Ο σεβασμός των προβλέψεων της Συμφωνίας των Πρεσπών είναι τόσο διεθνής όσο και εσωτερική νομική υποχρέωση της Βόρειας Μακεδονίας, σημειώνει στην αποκλειστική συνέντευξη που παραχώρησε στο «Βήμα» λίγες ημέρες πριν από την άφιξή του στην Αθήνα ο Στέβο Πεντάροφσκι. Ο πρόεδρος της Βόρειας Μακεδονίας, ο οποίος θα βρεθεί στην ελληνική πρωτεύουσα στις 5-6 Οκτωβρίου, εκφράζει, προσεκτικά, την επιθυμία του να κυρωθούν από την ελληνική Βουλή τα τρία μνημόνια που εκκρεμούν διότι θα δώσουν περαιτέρω ώθηση στην οικονομική συνεργασία, ενώ αναφορικά με την πρόσφατη υπογραφή της αμυντικής συμφωνίας Σκοπίων – Αγκυρας σημειώνει ότι δεν μπορεί να θέσει σε κίνδυνο την εξαιρετική στρατιωτική συνεργασία με την Ελλάδα.

 

Κύριε πρόεδρε, έχουν περάσει τρία χρόνια από τη Συμφωνία των Πρεσπών. Πώς αυτή άλλαξε τις διμερείς σχέσεις και επηρέασε το περιφερειακό τοπίο στα Βαλκάνια;

«Η Συμφωνία των Πρεσπών υπήρξε κομβική στιγμή στις σχέσεις Βόρειας Μακεδονίας και Ελλάδος. Ελυσε το μακροχρόνιο πρόβλημα που είχε αρνητική επίπτωση στις διμερείς σχέσεις. Το σημαντικότερο όμως είναι ότι σκιαγράφησε τις μελλοντικές μας σχέσεις. Συνιστά ορόσημο για την ανάπτυξή τους, τη βελτίωση της οικονομικής συνεργασίας, την ανάληψη πρωτοβουλιών σε τομείς όπως η ασφάλεια, η άμυνα, η εκπαίδευση, η επιστήμη, ο πολιτισμός. Η Συμφωνία αποτελεί εξαιρετικό παράδειγμα επίλυσης διμερών προβλημάτων μεταξύ γειτονικών χωρών. Επέτρεψε στη Βόρεια Μακεδονία να γίνει το 30ό μέλος του ΝΑΤΟ, πραγματοποιώντας τον έναν από τους δύο στρατηγικούς στόχους της ευρωατλαντικής ολοκλήρωσης. Είχε θετική επίπτωση στην ευρωπαϊκή μας ολοκλήρωση, δεδομένου ότι σήμερα η Ελλάδα είναι ένας από τους σθεναρότερους υποστηρικτές μας. Η Συμφωνία των Πρεσπών δεν ήταν εύκολη για τις δύο χώρες. Η σημασία και η θετική της επίπτωση όμως θα αποδειχθούν περισσότερο στα επόμενα χρόνια».

Η Συμφωνία είναι ένα περίπλοκο κείμενο και η εφαρμογή σε ορισμένα σημεία όχι ιδανική. Η Ελλάδα πιστεύει ότι ορισμένες ενέργειες ή η ρητορική από την πλευρά σας δεν συμβάλλουν στην ορθή εφαρμογή, κυρίως αναφορικά με τη χρήση του όρου «μακεδονικός». Επιπλέον, δεν υπάρχει χειροπιαστή πρόοδος στα σχολικά εγχειρίδια. Ποια ζητήματα παραμένουν ανοιχτά και πώς μπορούν να ξεπεραστούν;

«Γνωρίζω ότι η διαδικασία εφαρμογής και στις δύο χώρες αντιμετωπίζει προκλήσεις. Ουδείς στη Βόρεια Μακεδονία είχε την αυταπάτη ότι με την υπογραφή όλα τα ζητήματα θα επιλύονταν. Και ως πρόεδρος στηρίζω σθεναρά όχι μόνο την ορθή πολιτική απόφαση υιοθέτησης της Συμφωνίας, αλλά επίσης την ορθή και έγκαιρη εφαρμογή της. Η Κοινή Διεπιστημονική Επιτροπή Ειδικών επί ιστορικών, αρχαιολογικών και εκπαιδευτικών θεμάτων έχει ήδη επιτύχει αξιοσημείωτη πρόοδο. Οι συστάσεις της πρέπει να εφαρμοστούν από τις δύο χώρες. Αναφορικά με τη χρήση του επιθέτου «μακεδονικός», η Συμφωνία είναι πολύ σαφής σε αυτό το ζήτημα και πάντοτε ενθαρρύνω όλες τις οντότητες στη χώρα μου να σέβονται τις προβλέψεις της. Το ίδιο ισχύει και για τις αθλητικές ομοσπονδίες και κάθε άλλη οντότητα που υποχρεούται να σέβεται όχι μόνο τη Συμφωνία των Πρεσπών, αλλά επίσης το Σύνταγμα και τη νέα συνταγματική ονομασία της χώρας. Οι προβλέψεις που σχετίζονται με το όνομα είναι ενσωματωμένες στο Σύνταγμα, επομένως η ορθή εφαρμογή δεν συνιστά απλώς διεθνή νομική υποχρέωση, αλλά, επιπλέον, μέρος των εσωτερικών νομικών υποχρεώσεων. Οι δύο χώρες πρέπει να κάνουν πρόοδο στην εφαρμογή των προβλέψεων της Συμφωνίας, αλλά επίσης των συστάσεων των κοινών επιτροπών, όχι μόνο για τα σχολικά εγχειρίδια, αλλά επίσης για τα εμπορικά σήματα, τις σημάνσεις οδοποιίας και, πολύ σημαντικό, για την κύρωση υπογεγραμμένων διμερών συμφωνιών».

