Η προσοχή των «New York Times» στις 12 Οκτωβρίου 1986 ήταν στραμμένη στο Ρέικιαβικ – και δικαιολογημένα. Στην ισλανδική πρωτεύουσα εξελισσόταν από την προηγουμένη η συνάντηση κορυφής μεταξύ Ρόναλντ Ρίγκαν και Μιχαήλ Γκορμπατσόφ, πολιτικό γεγονός παγκόσμιας σημασίας, όπως κάθε παρόμοια στα χρόνια του Ψυχρού Πολέμου. Διόλου παράξενο λοιπόν που ένα νέο από την Κεντρική Αμερική δεν παρουσιάστηκε παρά ως ειδησάριο, στο κάτω μέρος μιας εσωτερικής σελίδας: «Η Νικαράγουα καταρρίπτει αεροπλάνο, ο επιζών εμπλέκει τη CIA».

Ο Γιουτζίν Χέισενφους, πρώην πεζοναύτης και μετέπειτα μέλος ενός δικτύου τροφοδοσίας των Κόντρας, ανταρτών κατά της επαναστατικής κυβέρνησης των Σαντινίστας που είχε ανατρέψει τον φιλοαμερικανό δικτάτορα Αναστάσιο Σομόζα, αποτέλεσε μόνο το πρώτο από μια σειρά ντόμινο που θα έπεφταν. Τρεις εβδομάδες αργότερα, το λιβανέζικο περιοδικό «Ash-Shiraa» θα δημοσίευε στοιχεία για μυστικές πωλήσεις όπλων από τις Ηνωμένες Πολιτείες στο υποτιθέμενα απεχθές Ιράν του Αγιατολάχ Χομεϊνί με αντάλλαγμα την απελευθέρωση αμερικανών ομήρων. Ακολούθησε η αποκάλυψη ότι τα 30 εκατ. δολάρια των κερδών από αυτές τις παράνομες συναλλαγές διοχετεύονταν εξίσου παράνομα στους Κόντρας υπό τις ευλογίες στελεχών του περιβάλλοντος του ίδιου του προέδρου.

Στα μέσα Νοεμβρίου το «Irangate», κατά την ορολογία της εποχής, είχε αποβεί τεράστιο σκάνδαλο όπου εμπλέκονταν στρατιωτικοί, πολιτικοί, σύμβουλοι του Λευκού Οίκου, μυστικές υπηρεσίες, ξένες κυβερνήσεις, έμποροι όπλων, μεσάζοντες και μισθοφόροι, και απειλούσε να συμπαρασύρει ολόκληρη την κυβέρνηση. Σε αντίθεση όμως με το Γουότεργκεϊτ, ανάλογο του οποίου θεωρήθηκε, τόσο ο ρόλος του Ρίγκαν όσο και οι ευθύνες των συνεργατών του υποβαθμίστηκαν με επιτυχία και συγκαλύφθηκαν αποτελεσματικά.

Ο Γιουτζίν Χέισενφους μετά τη σύλληψή του από τους Σοντινίστας τον Οκτώβρ4ιο του 1986

