Αν και χαμηλότερης έντασης, μπορεί να καταχωριστεί στις παρενέργειες της κρίσης. Είναι η παρενέργεια που εκδηλώνεται ως διαγκωνισμός και σύγκρουση ορθοτήτων. Ο,τι είναι επιστημονικά ορθό, λένε, δεν είναι απαραίτητα ηθικά ορθό. Ακόμη περισσότερο, μπορεί να μην είναι συνταγματικά ορθό. Κάπως έτσι, αυτό που θα ήταν η λύση σε ένα πρόβλημα δημόσιας υγείας άρχισε να φαντάζει το ίδιο σαν πρόβλημα δημοκρατίας και βιοηθικής. Ποιος μπορεί να μου επιβάλει να εμβολιαστώ εάν δεν θέλω; Είναι σωστό να προσφέρονται «προνόμια» στους εμβολιασμένους ή «διευκολύνσεις», σύμφωνα με την πιο ήπια διατύπωση του Πρωθυπουργού, ενώ εκείνοι που δεν σήκωσαν το μανίκι να μη βρίσκουν τραπέζι για να φάνε; Μπορεί να εξαρτάται η όρεξή μου από τις ορέξεις του εστιάτορα;

Η αλήθεια είναι πως εάν οι μάχες κρίνονται από τη συγκρότηση των στρατηγών τους, τότε αυτή έχει τελειώσει πριν καν ξεκινήσει. Η δεσπόζουσα φυσιογνωμία του ενός στρατοπέδου είναι μια αναισθησιολόγος που αρνήθηκε να εμβολιαστεί στο όνομα της οργανικής της αυτοδιάθεσης – «ο καθένας», είπε, «κάνει το σώμα του ό,τι θέλει». Του άλλου είναι η Πρόεδρος της Δημοκρατίας, σύμφωνα με την οποία «το Σύνταγμα κατά κανέναν τρόπο δεν αναγνωρίζει δικαίωμα σε κάποιον να θέτει σε κίνδυνο τη ζωή του άλλου και την υγεία του. Αρα το όριο της ελευθερίας των επιλογών μας είναι ο διπλανός μας, είναι ο άλλος».

Η ειδικότητα της γιατρού, που τελικά νόσησε από κορωνοϊό θέτοντας σε κίνδυνο τους ασθενείς του νοσοκομείου όπου εργάζεται, προσφέρεται για λογοπαίγνια – αναισθησιολόγος, αλλά πού τη βρήκε τόση αναισθησία; Η νομομάθεια της Προέδρου τής δίνει την άνεση να προσφέρει απλά μαθήματα αγωγής του πολίτη. Δεν είναι το σώμα σου που προηγείται, είναι η ζωή του άλλου. Δεν καταπιέζεται η αναισθησία σου, οριοθετείται από την υπεύθυνη στάση.

Είναι το ίδιο το γεγονός της προεδρικής παρέμβασης, όμως, που μαρτυρά πως καμία μάχη δεν τελειώνει πριν από το οριστικό της τέλος. Είναι το γεγονός πως επιστρατεύεται η θεσμική πειθώ, ανεξάρτητα από αυτόν που έχει απέναντί της, στο σύμπαν της άρνησης και της απροθυμίας. Τα όπλα της πειθούς και η υποχρέωση της πολιτείας να πείσει για τη χρησιμότητα των εμβολίων δεν αλλάζουν, είτε οι δέκτες είναι οι εθισμένοι της αναισθησίας είτε οι ρέκτες της συνωμοσιολογίας. Είτε η αιτία της άρνησης είναι η ιδεοληψία είτε απλώς ο φόβος. Η δημοκρατία δεν κάνει διακρίσεις ακόμη και όταν την αντιπολιτεύεται η ανόθευτη ανοησία.

Είναι ένα ερώτημα, ωστόσο, εάν ανάμεσα στα όπλα της περιλαμβάνεται και η απειλή της απόλυσης, όπως αυτή που διατύπωσε ο υπουργός Ανάπτυξης για τους ασυμμόρφωτους υπαλλήλους. Το ερώτημα θα μπορούσε να τεθεί ως άσκηση στο μάθημα της Αγωγής του Πολίτη. Εκτός και αν καταχωριστεί η εκτόξευση της απειλής στις μόνιμες παρενέργειες της εξουσίας.