Το ποσοστό των γυναικών που ασχολείται ακαδημαϊκά και επαγγελματικά με τις τεχνολογικές επιστήμες, εν συντομία STEM (Science, Technology, Engineering and Mathematics) είναι εξαιρετικά μικρότερο από αυτό των ανδρών. Είναι οι άνδρες καλύτεροι στα μαθηματικά από τις γυναίκες; Η απάντηση είναι όχι. Τότε τι συμβαίνει;

Ο λόγος είναι καθαρά κοινωνικός κι έχει να κάνει με κάποια λάθος στερεότυπα τα οποία έχουν ασυνείδητα ριζώσει μέσα μας και μεταφέρονται από γενιά σε γενιά. Για να το καταλάβουμε πιο απλά, οι περισσότερες κοινωνίες θεωρούν οτι κάποια χειρωνακτικά επαγγέλματα (π.χ. μηχανικός) δεν αρμόζουν στη γυναικεία φύση και επομένως οι γυναίκες αποθαρρύνονται από μια τέτοια επιλογή.

Ανάμεσα στις επιστήμες STEM, αυτή που πραγματικά εμφανίζει την μεγαλύτερη ανισότητα είναι η επιστήμη της Φυσικής. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι το γεγονός οτι βραβείο Νόμπελ Φυσικής έχει συνολικά απονεμηθεί μονάχα σε 4 γυναίκες, οι 2 εξαυτων μόλις πρόσφατα το 2018 (Donna Strickland) και το 2020 (Andrea Ghez).

Η άνιση κατανομή των φύλων στις τεχνολογικές επιστήμες έχει απασχολήσει έντονα την παγκόσμια επιστημονική κοινότητα αλλά και πολιτική, για δυο κυρίως λόγους:

α) διότι προφανώς, για λόγους κοινωνικής ισονομίας και προσφοράς ίσων ευκαιριών, είναι αναγκαία η αναγνώριση του προβλήματος και η καταπολέμησή του

β) διότι για χώρες όπως η Αγγλία ή η Γερμανία που επενδύουν και θέλουν να ηγούνται στην τεχνολογική ανάπτυξη, είναι ασύμφορο να περιορίζονται για την εύρεση επιστημονικών στελεχών μόνο στον μισό πληθυσμό, δηλαδή τους άνδρες

Το Ινστιτούτο Φυσικής με έδρα το Λονδίνο, μια από τις μεγαλύτερες, ιστορικότερες και παλαιότερες στον κόσμο στον τομέα της Φυσικής επιστημονικές κοινότητες, κάνει ενδελεχή μελέτη εδώ και τουλάχιστον μια 20ετία, γύρω από το ερώτημα «γιατί τα κορίτσια δεν επιλέγουν να σπουδάσουν Φυσική;». Τα ευρύματα τους καταλήγουν οτι η φυλετική διάκριση ξεκινάει από το ίδιο το σχολείο και το εκπαιδευτικό σύστημα.

Ανάμεσα σε πλήθος μαθητών στην Αγγλία όπου όλοι (αγόρια και κορίτσια) αρίστευσαν στην ηλικία των 16 τόσο στα μαθηματικά όσο και στην φυσική, το ποσοστό των αγοριών που επέλεξε να συνεχίσει με την Φυσική στο Λύκειο ήταν περί το 8.6% ενώ στα κορίτσια ήταν μόλις το 2.4%, δηλαδή λιγότερο από το 1/4 του συνόλου των μαθητών. Αξίζει δε να σημειωθεί, οτι το άνοιγμα της ψαλίδας είναι πολύ μικρότερο στην Σκωτία, όπου παραδοσιακά οι κοινωνίες εκεί είναι λιγότερο συντηρητικές σε σχέση με την Αγγλία.

Όταν ρωτήθηκαν οι μαθητές σχετικά με τα κριτήρια βάσει των οποίων επιλέγουν τα μαθήματα ειδίκευσης τους στο Λύκειο, η απάντηση κατά την μεγαλύτερη πλειοψηφία ήταν οτι επηρρεάζονται από την καθοδήγηση των δασκάλων τους. Τα δε ποσοστά κοριτσίων που δείχνουν μεγαλύτερο ενδιαφέρον στην Φυσική αύξανονται όταν στα σχολεία παράλληλα με την θεωρία γίνεται και εργαστηριακή διδασκαλία, ή ακόμα όταν αυτές φοιτούν σε σχολείο θηλέων.

Σε ό,τι αφορά την επιλογή στην ανώτατη πανεπιστημιακή εκπαίδευση, η αναλογία φοιτητών που σπουδάζουν Φυσική στην Αγγλία είναι σταθερά εδώ και πολλές δεκαετίες 1:5 (δηλαδή οι φοιτήτριες είναι μόλις το 20%). Όπως επισημαίνει ο John Head (Working With Adolescents: Constructing identity, 1997), η επιλογή καριέρας στις τεχνολογικές επιστήμες είναι πολύ διαφορετική για τις νεαρές γυναίκες σε σύγκριση με τους νεαρούς άνδρες. Οι μεν θα επιλέξουν μια εύκολη και προφανή επιλογή: να μπουν σε ένα πεδίο ανδροκρατούμενο και ως εκτούτου θα εκλάβουν πιο εύκολα την έγκριση από τους ενήλικες και συνομήλικούς τους, καθώς θα επιβεβαιώθει η «αρρενωπότητά» τους.

Τα κορίτσια από την άλλη, θα κληθούν να κάνουν μια πάρα πολύ δύσκολη επιλογή. Θα χρειαστεί να ακολουθήσουν μια μη συμβατική διαδρομή και να είναι πρόθυμες να εργαστούν υπό συνθήκες όπου θα νοιώθουν αβεβαιότητα ως μειονότητα. Μια τέτοια επιλογή απαιτεί δέσμευση και σίγουρα αποφασιστικότητα.

Η καταπολέμηση των φυλετικών ανισοτήτων και διακρίσεων στον επιστημονικό χώρο απαιτεί δομημένο και μακροχρόνιο σχεδιασμό. Αφού πλέον έχει καταγραφεί το πρόβλημα, το επόμενο βήμα είναι η συνεχής μετεκπαίδευση και ενημέρωση των εκπαιδευτικών καθώς και η συστηματική αντιμετώπιση καθημερινά και σε κάθε επίπεδο των λανθασμένων πρακτικών που οδηγούν σε διακρίσεις με βάση το φύλο, τόσο στην εκπαίδευση όσο και στον εργασιακό χώρο και τελικά στην ίδια την κοινωνία.

Στην Ελλάδα λοιπόν, την χώρα από όπου ξεκινάει η ιστορία των επιστημών αλλά και από όπου σημαντικά πολλοί επιστήμονες διαπρέπουν εντός και εκτός συνόρων, θα είχε μεγάλο ενδιαφέρον μια αντίστοιχη χαρτογράφιση των φυλετικών ανισοτήτων και διακρίσεων και ενας σχεδιασμός σε επίπεδο τόσο τριτοβάθμιας όσο και πανεπιστημιακής εκπαίδευσης για την καταπολέμηση του.

Η Εύα Φιλιππάκη έχει σπουδάσει Φυσική στο Πανεπιστήμιο Κρήτης. Είναι Λέκτορας στην Διδακτική της Φυσικής στο King’s College London και εκλεγμένο μέλος επιτροπής του Ινστιτούτου Φυσικής (Institute of Physics) για την προώθηση γυναικών στην Φυσική.