Ριγκανισμός και μυστικές επιχειρήσεις

Νικώντας στις 3 Νοεμβρίου 1980 τον απερχόμενο Δημοκρατικό Τζέιμς Κάρτερ, ο Ρόναλντ Ρίγκαν δεν εγκαινίασε μόνο τον οικονομικό νεοφιλελευθερισμό με τη μορφή των τότε αποκαλούμενων «Reaganomics». Εφάρμοσε και μια πιο επιθετική εξωτερική πολιτική, σήμα κατατεθέν της οποίας θα γινόταν το 1983 η αποκήρυξη της Σοβιετικής Ενωσης ως «αυτοκρατορίας του Κακού» και η υιοθέτηση της αντιπυραυλικής ασπίδας που έγινε γνωστή ως «Πόλεμος των Αστρων». Νωρίτερα όμως ο Ρίγκαν «εστίασε στους Κόντρας της Νικαράγουας ως το κλειδί της πολιτικής ανάσχεσης του διεθνούς κομμουνισμού», όπως γράφει ο Μάλκολμ Μπερν στο βιβλίο του «Iran-Contra. Reagan’s Scandal and the Unchecked Abuse of Presidential Power» (εκδ. University Press of Kansas). Απότομα, η μικρή χώρα της Κεντρικής Αμερικής αναβιβάστηκε σε υπ’ αριθμόν 2 προτεραιότητα, πίσω μόνο από την ΕΣΣΔ, πιο πάνω ακόμα και από την προβληματική κατάσταση της πετρελαϊκά ευαίσθητης περιοχής του Περσικού Κόλπου όπου το σφόδρα αντιαμερικανικό Ιράν βρισκόταν σε πόλεμο με το Ιράκ. Ωστόσο, στο Κογκρέσο η πλειοψηφία των Δημοκρατικών κρατούσε δεμένα τα χέρια του προέδρου, περικόπτοντας την οικονομική βοήθεια στους Κόντρας, ενώ ο χαρακτηρισμός του Ιράν από το αμερικανικό υπουργείο Εξωτερικών ως κράτους που υπέθαλπε την τρομοκρατία περιόριζε τις δυνατότητες διπλωματικών κινήσεων. Ανοιχτός έμενε μόνο ο πατροπαράδοτος δρόμος των «μυστικών επιχειρήσεων».

Ο δρόμος ήταν τόσο ολισθηρός ώστε αρχικά δεν αναμείχθηκαν ούτε καν οι μυστικές υπηρεσίες. Την οδήγηση στο επικίνδυνο οδόστρωμα ανέλαβε ο συνταγματάρχης Ολιβερ Νορθ, μέλος του επιτελείου του Εθνικού Συμβουλίου Ασφαλείας – χαμηλόβαθμο στέλεχος ενός γνωμοδοτικού οργάνου, με άλλα λόγια. Βετεράνος του Βιετνάμ, αναγεννημένος χριστιανός, δραστήριος και οργανωτικός, αλλά και χαρακτήρας με έφεση στο ψέμα, στην κατασκευή και στην απόκρυψη στοιχείων, ο 43χρονος την εποχή του σκανδάλου Νορθ έγινε ο κόμβος ενός εκτεταμένου δικτύου συνωμοσίας. Στο στρατιωτικό επίπεδο συντόνιζε τις επαφές μεταξύ των επικεφαλής των Κόντρας και της αμερικανικής ηγεσίας. Στο πολιτικό αποτελούσε την επαφή με τους Ρόμπερτ Μακ Φάρλαν και Τζον Ποϊντέξτερ, διαδοχικούς συμβούλους ασφαλείας του Ρίγκαν οι οποίοι μετέδιδαν τη γραμμή του Λευκού Οίκου. Στο οικονομικό συνομιλούσε με μεσάζοντες όπλων όπως ο αμφιλεγόμενος Ιρανός Μανουχέρ Γκορμπανιφάρ και ο Σαουδάραβας Αντνάν Κασόγκι, αναζητούσε ο ίδιος χορηγίες και διευθετούσε πληρωμές. Υπήρξε και ο εμπνευστής της καταστροφικής ιδέας να ενωθούν τα δύο σχέδια σε ένα. Γιατί έως τον Δεκέμβριο του 1985 η πρωτοβουλία της ενίσχυσης των Κόντρας και η υπόγεια συνεννόηση με το Ιράν έβαιναν ανεξάρτητα.

