Δεν κομίζει κανείς γλαύκα εις Αθήνας ισχυριζόμενος πως η επέλαση των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, πέραν όλων των άλλων αλλαγών που έχει επιφέρει στην καθημερινότητά μας, έχει μεταμορφώσει και τη μουσική βιομηχανία. Πολλά ξένα έντυπα έχουν αναφερθεί, κάνοντας την αναμενόμενη ανασκόπηση της περασμένης δεκαετίας, σε ένα φαινόμενο που αναδείχθηκε τα τελευταία χρόνια και οφείλεται στα social media. Αυτό είναι το λεγόμενο stan culture ή standom.

Ο όρος stans περιγράφει τους φανατικούς θαυμαστές διαφόρων καλλιτεχνών οι οποίοι σήμερα, χάρη στη δύναμη και στην αμεσότητα που τους έχουν προσφέρει οι διάφορες διαδικτυακές πλατφόρμες, ασκούν πλέον μεγάλη επιρροή και καθορίζουν ακόμη και τις επαγγελματικές αποφάσεις των ειδώλων τους. Το όνομά τους το έχουν πάρει από το τραγούδι του Eminem «Stan» – κάτι όχι πολύ τιμητικό αφού οι στίχοι αναφέρονται σε έναν διαταραγμένο φαν που ξεπερνά τα όρια, σκοτώνει τη σύντροφό του και αυτοκτονεί, όταν το ίνδαλμά του αρνείται να απαντήσει στις εκκλήσεις του για επαφή και επικοινωνία.

Τα views στο YouTube

Η συντριπτική πλειονότητα των stans πάντως δεν καταλήγει στον φόνο ή στην αυτοχειρία. Οργανώνονται εύκολα χάρη στις δυνατότητες που τους παρέχει η ψηφιακή τεχνολογία και, συνήθως, υπερασπίζονται τα συμφέροντα του προτύπου τους. Η Lady Gaga έχει τα Little Monsters, ο Τζάστιν Μπίμπερ τους Beliebers, η Μπιγιονσέ το BeyHive και η Αριάνα Γκράντε τους Arianators. Οι ορδές των stans έχουν αντικαταστήσει πλέον τα παραδοσιακά φαν κλαμπ και γνωρίζουν πολύ καλά πόση εξουσία διαθέτουν σήμερα που όλα καθορίζονται από τα streams στο Spotify ή τα views στο YouTube. Συχνά κινητοποιούνται για να πετύχουν κάποιον στόχο, την κατάρριψη κάποιου ρεκόρ ας πούμε, και κομπάζουν κάθε φορά που οι προσπάθειές τους αποδεικνύονται επιτυχημένες.

Ο Τζάστιν Μπίμπερ

Ενα χαρακτηριστικό παράδειγμα του ρόλου που διαδραματίζουν είναι το εξής: πριν από μερικές εβδομάδες ο Μπίμπερ, o 25χρόνος καναδός σταρ της ποπ που διαθέτει μόνο στο Instagram σχεδόν 126 εκατομμύρια followers, ζήτησε, πολύ κυνικά, από τους θαυμαστές του να αυξήσουν τα streams του τελευταίου σινγκλ του με τίτλο «Yummy» βάζοντάς το να παίζει επαναλαμβανόμενα όλη νύχτα, στο αθόρυβο, όσο εκείνοι κοιμόντουσαν και να χρησιμοποιήσουν ψεύτικες διευθύνσεις IP προκειμένου τα αυξημένα νούμερα από τις ψεύτικες ακροάσεις να το βοηθήσουν να ανέβει στην κορυφή των αμερικανικών τσαρτς. Πολλοί stans ανταποκρίθηκαν στο κάλεσμα, όμως η στρατηγική δεν είχε το αναμενόμενο αποτέλεσμα – το κομμάτι έφθασε μέχρι τη δεύτερη θέση του Billboard Hot 100. Ευτυχώς, διότι δεν θα ήταν ευχάριστο να επιβραβευθεί αβασάνιστα μια κίνηση που αντιμετωπίζει τη μουσική αποκλειστικά ως εμπορικό προϊόν. Η συγκεκριμένη παραγωγή είχε ξεκάθαρη στόχευση αφού είναι κυριολεκτικά κομμένη και ραμμένη έτσι ώστε να ταιριάζει στις προδιαγραφές της δημοφιλούς στους εφήβους πλατφόρμας Tik Tok, η οποία καθορίζει εσχάτως τις τάσεις.