Πώς θα μπορούσε η οικονομική συνεργασία, π.χ. στην ενέργεια, να βοηθήσει στην περαιτέρω προώθηση των διμερών σχέσεων; Πιστεύει η πλευρά σας ότι η κύρωση των τριών Μνημονίων Συνεργασίας που εκκρεμεί στην ελληνική Βουλή ή η πραγματοποίηση του 2ου Ανωτάτου Συμβουλίου Συνεργασίας θα έδιναν περισσότερη ώθηση;

«Η αναμενόμενη κύρωση των διμερών συμφωνιών από το ελληνικό Κοινοβούλιο είναι καίριας σημασίας για την προώθηση της οικονομικής μας συνεργασίας. Η διαφοροποίηση στην ενέργεια αποτελεί εθνικό στόχο και σε αυτή την κατεύθυνση η συμμετοχή μας στο ενεργειακό έργο στην Αλεξανδρούπολη ήταν πολύ σημαντική απόφαση. Ευθυγραμμίζεται με την εθνική ενεργειακή μας πολιτική, αλλά θα αποτελέσει και κίνητρο για ευρύτερη οικονομική συνεργασία και διασύνδεση των χωρών μας».

Η ευρωπαϊκή ενταξιακή διαδικασία της Βόρειας Μακεδονίας έχει κολλήσει εξαιτίας του βουλγαρικού βέτο. Βλέπετε φως στο τούνελ; Ποιες ιδέες ή προτάσεις από τα Σκόπια, τη Σόφια ή την ΕΕ βρίσκονται στο τραπέζι ώστε να ξεπεραστεί το αδιέξοδο;

«Δυστυχώς, αυτή η κατάσταση μας αποτρέπει να ξεκινήσουμε ενταξιακές συνομιλίες με την ΕΕ, αν και η χώρα μου έχει όλες τις απαραίτητες προϋποθέσεις για την έναρξή τους και επί πολλά χρόνια λαμβάνει θετικές εισηγήσεις από την Κομισιόν. Θα συνεχίσουμε να δρούμε εποικοδομητικά στις συνομιλίες με την επίσημη Σόφια. Η λύση στις ενστάσεις της Βουλγαρίας πρέπει να ευθυγραμμίζεται με τη Συμφωνία Φιλίας και Συνεργασίας των δύο χωρών και να σέβεται το δικαίωμα αυτοπροσδιορισμού του έθνους μας όπως και την εθνοτική ταυτότητα και μακεδονική γλώσσα. Ελπίζουμε μετά τις βουλγαρικές εκλογές να συνεχίσουμε τις συνομιλίες με τον νεοεκλεγέντα πρόεδρο και με μία πολιτική κυβέρνηση με πλήρη εξουσία που θα διαθέτει πλειοψηφία στο Κοινοβούλιο».

Πρόσφατα, η Βόρεια Μακεδονία υπέγραψε μία 5ετή στρατιωτική συμφωνία με την Τουρκία. Αυτό προκάλεσε ανησυχία στην Αθήνα και είμαι βέβαιος ότι το αντιλαμβάνεστε καθώς η Ελλάδα είναι υποστηρικτής της ευρωατλαντικής σας ολοκλήρωσης. Θα έπρεπε να αναμένουμε εμβάθυνση της στρατιωτικής συνεργασίας Σκοπίων – Αγκυρας και την πιθανή προμήθεια τουρκικών οπλικών συστημάτων;

«Υπάρχει μία μακροχρόνια συνεργασία μεταξύ Βόρειας Μακεδονίας και Τουρκίας στον αμυντικό τομέα, άρα η υπογραφή αυτής της συμφωνίας δεν είναι κάτι νέο. Με δεδομένο ότι η συμφωνία που πρόσφατα υπεγράφη αποτελεί μέρος μιας διμερούς αμυντικής συνεργασίας 20 ετών, δεν μπορεί να θέσει σε κίνδυνο την εξαιρετική στρατιωτική συνεργασία μας με την Ελλάδα. Αντιθέτως, μετά από την υπογραφή της Συμφωνίας των Πρεσπών και την ένταξή μας στο ΝΑΤΟ, είμαστε μάρτυρες της ενίσχυσης της συνεργασίας μεταξύ των υπουργείων Αμυνας και των Ενόπλων Δυνάμεών μας. Η Βόρεια Μακεδονία επέλεξε την Ελλάδα και υπέγραψε Τεχνική Συμφωνία μαζί της για την εναέρια αστυνόμευση, κάτι που σημαίνει ότι ελληνικά αεροσκάφη θα προστατεύουν τον εναέριο χώρο μας, οι ειδικές δυνάμεις εκτελούν κοινές ασκήσεις και το 2021 πραγματοποιήσαμε τη μεγαλύτερης κλίμακας άσκηση στο έδαφός μας με την Ελλάδα. Σκοπεύουμε να συνεχίσουμε αυτή τη συνεργασία στο μέλλον. Το Σχέδιο Διμερούς Αμυντικής Συνεργασίας για το 2021 αποτελείται από 69 δράσεις».