογραφική επιλογή. Η ίδια η Πινακοθήκη, η διευθύντριά της και οι επιμελητές της, επέλεξαν αυτόν τον τρόπο. Στα μουσεία, κάθε ομάδα αφήνει το δικό της αποτύπωμα, αυτό ισχύσει για όλα, και για το Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης, και για το Μουσείο Ακροπόλεως, για όλα! Πιστεύω πάντως ότι τα μουσεία θα πρέπει κάθε οκτώ-δέκα χρόνια να ανανεώνονται. Οπότε, ας σκεφτούμε ότι σε μερικά χρόνια και η έκθεση της Πινακοθήκης μπορεί να αλλάξει. Θα σας φέρω ως παράδειγμα και το Μουσείο Ακροπόλεως, έχουν περάσει δώδεκα χρόνια και έχουμε ήδη κάνει μία συζήτηση με τον νέο γενικό διευθυντή του, τον Νίκο Σταμπολίδη, ότι θα πρέπει σιγά-σιγά να σκέπτεται σημεία στην έκθεση που θα πρέπει να ανανεωθούν».

Από τα μεγάλα έργα που τρέχουν τώρα, ποια σας απασχολούν περισσότερο;

«Υπάρχουν έργα για τα οποία έχουμε αυστηρά χρονοδιαγράμματα και τα οποία πρέπει να τηρηθούν. Μια τέτοια περίπτωση είναι το μετρό της Θεσσαλονίκης, το οποίο δεν με αφορά ως τεχνικό έργο, αλλά με αφορά η εμπλοκή των αρχαιοτήτων στο τεχνικό έργο. Εχουμε μπροστά μας την πολύ μεγάλη πρόκληση του συνδυασμού του νέου ΕΣΠΑ, της νέας προγραμματικής περιόδου, με το Ταμείο Ανάκαμψης. Είναι πολλοί οι πόροι. Η κυβέρνηση, ο Πρωθυπουργός, εξασφάλισαν συνολικά 72 δισ. ευρώ. Στο υπουργείο Πολιτισμού προφανώς αντιστοιχεί ένα μικρό μερίδιο, και πάλι όμως πρόκειται για περισσότερο από ένα δισ. Δεν είναι όμως μόνο οι συγκεκριμένοι πόροι, είναι η εμπλοκή των υπηρεσιών του υπουργείου Πολιτισμού σε κάθε έργο, ιδιωτικό ή δημόσιο. Για εμένα αυτό αποτελεί μεγάλη έγνοια και μεγάλη αγωνία. Η Ελλάδα είναι ολόκληρη ένας αναπεπταμένος αρχαιολογικός χώρος, ένα παλίμψηστο. Εχουμε αυτή τη στιγμή περισσότερους από 21.000 αρχαιολογικούς χώρους και μνημεία. Καταλαβαίνετε λοιπόν ότι μια επένδυση ιδιωτική, ένα μεγάλο δημόσιο έργο, είναι βέβαιο ότι θα έχει και ένα μέρος αρχαιολογικής έρευνας. Οπότε ανοίγουν διαρκώς νέες υποθέσεις».

Είναι πολλές οι εκκρεμότητες και οι ευθύνες. Τελικά, πώς τις διαχειρίζεστε; Εχετε ήρεμο ύπνο;

«Κοιμάμαι καλά, ίσως επειδή κουράζομαι πολύ (σ.σ.: γελάει). Αγωνιώ όμως διαρκώς, επειδή θέλω να γίνουν όλα όπως πρέπει! Δεν θέλω ούτε να χαθούν πόροι για τον πολιτισμό ούτε να χαθούν πόροι για σημαντικά αναπτυξιακά προγράμματα για τη χώρα».

Εχετε αισθανθεί ποτέ ότι γίνονται εξαιρετικά αυστηροί μαζί σας στην κριτική τους; Ακόμα και αν είναι οι πολιτικοί αντίπαλοί σας;

«Δεν με πειράζει καθόλου η αυστηρή κριτική. Με ενοχλεί η κατευθυνόμενη κριτική και η κριτική που βασίζεται σε fake news. Η έντιμη, αυστηρή, πολιτική κριτική, αυτή που βασίζεται σε στοιχεία, δεν με ενοχλεί καθόλου. Ισα-ίσα που θεωρώ πως με βελτιώνει».

Παρακολουθείτε αυτά που γράφονται για εσάς;

«Στον βαθμό που μπορώ, τα παρακολουθώ. Και το λέω το «μπορώ» από άποψη χρόνου».

