Στα χέρια των αστυνομικών έπεσαν τα μέλη της σπείρας που διέπραττε ληστείες σε πρατήρια υγρών καυσίμων, περίπτερα, οδηγούς οχημάτων, καθώς και κλοπές οχημάτων και εμπρησμούς σε διάφορες περιοχές της Αττικής.

Όπως ανέφερε κατά την παρουσίαση της υπόθεσης ο διευθυντής της Ασφάλειας Αττικής κ. Πέτρος Τζεφέρης: «Πέρα από τη συχνότητα των «κτυπημάτων», το πλέον χαρακτηριστικό στοιχείο της δράσης τους είναι το γεγονός ότι κατά τη διάρκεια των ληστειών χρησιμοποιούσαν σκληρή σωματική βία για να κάμψουν οποιαδήποτε πρόθεση αντίδρασης, γεγονός που καταδεικνύει ότι είναι ιδιαίτερα αδίστακτοι και επικίνδυνοι. Μάλιστα η επικινδυνότητά τους αντικατοπτρίζεται και στον τρόπο που αντιδρούσαν σε περιπτώσεις που γίνονταν αντιληπτοί από περιπολούντες αστυνομικούς. Για να διαφύγουν ανέπτυσσαν ιδιαίτερα μεγάλες ταχύτητες και έκαναν χρήση πυροσβεστήρων, το περιεχόμενο των οποίων ψέκαζαν προς τις μοτοσικλέτες και τα περιπολικά οχήματα που τους ακολουθούσαν, επιχειρώντας να ματαιώσουν την καταδίωξή τους. Με τον τρόπο αυτό έθεταν σε άμεσο κίνδυνο τη σωματική ακεραιότητα των αστυνομικών και τυχαία διερχομένων πολιτών – οδηγών, περιορίζοντας το οπτικό τους πεδίο και δημιουργώντας ταυτόχρονα ιδιαίτερη ολισθηρότητα στο οδόστρωμα. Τα περιστατικά που έλαβαν χώρα την 31η Ιουλίου 2019 και την 30η Αυγούστου 2019 κατά την καταδίωξή τους από αστυνομικούς της Ομάδας ΔΙ.ΑΣ. αποτελούν τα πλέον χαρακτηριστικά παραδείγματα».

Στη συνέχεια ο εκπρόσωπος Τύπου της ΕΛ.ΑΣ. κ. Θεόδωρος Χρονόπουλος επεσήμανε ότι οι δράστες αρχικά αφαιρούσαν κατά προτίμηση ΙΧ αυτοκίνητα παλαιού και συγκεκριμένου τύπου, για τα οποία είχαν αναπτύξει εξειδικευμένες τακτικές διάρρηξης και αφαίρεσης. Με αυτά προσέγγιζαν, μεταμεσονύχτιες ώρες, διανυκτερεύοντα πρατήρια υγρών καυσίμων και περίπτερα. Σε περίπτωση που οι συνθήκες ήταν ευνοϊκές, αιφνιδίαζαν υπαλλήλους και πελάτες, ακινητοποιώντας τους με την απειλή πυροβόλων όπλων, σιδηρολοστών ή άλλων αντικειμένων και στη συνέχεια αφαιρούσαν χρηματικά ποσά, χρηματοκιβώτια, καπνικά προϊόντα, κινητά τηλέφωνα και άλλα αντικείμενα αξίας. Επιπλέον θύματά τους ήταν και τυχαία διερχόμενοι πεζοί ή οδηγοί οχημάτων που βρίσκονταν στη διαδρομή τους, από τους οποίους αφαιρούσαν πορτοφόλια, κινητά τηλέφωνα και άλλα αντικείμενα, αφού πρώτα τους είχαν ακινητοποιήσει, με απειλή ή χρήση βίας.»