Ενώ η ενασχόληση με την ανατροπή των Σαντινίστας ανάγεται στο 1981, η απόπειρα να απελευθερωθούν αμερικανοί όμηροι μουσουλμάνων εξτρεμιστών στον Λίβανο με τη μεσολάβηση του Ιράν πήρε μορφή αργότερα. Η διαδικασία που επελέγη είχε ως συνέπεια ότι κάποιοι έπρεπε να γνωρίζουν, κάποιοι άλλοι να μη γνωρίζουν και κάποιοι τρίτοι να γνωρίζουν αλλά να μπορούν να αρνηθούν ότι γνώριζαν. Γνώστες της τελευταίας κατηγορίας ήταν όλη η υψηλή ηγεσία της χώρας, από τον πρόεδρο Ρίγκαν και τον αντιπρόεδρο Τζορτζ Μπους έως τον υπουργό Αμυνας Κάσπαρ Γουαϊνμπέργκερ, τον υπουργό Εξωτερικών Τζορτζ Σουλτς και τον προσωπάρχη του Λευκού Οίκου Ντόναλντ Ρέγκαν. Μεταξύ 1984 και 1986 όλοι οι παραπάνω ήταν πλήρως ενήμεροι για τις αδρές γραμμές ενός σχεδίου που θα παρείχε στο Ιράν οπλισμό, πρώτα μέσω των ισραηλινών μυστικών υπηρεσιών, αργότερα υπό την επίβλεψη της CIA, με αντάλλαγμα την άσκηση της επιρροής του στη Χεζμπολάχ και σε άλλες οργανώσεις για τον επαναπατρισμό ομήρων. Ο Μάλκολμ Μπερν παραθέτει κατηγορηματικές αποδείξεις ότι ο Ρίγκαν υπέγραφε σχετικές εξουσιοδοτήσεις έως τον Ιανουάριο του 1986, δηλώνοντας μάλιστα τον προηγούμενο Δεκέμβριο στους στενούς συνεργάτες του: «Ας με καθαιρέσουν αν θέλουν. Δέχομαι κόσμο τις Τετάρτες». Στην πράξη αγνοούσε μόνο την τελευταία φάση της επιχείρησης, όταν στις αρχές του 1986 ο σύμβουλος ασφαλείας Τζον Ποϊντέξτερ ενέκρινε την πρόταση του Ολιβερ Νορθ να προωθηθούν απευθείας στους Κόντρας τα κάπου 30 εκατ. δολάρια των κερδών από την υπερτιμολόγηση του οπλισμού που είχε καταλήξει στο Ιράν. Και πάλι όμως, αμέσως μετά το δημοσίευμα του λιβανέζικου περιοδικού, στις 5 Νοεμβρίου 1986, ο Τζορτζ Μπους σε προσωπικό του σημείωμα παραδεχόταν ότι ο ίδιος ήταν ένας από τους ελάχιστους που κατείχαν πλήρως τις λεπτομέρειες του «deal» για την ανταλλαγή όπλων και ομήρων.

Τo «deal» και την τροφοδοσία των Κόντρας χειριζόταν το δίκτυο του Νορθ, το οποίο στην περιγραφή του Μπερν θυμίζει αστυνομικό μυθιστόρημα. Για την ακρίβεια, δεν διαφέρει πολύ από εκείνο των αντικαστρικών κουβανών εξορίστων της Φλόριδας που ο Τζέιμς Ελρόι φαντάζεται στο «Αμερικανικό Ταμπλόιντ» να ενεργεί με προκάλυμμα μια πιάτσα ταξί στο Μαϊάμι της δεκαετίας του ’50: χαμηλόβαθμοι αξιωματικοί, απόστρατοι στρατιωτικοί, σκιώδεις επιχειρηματίες, ανυπόληπτοι μεσάζοντες, εξτρεμιστές δεξιοί, τυχάρπαστοι μισθοφόροι – «η επιχείρηση ήταν στημένη στο πόδι», σχολίαζε πολύ αργότερα, τον Ιανουάριο του 2007, στο «Time» ο Γουίλιαμ Γουάρελ, πιλότος που είχε λάβει μέρος στις τότε δραστηριότητες. Πύραυλοι που διακινούνταν στο Ιράν από το ισραηλινό οπλοστάσιο έφθαναν στον προορισμό τους φέροντας ακόμη το άστρο του Δαβίδ. Αλλες αποστολές χάνονταν στη μετάφραση μεταξύ συνωμοτικών απαιτήσεων και γραφειοκρατικών αναγκών. Οταν τον Νοέμβριο του 1985 οι πορτογαλικές αρχές αρνούνταν να εγκρίνουν την αεροπορική διέλευση μιας τέτοιας πτήσης, ο απόστρατος υποπτέραρχος και μέλος της ομάδας του Νορθ, Ρίτσαρντ Σέκορντ, είχε τη φαεινή ιδέα να μεταβεί στο αεροδρόμιο της Λισαβόνας, γνωρίζοντας ότι ο πρωθυπουργός Ανίμπαλ Καβάκο Σίλβα και ο υπουργός Εξωτερικών Πέδρο Πιρές ντα Μιράντα επέστρεφαν από τις Βρυξέλλες, και να λύσει το ζήτημα επιτόπου, μιλώντας ως «εκπρόσωπος της αμερικανικής κυβέρνησης»: τελικά βρέθηκε σε λάθος χώρο και καβγάδισε με τις Αρχές του αεροδρομίου. Ο ερασιτεχνισμός διέτρεχε ολόκληρη την πυραμίδα της ιεραρχίας, από τη βάση ως την κορυφή: την άνοιξη του 1985 ο Ολιβερ Νορθ άνοιξε κανάλι επικοινωνίας με τον υποτιθέμενο σαουδάραβα πρίγκιπα Μουσαλρεζά Εμπραχίμ Ζαντέχ, πρόθυμο να καταθέσει εκατομμύρια στους λογαριασμούς των Κόντρας, μόνο και μόνο για να αποδειχθεί αυτός λίγο αργότερα ιρανός απατεώνας.

