Το κακό είναι ο έναστρος ουρανός του καλού

(Φ. Κάφκα,
«Τα μπλε τετράδια»)

Ως εάν να μην είχε υπάρξει ο Καντ. Ως εάν να μην είχε συσχετισθεί το ζήτημα του νόμου με τη νόθευση της καθαρότητας του ορθού Λόγου ή της υπερεγωτικής εκδοχής του από τους εκάστοτε κυβερνώντες. Ως εάν να μην είχε γράψει ο Ζακ Λακάν το πολυσυζητημένο κείμενό του «Ο Καντ με τον Σαντ» και να μην είχε συνδυάσει την «Κριτική του Πρακτικού Λόγου» με τη «Φιλοσοφία στο Μπουντουάρ» του θεϊκού Μαρκήσιου, τονίζοντας μάλιστα ότι το τελευταίο είναι το αναγκαίο συμπλήρωμα του πρώτου και επιπλέον προσφέρει την αλήθεια του.

Ως εάν η ψυχανάλυση – όχι αυτή του Διαδικτύου – να μην είχε αναδυθεί από το ρομαντικό θέμα της «ευτυχίας μέσα στο Κακό» ή ακόμη περισσότερο της δυστυχίας μέσα στον πολιτισμό. Και σαν να μην έφταναν λοιπόν όλα αυτά (ο κορωνοϊός, ο Ερντογάν, το βαθύ κόκκινο) και αναθέσαμε στον Κούγια τα ψιλά αυτά γράμματα της φιλοσοφίας να τα κάνει ψιλά για το πορτοφόλι του.

Αγνοήσαμε ότι ο Καντ και ο Σαντ είναι σύγχρονοι της Γαλλικής Επανάστασης. Παρακάμψαμε την προτροπή του Μαρκησίου να προσπαθήσουμε ξανά να γίνουμε περισσότερο δημοκράτες. Λησμονήσαμε ότι συνδέεται η Διακήρυξη των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων με την περίοδο της Τρομοκρατίας, σύνδεση που φωτίζεται από τις θέσεις του Εγελου για την «απόλυτη ελευθερία και τον τρόμο». Το σημαντικότερο; Κρύψαμε επιμελώς το ότι το υπερεγώ μας έχει ως πρόδρομό του τον αποπλανητή διαφθορέα, που στηρίζει τη δράση του όχι τόσο στην αποπλάνηση όσο στην κυριαρχία. Διότι το υπερεγώ εν τέλει επικαλείται την επιθετικότητα και την εξουσία για την ικανοποίηση των επιθυμιών του, σε μια πρώτη ανάγνωση. Αλλά σε μια δεύτερη, για να προστατέψει τον ψυχισμό από την επικίνδυνη επιστροφή του απωθημένου. Και επειδή το πιο ενδιαφέρον με τον διαφθορέα είναι ότι διαψεύδει τη σωκρατική ιδέα ενός «ουδείς εκών κακός» προβάλλοντας το κακό ως αποτέλεσμα ενός γνωστικού σφάλματος αναφορικά με το «δέον», αυτό που το δέον ωστόσο υπονοεί ως φωνή της συνείδησης δεν είναι άλλο από τη φωνή ενός σαδιστικού υπερεγώ που λειτουργεί πάντοτε ως άλλος. (Ο Βασίλης Αυλωνίτης όταν διατυμπανίζει το «Πνεύμα και ηθική»!).

Αλλά η «φωνή» μέσα μας που υπαγορεύει την καντιανή προστακτική «πράττε έτσι ώστε ο γνώμονας της θέλησής σου να μπορεί πάντοτε να ισχύει συγχρόνως ως αρχή μιας καθολικής νομοθεσίας», την ίδια στιγμή μπορεί να ανατραπεί από έναν λιγότερο απαθή γνώμονα που υπαγορεύει: «πράττε έτσι ώστε να προσπορίζεσαι την ηδονή» ή «πράττε έτσι ώστε να αποφεύγεις τον πόνο».

Και επειδή «ο θεμελιώδης νόμος του καντιανού πρακτικού Λόγου» δεν αναφέρεται σε κανέναν Ποινικό Κώδικα αλλά σε εκείνη την ηθική σάρωση ολόκληρου του πεδίου της δράσης μας, τότε δεν πρέπει να μας ξενίζει γιατί το έλλογο ον εξαιτίας του καθολικού κριτηρίου της ηθικότητας παραμένει παθολογικό. Καταδικασμένο να βιώνει τη δυστυχία μέσα στον πολιτισμό του και να εξαρτά τόσο τον πόνο όσο και την απόλαυση από την ηθική εμπειρία, η οποία ωστόσο τα θέτει και τα αίρει. Ετσι ο Σαντ αποδεικνύεται τιμιότερος του Καντ, διότι, ενώ ο Καντ μας αφήνει να πιστεύουμε ότι το υποκείμενο ομιλεί στον ίδιο του τον εαυτό διατυπώνοντας έναν τρομοκρατικό νόμο, ο Σαντ μας φέρνει αντιμέτωπους με μια διατύπωση στην οποία η διάκριση μεταξύ υποκειμένου και Αλλου είναι ρητή. Πράγμα που μας δείχνει ότι ο Καντ συγκαλύπτει τον διχασμό του υποκειμένου μέσα στον νόμο.

Ο ηθικός νόμος με το να εμποδίζει όλες τις «κλίσεις» μας προφανώς μου προκαλεί ένα συναίσθημα πόνου και αυτό όχι γιατί δεν μπορώ να κλείσω την τηλεόραση, αλλά γιατί οι «κλίσεις» που συναντώ στους ανθρώπους με καταπλήσσουν· ευνοημένες καθώς είναι από τον νόμο του Θεάματος. Και δεν μπορώ παρά να οικτίρω τον εαυτό μου όταν ο μαζοχισμός μου μπροστά στις οθόνες φτάνει στο σημείο να ανατρέψει ακόμη και την αρχή «καμία ποινή χωρίς δικαστική κρίση», αφού στην εποχή μου η ποινή προηγείται του Θεάματος. Να τι με κάνει να νιώθω a priori ένοχος. Εσχατο καταφύγιο για την ορθή μου κρίση; Η ηδονοβλεψία ως ενημέρωση του δημοκρατικού πολίτη. Αλλά – η Αρεντ δεν παύει να το τονίζει – το «πολιτικώς σκέπτεσθαι» δεν μπορεί να απεμπλακεί και από μια αισθητική κρίση, εάν επιθυμούμε πράγματι να «είμαστε μαζί» και όχι χονδροειδώς ο ένας εναντίον του άλλου. Ομως το «πολιτικώς σκέπτεσθαι» δεν μπορεί να συμβαδίζει ούτε με το Θέαμα ούτε με την καταστολή ούτε με την υποκρισία. Θα πήγαινε ίσως με τη φιλοσοφία, εάν το μπουντουάρ της δεν είχε καταλάβει η Φαίη Σκορδά.