Νέο υλικό

Αυτό που κυρίως επιζητούν οι stans βέβαια είναι να αισθάνονται ότι τα είδωλά τους κάνουν την απαιτούμενη προσπάθεια να ικανοποιήσουν τη μόνιμη ανάγκη τους για νέο υλικό. Πολλές φορές αρχίζουν συλλογικά την γκρίνια, όταν ας πούμε πρόκειται για μια πολυαναμενόμενη δισκογραφική επιστροφή που έχει θεωρητικά καθυστερήσει. Πολλοί ας πούμε ανεβάζουν τελευταία θυμωμένα ποστ ή tweets με αποδέκτη τη Rihanna επειδή θεωρούν ότι έχει πολύ καιρό να παραδώσει στους fans νέο άλμπουμ. Κάτι αντίστοιχο είχε συμβεί με τον Φρανκ Οσιαν το 2016. Το ντεμπούτο του «Channel Orange» είχε γνωρίσει αναπάντεχη επιτυχία και πολλοί από τους θαυμαστές του στράφηκαν αμέσως εναντίον του με καυστικά σχόλια όταν, περιμένοντας τον δεύτερο δίσκο του, εκείνος διέθεσε ψηφιακά ένα πειραματικό άλμπουμ-έκπληξη.

Η επίσημη sophomore προσπάθειά του κυκλοφόρησε λίγες ημέρες αργότερα και η ισορροπία κάπως αποκαταστάθηκε, όμως η σχέση του με τους fans είχε ήδη διαταραχθεί. Δεν είναι τυχαίο πως ο συγκεκριμένος καλλιτέχνης αποφάσισε στη συνέχεια να περιορίσει στο ελάχιστο τον αριθμό των σχολίων που μπορούν να του αφήνουν οι ακόλουθοί του στο Instagram. Σαφώς και υπάρχουν και πιο ευοίωνα παραδείγματα, όπως η περίπτωση της τραγουδοποιού Αμάντα Πάλμερ (πρώην μέλους των Dresden Dolls) που απευθύνθηκε πριν από μερικά χρόνια στους θαυμαστές της ζητώντας τους να χρηματοδοτήσουν την ανεξάρτητη παραγωγή του άλμπουμ της «Theatre is Evil». Η ανταπόκριση ξεπέρασε κάθε προσδοκία, συγκεντρώθηκαν 1,2 εκατομμύρια δολάρια και εκείνη είχε τη δυνατότητα να κάνει το όραμά της πραγματικότητα με τους δικούς της όρους.

Αφαίμαξη έμπνευσης

Σε μια εποχή που τρέχει με τρελές ταχύτητες είναι χρέος των δημιουργών να αφαιρούν από τη δημιουργική εξίσωση τον παράγοντα χρόνο, πασχίζοντας να πετύχουν το καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα. Η πίεση που ασκούν οι stans δεν τους βοηθάει. Οι φτασμένοι καλλιτέχνες μπορούν, όπως είναι φυσικό, να επιβάλλουν τον δικό τους ρυθμό, όμως όσοι νεότεροι θέλουν να ξεχωρίσουν αισθάνονται αναγκασμένοι να τροφοδοτούν συνεχώς το κοινό τους με φρέσκα τραγούδια και να μπαίνουν στη διαδικασία μιας ασταμάτητης διάδρασης – διότι αυτό συμβαίνει με τα social media – που τους κουράζει και τους αφαιμάσσει από έμπνευση. Δημιουργείται επίσης το εξής ζήτημα: πολλοί φανατικοί θαυμαστές αδυνατούν να δεχθούν ότι το ίνδαλμά τους μπορεί να εξελίσσεται και να νιώθει την ανάγκη να δοκιμαστεί εκτός της πεπατημένης και οποιαδήποτε αλλαγή πορείας αντιμετωπίζεται με καχυποψία και αντανακλαστική απόρριψη, μια στάση που δεν ενθαρρύνει καθόλου τους πιο νέους σταρ της μουσικής να ωριμάσουν καλλιτεχνικά.

Οι δισκογραφικές εταιρείες βέβαια δεν αποθαρρύνουν το stan culture αφού έχουν αποκτήσει μια μηχανή PR έτοιμη να προωθήσει οτιδήποτε και μάλιστα δωρεάν. Οι καλλιτέχνες αισθάνονται ταυτόχρονα κολακευμένοι και εγκλωβισμένοι στη νέα αυτή η κατάσταση. Δεν γνωρίζουμε πώς θα εξελιχθούν τα πραγμάτα μελλοντικά, ίσως όμως η νέα δεκαετία να φέρει μια ισορροπία: να διατηρηθεί η πιο προσωπική επαφή των θαυμαστών με τους καλλιτέχνες, με σεβασμό ωστόσο στη μουσική και στο δημιουργικό έργο.