To παρ’ ολίγον Γουότεργκεϊτ

Η αποκάλυψη της πλήρους έκτασης του σκανδάλου τον Νοέμβριο του 1986 επιβεβαίωσε για λίγο τον φόβο του επικεφαλής των μυστικών επιχειρήσεων της CIA, Κλερ Τζορτζ, ότι «αν μαθευτεί, θα είναι χειρότερα από το Γουότεργκεϊτ». Εως τον Ιανουάριο του 1987 η «Washington Post» είχε δημοσιεύσει 555 σχετικά άρθρα, ενώ οι «New York Times» 509. Το περιοδικό «Time» έγραφε ότι «οι νεαροί ρεπόρτερ ονειρεύονταν Πούλιτζερ» και τη δόξα των ηρώων του Γουότεργκεϊτ, Μπομπ Γούντγουορντ και Καρλ Μπέρνστιν, οι μεγαλοδικηγόροι έτριβαν τα χέρια τους αναμένοντας δίκες υψηλόβαθμων στελεχών και οι Δημοκρατικοί, οι οποίοι μόλις είχαν κερδίσει τη Γερουσία, προετοιμάζονταν για εξεταστικές επιτροπές. Για τον Ρόναλντ Ρίγκαν, και αυτό είναι ενδεικτικό του θυελλώδους κλίματος που επικράτησε τις πρώτες ημέρες, ο αρθρογράφος Χιου Σάιντι σημείωνε ορθά κοφτά ότι «οφείλει να αποδείξει την αθωότητά του πέραν πάσης αμφιβολίας ή να χάσει την εξουσία να κυβερνά, ίσως και τη δουλειά του». Ωστόσο, όπως αποδείχθηκε, ούτε η εποχή προσφερόταν για επανάληψη της παραίτησης Νίξον ούτε οι Ρεπουμπλικανοί είχαν ξεχάσει το μάθημα της ήττας του. Νορθ και Ποϊντέξτερ αποδύθηκαν σε αποτελεσματική καταστροφή ενοχοποιητικών εγγράφων, μια ανεπίσημη έρευνα του υπουργείου Δικαιοσύνης προλείανε το έδαφος εντοπίζοντας ενοχοποιητικά ευρήματα και κλείνοντας τα μάτια μπροστά σε άλλα, η επιτροπή του Κογκρέσου που άρχισε να διερευνά τα δεδομένα τον Μάιο του 1987 απέφυγε να πιέσει τον Ρίγκαν για να μη θέσει σε κίνδυνο την αρχόμενη συνεννόηση με τον Γκορμπατσόφ. Με τη θυσία αποδιοπομπαίων τράγων όπως ο Μακ Φάρλαν και ο Ποϊντέξτερ, οι οποίοι σήκωσαν το βάρος των ευθυνών, οι Ρεπουμπλικανοί στοιχήθηκαν γύρω από τον πρόεδρο. Ο Ολιβερ Νορθ, τέλος, παρουσιάστηκε για την κατάθεσή του ενώπιον της επιτροπής φορώντας τη στολή του πεζοναύτη και υποδύθηκε άψογα τον ένθερμο πατριώτη και απόλυτο στρατιώτη στην υπηρεσία του κοινού καλού.