Εχετε σκεφτεί πως ένας από τους λόγους για τους οποίους κρίνεστε αυστηρά, εκτός από το ότι ένας πολιτικός πρέπει να ελέγχεται με αυστηρότητα, είναι ότι είστε γυναίκα;

«Αυτό το οποίο μπορώ να πω με βεβαιότητα είναι ότι δυστυχώς ακόμα και σήμερα στην Ελλάδα μια γυναίκα πρέπει να εργαστεί πολύ περισσότερο για να κερδίσει την ισοτιμία με έναν άνδρα. Ευτυχώς, σιγά-σιγά τα πράγματα αλλάζουν, ακόμα δεν έχουμε φθάσει όμως στο επιθυμητό αποτέλεσμα. Δεν θα ασχοληθούν το ίδιο εύκολα με έναν άνδρα αν είναι χοντρός, αν φοράει διαρκώς το ίδιο κοστούμι, αν προτιμάει κίτρινες ή κόκκινες γραβάτες, αν τα παπούτσια του είναι στραβοπατημένα ή καλογυαλισμένα. Ασχολούνται κυρίως με τις γυναίκες. Η χειρότερη μορφή αυτού είναι η λοιδορία την οποία είχε υποστεί η κυρία Μαριέττα Γιαννάκου».

Και η δική σας εμφάνιση σχολιάζεται, όχι πάντα με τον πιο κομψό τρόπο.

«Ναι, τα έχω διαβάσει. Για τη στέκα που φοράω στα μαλλιά μου, για το πόσο συντηρητικό είναι το ντύσιμό μου… Εντάξει, έτσι ντύνομαι. Νομίζω όμως ότι και πάλι, έναν άνδρα αντίστοιχης εμφάνισης δεν θα τον σχολίαζαν τόσο αρνητικά».

Τελικά σας πληγώνει όταν επικεντρώνουν στην εμφάνισή σας; Οταν τη χρησιμοποιούν στην κριτική που σας γίνεται για τη δουλειά σας στο υπουργείο;

«Το ότι ντύνομαι συντηρητικά δεν είναι βεβαίως κατηγορία και μομφή, είναι μια διαπίστωση. Καθένας έχει το δικαίωμα να βγάζει τα συμπεράσματά του. Δεν έχω να πω κάτι άλλο, πέραν του ότι ντύνομαι έτσι ώστε να αισθάνομαι άνετα. Επίσης, σε καμία περίπτωση δεν πιστεύω, και αυτό ισχύει και για άνδρες και για γυναίκες, ότι το ντύσιμο καθενός από εμάς αποδεικνύει αν πραγματικά είναι συντηρητικός ή όχι».

Ζούμε σε μια εποχή που όλα περνούν μέσα από τα social media. Δεν ασχολείστε καθόλου με Facebook και άλλα τέτοια. Δεν φοβάστε μήπως αυτό κάνει κακό στη δημόσια εικόνα σας, τη στιγμή που οι περισσότεροι συνάδελφοί σας γράφουν σχεδόν καθημερινά στο Twitter;

«Δεν μπήκα ποτέ στον πειρασμό να ασχοληθώ με τα social media. Προτιμώ να κάνω πράγματα με τα οποία αισθάνομαι άνετα. Πρέπει να σας πω πως με πίεσαν συνεργάτες μου να γίνω πιο ενεργή στα social media του υπουργείου. Ενημερώνομαι, διαβάζω, παρακολουθώ στο Internet τα πάντα, αλλά η ενεργή συμμετοχή στα social δεν με εκφράζει, δεν μου ταιριάζει».

Δεν είστε άνθρωπος που προβάλλει την ιδιωτική ζωή του, δεν μιλάτε για αυτήν, δεν βλέπουμε φωτογραφίες από προσωπικές σας στιγμές. Είναι επιλογή σας;

«Σε αυτό το θέμα είμαι αρκετά απόλυτη. Θεωρώ πως η προσωπική μου ζωή, οι παρέες μου, οι φιλίες μου, η οικογένειά μου, αφορούν εμένα και μόνο εμένα και τον κύκλο των πολύ κοντινών μου ανθρώπων. Εκείνο που αφορά τον κόσμο είναι η δουλειά μου, αυτό που ως υπουργός Πολιτισμού έχω καθήκον να κάνω».

Θα χαρακτηρίζατε τον εαυτό σας «άνθρωπο του καθήκοντος»;

«Ναι! Και στη δημόσια και στην ιδιωτική ζωή μου είμαι ένας άνθρωπος του καθήκοντος. Μεγάλωσα έτσι. Είναι θέμα οικογενειακών καταβολών και ανατροφής».

Δεν έρχονται στιγμές που θέλετε να αφήσετε πίσω σας όλες αυτές τις υποχρεώσεις και, ας πούμε, να κάνετε την επανάστασή σας;

«Νομίζω πως αυτό είναι κάτι που συμβαίνει σε όλους τους ανθρώπους του καθήκοντος. Υπάρχουν στιγμές που η πίεση γίνεται μεγάλη. Είναι πάνω-κάτω αυτό που λέει και ο στίχος του ποιητή, του Οδυσσέα Ελύτη, για το «πρέπει», που θέλεις να πιάσεις από το γιώτα και να το γδάρεις ως το πι (σ.σ.: γελάει). Ομως, χωρίς το «πρέπει» δεν γίνεται δουλειά. Προσθέτει ευθύνες η προσήλωση στον στόχο, δεν μετανιώνω όμως για αυτό. Και είμαι ευγνώμων προς τους γονείς μου, οι οποίοι με μεγάλωσαν με αυτό το «πρέπει»».