Είναι δισεκατομμυριούχος και εν μέρει «αυτοδημιούργητος», από την άποψη ότι κατάφερε να μεγαλώσει και να επεκτείνει την εταιρεία που έχτισε ο πατέρας του τη δεκαετία του ’40 στη Νέα Υόρκη. Εχει σπουδαία έργα τέχνης στην κατοχή του, ανάμεσά τους και το πορτρέτο της σκυλίτσας του φιλοτεχνημένο από τον φίλο του Αντι Γουόρχολ, αλλά και ένα Ιδρυμα που φέρει το όνομά του και διοργανώνει σημαντικότατες εκθέσεις. Ωστόσο, αν δεν ήταν παντρεμένος με το supermodel Στέφανι Σέιμουρ, μπορεί να μη γνωρίζαμε το όνομά του. Λέγεται λοιπόν Πίτερ Μπραντ, συγκαταλέγεται ανάμεσα στους 200 πιο σημαντικούς συλλέκτες του κόσμου και είναι CEO της εταιρείας επεξεργασίας χαρτιού White Birch Paper, η οποία έχει περάσει από σαράντα κύματα εξαιτίας της κρίσης του έντυπου Τύπου. Πρόκειται για μια επαγγελματική δοκιμασία εναρμονισμένη με την προσωπική του ζωή, η οποία σημαδεύτηκε και από τον θάνατο του γιου του, Χάρι, σε ηλικία 24 ετών από υπερβολική δόση ναρκωτικών ουσιών.

Kληρονομικό χάρισμα

Ο Πίτερ Μπραντ γεννήθηκε στο Κουίνς το 1947 από εβραίους γονείς, μετανάστες από τη Βουλγαρία. Οχι όπου κι όπου στο Κουίνς αλλά στα Jamaica Estates, με τα σπίτια των εκατομμυρίων δολαρίων όπου μεγάλωσε – ας μην ξεχνιόμαστε – και ο Ντόναλντ Τραμπ, πολύ καλός φίλος του. Ο πατέρας του συγκεκριμένα έκανε την περιουσία του από μια εταιρεία επεξεργασίας και μεταποίησης χαρτιού την οποία κληροδότησε και στον γιο του, μαζί με το ενδιαφέρον για την τέχνη καθώς ο Μάρεϊ, όπως ήταν το όνομα του Μπραντ του πρεσβύτερου, αγαπούσε να επισκέπτεται τα μεγάλα μουσεία. «Πηγαίναμε να δούμε τη συλλογή Φρικ κάθε 2-3 μήνες. Ηταν μια πολύ εκπαιδευτική εμπειρία» έλεγε σε συνέντευξή του ο Πίτερ Μπραντ. Την αξιοποίησε δεόντως όταν του δόθηκε η ευκαιρία καθώς σε ένα ταξίδι της οικογένειας στην Ελβετία όπου πήγαιναν τακτικά για σκι, γνώρισε τον Μπρούνο Μπισοφμπέργκερ. Ο ελβετός συλλέκτης και έμπορος τέχνης ήταν εκείνος που τον συμβούλεψε να μην αρχίσει να επενδύει στους μεγάλους της ιστορίας της τέχνης ή στους ιμπρεσιονιστές αλλά να στρέψει την προσοχή του στη σύγχρονη τέχνη. Κάπως έτσι ο Πίτερ Μπραντ άρχισε να συλλέγει καλλιτέχνες της εποχής του όπως τον Αντι Γουόρχολ, με τον οποίο μάλιστα έγιναν και φίλοι, καθώς εκείνος ζήτησε κάποια στιγμή να γνωρίσει τον συλλέκτη που αγόραζε τόσο πολλά έργα του (μέχρι σήμερα παραμένει ένας από τους ιδιώτες με τα περισσότερα έργα με την υπογραφή Warhol στη συλλογή του). Δεν εκπλήσσει κανέναν ότι ο Μπραντ έγινε και ιδιοκτήτης του περιοδικού «Interview», το οποίο ως γνωστόν ίδρυσε ο πάπας της ποπ αρτ – το απέκτησε λίγο μετά τον θάνατό του το 1987. Από την κατοχή του έχουν περάσει και άλλες γνωστές και σημαντικές εκδόσεις, όπως το περιοδικό «Art in America», το οποίο συγχωνεύτηκε σε μια εταιρεία με το «ARTnews» το 2015 (αμφότερα πουλήθηκαν στην εταιρεία PMC, στην οποία ανήκει και το περιοδικό «Variety» από το 2018). Παρεμπιπτόντως, ο Μπραντ έχει χρηματοδοτήσει και ταινίες σχετικές με την τέχνη. Οπως την «Αndy Warhol’s Bad» σε σκηνοθεσία Τζεντ Τζόνσον με τον Αντι Γουόρχολ το 1977, αλλά και το «Basquiat» (1996) με θέμα τη ζωή του Ζαν-Μισέλ Μπασκιά ή το «Pollock» (2000) με τον Εντ Χάρις στον ρόλο του αφηρημένου εξπρεσιονιστή.

