Οι αμερικανικές εκλογές της 3ης Νοεμβρίου φαίνεται πως θα δρομολογήσουν αλλαγές στο καθεστώς που διέπει τη δομή και τη λειτουργία των λεγόμενων «τεχνολογικών γιγάντων» – και κάτι τέτοιο εξυπακούεται ότι δεν θα αφήσει αδιάφορες και ανεπηρέαστες τη Wall Street και τις αγορές εν γένει. Διότι τόσο οι Δημοκρατικοί όσο και οι Ρεπουμπλικανοί έχουν διακηρύξει την πρόθεσή τους να «ρυθμίσουν» τον κλάδο.

Η γενικότερη «θέαση» των δύο κομμάτων στο ζήτημα μοιάζει βέβαια εκ διαμέτρου αντίθετη. Κατ’ αρχάς το ότι ο Ντόναλντ Τραμπ τα έχει «σπάσει» με τη Σίλικον Βάλεϊ είναι γνωστό. Η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι ήταν οι αναρτήσεις του θριαμβευτικώς αναρρώσαντος προέδρου περί «σχετικότητας» των κινδύνων από τον κορωνοϊό – όταν η χώρα του θρηνεί σε εννέα μήνες 215.000 θύματα, ενώ την περίοδο 1941-1945 στα πεδία των μαχών του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου έπεσαν 291.000 Αμερικανοί. Τόσο το Twitter όσο και το Facebook έβαλαν φραγή στις αναρτήσεις του Τραμπ και σε απάντηση ο πρόεδρος τουίταρε: «Καταργήστε τη Διάταξη 230!!!».

Καχυποψία Ρεπουμπλικανών

Η Διάταξη 230 έχει κομβική νομοθετική σημασία για τη λειτουργία κοινωνικών δικτύων όπως το Facebook και το Twitter, καθώς τους προσδίδει το καθεστώς της «πλατφόρμας» και όχι του «εκδότη», και ως εκ τούτου τα προστατεύει από το καθετί υβριστικό, δυσφημιστικό ή τέλος πάντων παρεξηγήσιμο που «ανεβάζει» ο κάθε πικραμένος. «Σκεφθείτε αν για όλες τις αναρτήσεις στο Facebook, για όλες οι κατηγορίες και για όλους τους λίβελους που γράφονται, υπεύθυνος έναντι του νόμου ήταν ο Μαρκ Ζούκερμπεργκ», γράφει ο ρεπόρτερ του BBC Τζέιμς Κλέιτον.

Είναι προφανές ότι ένα τέτοιο μοντέλο δεν λειτουργεί. Δίχως τη Διάταξη 230 εταιρείες σαν το Facebook και το Twitter δεν θα ήταν όπως είναι σήμερα. Θα πρέπει να ελέγχουν εξονυχιστικά το περιεχόμενο των αναρτήσεων και μάλιστα σε πραγματικό χρόνο, κάτι που και η πιο ισχυρή τεχνητή νοημοσύνη αδυνατεί να φέρει εις πέρας. «Καλά, θα ρωτούσε κάποιος, ο Τραμπ λέει ότι θα καταργήσει τη Διάταξη 230, αλλά θα το πράξει;» είναι η ρητορική ερώτηση που θέτει ο ρεπόρτερ του BBC για να απαντήσει: «Κοιτάξτε τι έκανε με το TikTok. Απαγόρευσε το κατέβασμα της πλατφόρμας από τα καταστήματα εφαρμογών της Apple και της Google στις ΗΠΑ».

Πέραν όλων αυτών, πολλοί Ρεπουμπλικανοί πιστεύουν ότι τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης έχουν μια φιλοσοφία που δεν συνάδει με τη συντηρητική αντίληψη περί ζωής που τους διακατέχει. Το κόμμα του Τραμπ δηλαδή θα ευνοούσε την αυστηροποίηση της νομοθεσίας που διέπει τα social media. Από τελείως διαφορετική οπτική γωνία το ίδιο θα επιθυμούσαν, ωστόσο, και οι Δημοκρατικοί. Μπορεί με το χρίσμα στον Τζο Μπάιντεν να επικράτησε η κεντρώα γραμμή στους «liberals», όμως η προβληματική τους εκκινεί από την παλαιά «αριστερίστικη» άποψη περί μονοπωλίων.

Η έκθεση του Κογκρέσου

Στην έκθεσή της η Επιτροπή του Κογκρέσου για τις νέες τεχνολογίες, που ελέγχεται από τους Δημοκρατικούς, περιγράφει ως εξής τις εταιρείες του κλάδου: «Πρόκειται για εταιρείες που ξεκίνησαν ως ετερόκλητες, ασταθείς νεοφυείς επιχειρήσεις που αμφισβήτησαν το status quo και εξελίχθηκαν σε ένα είδος μονοπωλίων σαν κι αυτά που είχαμε την εποχή των βαρόνων του πετρελαίου και των μεγιστάνων των σιδηροδρόμων».

 Την επομένη της ανακοίνωσης των συμπερασμάτων της Επιτροπής, στην οποία η λέξη «μονοπώλιο» αναφέρεται 120 φορές, ο δείκτης Nasdaq και οι μετοχές εταιρειών υψηλής τεχνολογίας έκαναν μια θεαματική βουτιά. Βοήθησαν σε αυτό και οι δηλώσεις Ρεπουμπλικανών βουλευτών, όπως ο Κεν Μπακ, ότι συμφωνούν με τις περισσότερες επισημάνσεις της έκθεσης.

Σε κάθε περίπτωση, εκτιμούν οι ειδικοί, η εκλογή του Δημοκρατικού υποψηφίου είναι βέβαιο ότι θα δυναμώσει τις φωνές όσων ζητούν να τεθεί ένα αυστηρό νομοθετικό πλαίσιο λειτουργίας των μεγάλων τεχνολογικών εταιρειών και όσων πιστεύουν ότι κάποιες από τις εταιρείες αυτές καλό θα ήταν να «σπάσουν» σε δύο ή περισσότερα κομμάτια. Οσο για την περίφημη Διάταξη 230, ο Τζο Μπάιντεν έχει σε ανύποπτο χρόνο εκφράσει την πρόθεσή του «να ξεμπερδεύουμε με αυτήν».