Τη στιγμή που έχουν έλθει τα πάνω κάτω στη διεθνή σκακιέρα και δεν ισχύουν πλέον οι γνωστές σταθερές ισορροπίες που καθόριζαν τους κανόνες του παιχνιδιού στο παρελθόν, οι εκλογές στη Γερμανία αποκτούν μια πρόσθετη σημασία, που ξεφεύγει από το απλό ερώτημα για το ποιες πολιτικές αλλαγές θα επέλθουν στο εσωτερικό της χώρας, καθώς τώρα η προσοχή εστιάζεται περισσότερο στο τι θα σημάνουν οι αλλαγές αυτές στο υπό διαμόρφωση νέο διεθνές σκηνικό. Τη στιγμή μάλιστα που την ερχόμενη άνοιξη οι προεδρικές εκλογές στη Γαλλία θα δώσουν απάντηση στο ίδιο ερώτημα και κυρίως στο πώς θα κινηθεί μελλοντικά ο γαλλογερμανικός άξονας, από τον οποίο ουσιαστικά εξαρτάται και η πορεία της Ενωμένης Ευρώπης. Διότι μόνον όταν οι δύο αυτές χώρες συνεργάστηκαν αρμονικά η πορεία αυτή ήταν προς τα εμπρός.

Και η αλήθεια είναι ότι η συνεργασία Μακρόν – Μέρκελ ενώ υπήρξε ιδιαίτερα στενή, στο θέμα της ευρωπαϊκής ενοποίησης παρουσίασε κενά, τόσο στον τομέα της κοινής οικονομικής πολιτικής με στόχο την ενίσχυση των ασθενέστερων χωρών (όπως η Ελλάδα) όσο και στα ζητήματα ενίσχυσης της ενιαίας εξωτερικής και αμυντικής πολιτικής. Αρκεί να θυμηθούμε την ομιλία του γάλλου προέδρου στην Πνύκα το 2017, αμέσως μετά την εκλογή του, όπου εξέθεσε το όραμά του για μια συνολική επανεκκίνηση της Ευρώπης. Ενα όραμα που δεν βρήκε ανταπόκριση από τη γερμανική πλευρά. Και το ερώτημα είναι αν τώρα, που η Ανγκελα Μέρκελ θα έχει αποχωρήσει, ο όποιος διάδοχός της θα ακολουθήσει την ίδια αρνητική γραμμή ή όχι. Αν το αποτέλεσμα των εκλογών είναι ξεκάθαρο την απάντηση θα την έχουμε αμέσως, αν όχι θα πρέπει να περιμένουμε την κατάληξη των διακομματικών διαπραγματεύσεων, που μπορεί να πάρουν και μήνες.

Αυτή όμως δεν θα είναι και η μόνη αναμονή, καθώς δεν θα γνωρίζουμε ποιος θα είναι ο νέος πρόεδρος της Γαλλίας πριν από τις προεδρικές εκλογές του ερχόμενου Απριλίου. Και ενώ όλα δείχνουν ότι στον δεύτερο γύρο θα επανεκλεγεί ο Μακρόν, όλα θα εξαρτηθούν από το ποιος θα είναι ο αντίπαλός του. Αυτή η αβεβαιότητα όμως είναι σίγουρο ότι θα επηρεάσει άμεσα τη γαλλική προεδρία της Ενωσης το ερχόμενο εξάμηνο, τη στιγμή που θα πρέπει να ασκήσει έναν αποφασιστικό ρόλο για τη υλοποίηση της στρατηγικής αυτονομίας της Ευρώπης, μετά το Αφγανιστάν και τη ρήξη ΗΠΑ – Γαλλίας, που ήλθε να ολοκληρώσει το ρήγμα στο ΝΑΤΟ. Σε μια περίοδο, που λόγω Κίνας η απειλή εστιάζεται πλέον στον Ινδοειρηνικό Ωκεανό και όχι στην προστασία της ευρύτερης περιοχής του Ατλαντικού, στην οποία αποσκοπούσε το Βορειοατλαντικό Σύμφωνο.