Συλλέγω, άρα υπάρχω

Ολα όμως αρχίζουν και τελειώνουν με τη συλλογή έργων τέχνης που τον καθιστά έναν από τους 200 πιο ισχυρούς συλλέκτες στον κόσμο. Μέρος της στεγάζεται στο Brant Foundation Art Study Center στο Greenwich του Κονέκτικατ, το οποίο ιδρύθηκε το 2009 για να φιλοξενεί πολλές σημαντικές εκθέσεις. Το 2019 άνοιξε και το «αδελφάκι» του Ιδρύματος στο East Village του Μανχάταν της Νέας Υόρκης με μια έκθεση του Ζαν-Μισέλ Μπασκιά, έτερου αγαπημένου καλλιτέχνη του Πίτερ Μπραντ. Στη συλλογή του υπάρχουν εξάλλου πολλά έργα του, εκτός από το «Boy and Dog in Johnnypump» (1982) το οποίο πούλησε στον αμερικανό επιχειρηματία και συλλέκτη Κεν Γκρίφιν για περισσότερα από 100 εκατ. δολάρια την περασμένη μόλις χρονιά. Ο Πίτερ Μπραντ άρχισε να συλλέγει έργα τέχνης από τα τέλη της δεκαετίας του ’60, όσο ακόμα σπούδαζε στο Πανεπιστήμιο του Κολοράντο. Με χρήματα που είχε βγάλει στο χρηματιστήριο, μια δραστηριότητα που αγαπούσε ιδιαίτερα, είχε αγοράσει «δύο Γουόρχολ» και έναν «μεγάλο Φραντς Κλάιν». Εκτοτε δεν σταμάτησε να συγκεντρώνει έργα με έναν ενθουσιασμό ή με μια λύσσα που «δεν ικανοποιείται ποτέ», όπως έλεγε αφότου είχε κάνει τις αγορές του στην τελευταία διοργάνωση της φουάρ Art Basel Miami Beach. Στη συλλογή του περιλαμβάνονται ως επί το πλείστον αμερικανοί καλλιτέχνες, όπως ο Νταν Φλάβιν, o Γκλεν Λίγκον, o Τζούλιαν Σνάμπελ, o Ουρς Φίσερ, αλλά και έργα που έχουν ως αντικείμενο – κυριολεκτικά και μεταφορικά –
τη σύζυγό του και διάσημο supermodel Στέφανι Σέιμουρ και είναι φιλοτεχνημένα από διάσημους εικαστικούς, όπως ο Τζεφ Κουνς, ο Τζορτζ Κόντο ή ο Μαουρίτσιο Κατελάν. O τελευταίος άντλησε την έμπνευσή του για το έργο της συζύγου από τα τρόπαια κυνηγιού που είχε ο Μπραντ αναρτημένα στους τοίχους του σπιτιού του για να δημιουργήσει το γλυπτό «Stephanie» ή «Trophy Wife» (Σύζυγος τρόπαιο), με το γνωστό μοντέλο γυμνό να κρατάει τα στήθη του και να αναδύεται από τον τοίχο ως ακρόπρωρο χωρίς πλοίο και ως μια ατράνταχτη απόδειξη (παρ’ όλη την αναπόδραστη ειρωνεία που περιμένει κανείς από ένα έργο Κατελάν) της θέσης της σε αυτόν τον γάμο. Mε τις ευλογίες του Μπραντ, καθώς όλα αυτά τα έργα είναι αναθέσεις του ιδίου, η Σέιμουρ είχε ποζάρει για μια σειρά ηδυπαθών φωτογραφιών στην έπαυλή τους στο Γκρίνουιτς για τον φακό του Γιούργκεν Τέλερ, υλικό που συμπεριλήφθηκε στο βιβλίο του φωτογράφου με τίτλο «More» (2002).