Ως αποτέλεσμα, οι πάντες τελικά ξεπλύθηκαν. Από όσους κατηγορήθηκαν, ο υπουργός Αμυνας Κάσπαρ Γουαϊνμπέργκερ, ο υφυπουργός Εξωτερικών Ελιοτ Εϊμπραμς και τα ανώτερα στελέχη της CIA Κλερ Τζορτζ και Αλαν Φάιερς πήραν χάρη από τον πρόεδρο Τζορτζ Μπους το 1992. Οι καταδίκες των Ολιβερ Νορθ και Τζον Ποϊντέξτερ ανατράπηκαν έπειτα από εφέσεις. Επιπλέον, οι περισσότεροι επέστρεψαν αργότερα στη δημόσια ζωή με ρεπουμπλικανική σφραγίδα γνησιότητας: ο Μακ Φάρλαν διετέλεσε σύμβουλος της προεκλογικής εκστρατείας του Τζον Μακέιν το 2008· ο Ποϊντέξτερ κλήθηκε το 2001 να αναλάβει τη διεύθυνση ενός αντιτρομοκρατικού γραφείου υπό τον υπουργό Αμυνας Ντόναλντ Ράμσφελντ· ο Ελιοτ Εϊμπραμς υπηρέτησε ως αναπληρωτής σύμβουλος εθνικής ασφαλείας του Τζορτζ Μπους υιού από το 2005 έως το 2009 και ειδικός απεσταλμένος του Ντόναλντ Τραμπ για τη Βενεζουέλα και το Ιράν από το 2019 έως το 2021· και ο Ολιβερ Νορθ έθεσε υποψηφιότητα για τη Γερουσία το 1994, υπήρξε εκπομπάρχης του Fox News από το 2001 μέχρι 2016 και εξελέγη πρόεδρος της ισχυρής και άκρως συντηρητικής «National Rifle Association», η οποία υπεραμύνεται του δικαιώματος στην οπλοφορία από το 2018 έως το 2019.

Το αποτύπωμα του σκανδάλου Ιράν-Κόντρας υπήρξε μηδενικό. Σε αντίθεση με το Γουότεργκεϊτ, πράγματι, οι λεπτομέρειές του ήταν πολύ πιο περίπλοκες και ο πρόεδρος στο επίκεντρό του πολύ πιο δημοφιλής. Οι Ρεπουμπλικανοί αμύνθηκαν επιδέξια αναδεικνύοντας την εικόνα έναντι της ουσίας: ο Νορθ βρισκόταν στο εδώλιο γιατί εκτελούσε εντολές στην υπηρεσία της πατρίδας – η παρανομία μπορούσε να εμφανιστεί ως καθήκον, η εξαπάτηση των θεσμών ως υπερβολικός ζήλος. Με αυτόν τον τρόπο ένα κόμμα εξουσίας επικύρωνε σιωπηρά αντιδημοκρατικές πρακτικές οι οποίες θα στοίχειωναν μελλοντικά την πολιτική ζωή. Αν αναζητεί κανείς τις ρίζες των λαθροχειριών του αντιπροέδρου Ντικ Τσέινι κατά τη διάρκεια της προεδρίας Μπους υιού ή το προηγούμενο της ευχέρειας κατάχρησης εξουσίας που επέδειξε ο Ντόναλντ Τραμπ, θα τα βρει στην κληρονομιά της ατιμωρησίας του «Irangate».