Till death do them part

Η ανταλλαγή ήταν ξεκάθαρη. Του έδωσε την ομορφιά της και το celebrity status της. Της έδωσε λεφτά, πολλά λεφτά. Οταν o Πίτερ Μπραντ γνώρισε τη Στέφανι Σέιμουρ εκείνη ήταν μόλις 25 χρόνων, ένας από τους Αγγέλους της Victoria’s Secret και φρεσκοχωρισμένη από τη χαρντ ροκ σχέση της με τον Αξλ Ρόουζ των Guns N’ Roses. Εκείνος ήταν 46, δισεκατομμυριούχος και παντρεμένος με πέντε παιδιά. Ερωτεύτηκαν τρελά και άφησαν τα πάντα πίσω τους (βασικά εκείνος) για να παντρευτούν στο Παρίσι με παπά και κουμπάρο τον γκαλερίστα Τόνι Σαφράζι της Shafrazi Art Gallery στη Νέα Υόρκη. Είναι άδικο όμως να χαρακτηρίσει κάποιος τη Στέφανι ως «maneater», όπως γράφεται συχνά-πυκνά στα ταμπλόιντ εξαιτίας της συνήθειάς της να συνάπτει σχέσεις με πάμπλουτους άνδρες με εξουσία, όπως για παράδειγμα ο γοητευτικότατος Τζον Καζαμπλάνκας του πρακτορείου Εlite, με τον οποίο ήταν ζευγάρι στα 16 της, όταν εκείνος ήταν 48 και επίσης παντρεμένος. Η σχέση του Πίτερ Μπραντ με την πρώτη σύζυγό του, Σάντρα Σιμς, μάλλον είχε αρχίσει να πνέει τα λοίσθια, αν κρίνει κανείς από το γεγονός ότι και εκείνη ήταν ζευγάρι ήδη με την Ινγκριντ Σίσι, την αρχισυντάκτρια του περιοδικού «Interview» την περίοδο 1989-2008, ένας δεσμός ο οποίος επισημοποιήθηκε το 2015 έπειτα από περισσότερο από 25 χρόνια έρωτα.

Με τη Στέφανι Σέιμουρ ο Πίτερ Μπραντ απέκτησε άλλα τρία παιδιά. Oι δύο γιοι του, Πίτερ Τζούνιορ και Χάρι, χαρακτηρίζονταν μέχρι πρόσφατα ως οι αρσενικές Νίκι και Πάρις Χίλτον, μια και ήταν μόνιμα παρόντες στα πιο hip πάρτι της Νέας Υόρκης και πάντα στην πρώτη σειρά των ντεφιλέ των κορυφαίων σχεδιαστών. Δύο αγόρια τα οποία μαζί με τη μικρότερη αδελφή τους μεγάλωσαν σε μια έπαυλη τριών χιλιάδων στρεμμάτων στο Κονέκτικατ γεμάτη με στάβλους και δεκάδες πόνι αλλά και ένα γήπεδο για πόλο, το σπορ που αγαπάει ιδιαίτερα ο Πίτερ Μπραντ και επιδίδεται σε αυτό ως «άλλος Τζον Μακ Ενρο», παρατσούκλι που κέρδισε χάρη στο έντονο ταμπεραμέντο του και την κάκιστη σχέση του με την ήττα. Μια έπαυλη γεμάτη τέχνη, όπως ένα τεράστιο γλυπτό του Κουνς στον κήπο, το περίφημο «Puppy» το οποίο είναι όμοιο με εκείνο που κοσμεί την είσοδο του Μουσείου Γκουγκενχάιμ στο Μπιλμπάο, αλλά και έργα από την πλούσια συλλογή του Μπραντ που κοσμούν το εσωτερικό του σπιτιού. Αποτελούσαν και μια πρώτης τάξεως ευκαιρία για να τεστάρει τις καλλιτεχνικές γνώσεις των υιών ρωτώντας τους τα ονόματα των καλλιτεχνών. «Αν έδινα τη σωστή απάντηση, έπαιρνα ένα δολάριο» έλεγε ο Χάρι Μπραντ στο περιοδικό «Haprer’s Bazaar» το 2014. Περίεργο αν αναλογιστεί κανείς ότι είχε διαρρεύσει στον Τύπο ότι υπήρξε μια περίοδος, πριν από δέκα χρόνια περίπου, που το νοικοκυριό του Μπραντ ξόδευε 30.000 δολάρια τον μήνα για προμήθειες σπιτιού, «από μια οδοντόκρεμα μέχρι τις πετσέτες», και άλλα 12.500 δολάρια για «διάφορα προσωπικά έξοδα» του ιδίου του Πίτερ (του πατρός).

Μια προδιαγεγραμμένη τραγωδία

Δεν ξέρουμε με ποιον τρόπο ακριβώς χειρίστηκε η οικογένεια το οιδιπόδειο σύμπλεγμα, όμως απ’ ό,τι φαίνεται στις φωτογραφίες τους, οι δύο γιοι του ζευγαριού ήθελαν διακαώς να μοιάσουν στην πανέμορφη μητέρα τους. Και το κατάφεραν, ίσως και με την αρωγή πλαστικών επεμβάσεων, αν και δεν έγιναν ποτέ διάσημοι όσο εκείνη στον χώρο του μόντελινγκ όπου έκαναν ορισμένα μικρά βήματα. Η πρωτότυπη συνδρομή τους στον κόσμο της μόδας μπορεί να θεωρηθεί, τουλάχιστον μέχρι στιγμής, η σειρά unisex καλλυντικών για την εταιρεία MAC. Ο μικρότερος από τους δύο, ο Χάρι, δεν κατάφερε να νικήσει την εξάρτησή του από τις ναρκωτικές ουσίες και βρέθηκε νεκρός στα 24 του από υπερβολική δόση στις 17 του περασμένου Ιανουαρίου. Ηταν η τραγική κατάληξη σε μια χρόνια μάχη, η οποία γινόταν ορατή στο ευρύ κοινό μέσα από τις περιπέτειες της οικογένειας με τον νόμο. Για παράδειγμα, στην κατοχή του Χάρι είχαν βρεθεί ναρκωτικές ουσίες όταν είχε αποπειραθεί να μην πληρώσει το αντίτιμο της κούρσας σε έναν οδηγό ταξί (το ποσό ήταν γύρω στα 28 δολάρια). Ο δε αδελφός του, Πίτερ, είχε επιτεθεί μεθυσμένος σε έναν αστυνομικό στο αεροδρόμιο JFK, γεγονός που είχε αποκαλύψει τον εθισμό του στο ποτό.

Το 2009 η Σέιμουρ κατέθεσε αίτηση διαζυγίου κατηγορώντας τον σύζυγό της ως χειριστικό, με τον Μπραντ να την αποκαλεί ακατάλληλη μητέρα που κατανάλωνε χάπια και αλκοόλ δίχως μέτρο και φραγμό. Τελικά δεν χώρισαν ποτέ, όμως πέντε χρόνια μετά της είχε ασκηθεί δίωξη για οδήγηση υπό την επήρεια ουσιών, όταν είχε ντεραπάρει το Range Rover της. Ο γεννήτορας της οικογένειας είχε απλώς μπει στη φυλακή για 84 μέρες για φοροδιαφυγή το μακρινό 1990, όπως αγαπά να αναπαράγει ο αμερικανικός Τύπος, θέλοντας να του προσάψει ότι η δική του κληρονομιά δεν ήταν τόσο επωφελής όσο εκείνη του πατέρα του. Δίκαια ή άδικα, το ξέρει μόνο εκείνος και η γυναίκα που ήταν κάποτε ένα τρόπαιο.