Ακόμη «για τη μεγιστοποίηση της λείας τους οι δράστες συνέχιζαν τις ληστείες μέσα στην ίδια ημέρα, φροντίζοντας να εναλλάσσουν τα οχήματα που χρησιμοποιούσαν για τις μετακινήσεις τους, προκειμένου να δυσκολέψουν και παραπλανήσουν τις έρευνες και αναζητήσεις των αστυνομικών. Για το σκοπό αυτό είτε αναζητούσαν και αφαιρούσαν ΙΧ αυτοκίνητα, εγκαταλείποντας στο σημείο τα ήδη αφαιρεθέντα, είτε με χρήση βίας, αποβίβαζαν οδηγούς προσωρινά σταθμευμένων οχημάτων, τα οποία στη συνέχεια αφαιρούσαν. Σε ορισμένες μάλιστα περιπτώσεις με επικίνδυνους ελιγμούς των αυτοκινήτων τους ανέκοπταν την πορεία διερχομένων οχημάτων, ακινητοποιούσαν τους οδηγούς τους, τους αποβίβαζαν βίαια και στη συνέχεια διέφευγαν με αυτά.»

Μόλις ολοκλήρωναν τις παράνομες πράξεις, μετέβαιναν σε ερημικές περιοχές της Δυτικής Αττικής, όπου εγκατέλειπαν τα αφαιρεθέντα οχήματα, τα οποία – στις περισσότερες των περιπτώσεων- πυρπολούσαν, προκειμένου να εξαφανίσουν τα ίχνη τους.

Ως ορμητήριο, υπογράμμισε ο κ. Χρονόπουλος, χρησιμοποιούσαν καταυλισμό στον Ασπρόπυργο, ενώ για την ταχύτερη προσέγγιση ή διαφυγή από τις περιοχές που δραστηριοποιούνταν, χρησιμοποιούσαν το οδικό δίκτυο της Αττικής Οδού, καθώς και της Εθνικής Οδού Αθηνών – Λαμίας. Έτσι ανέπτυσσαν υψηλές ταχύτητες σε περιπτώσεις καταδίωξης από αστυνομικούς, ενώ εξασφάλιζαν και τη γρήγορη επιστροφή τους στο ασφαλές περιβάλλον του τόπου διαμονής τους.

Επιπροσθέτως, όπως ειπώθηκε, χαρακτηριστικό της εμπειρίας και του επαγγελματισμού τους είναι ότι κατά την εγκληματική τους δράση, δεν επικοινωνούσαν με κινητά τηλέφωνα, φρόντιζαν να έχουν πλήρως καλυμμένα τα χαρακτηριστικά των προσώπων τους, έφεραν γάντια στα χέρια τους, ενώ σε ορισμένες περιπτώσεις έφεραν κολλητικές ταινίες στα άκρα των παντελονιών τους, ελαχιστοποιώντας την πιθανότητα να αφήσουν στο χώρο γενετικό υλικό.

Σε έρευνες που πραγματοποιήθηκαν σε οικίες, παρουσία εισαγγελέα, βρέθηκαν και κατασχέθηκαν είδη ρουχισμού και υπόδησης, τα οποία έφεραν κατά την τέλεση των ληστειών, κινητά τηλέφωνα, προϊόντα ληστείας και άλλα αντικείμενα, πιστόλι ρέπλικα, διαρρηκτικά εργαλεία, καθώς και εννέα Ι.Χ. αυτοκίνητα, που είχαν αφαιρέσει οι δράστες και χρησιμοποιούσαν για τις μετακινήσεις τους, τα οποία αποδόθηκαν στους νόμιμους ιδιοκτήτες τους.

Η δικογραφία που σχηματίστηκε περιλαμβάνει πέντε ημεδαπούς, από τους οποίους οι τρεις συνελήφθησαν, για –κατά περίπτωση- εγκληματική οργάνωση, ληστείες, κλοπές, απόπειρες επικινδύνων σωματικών βλαβών και εμπρησμός κατά συναυτουργία, κατ’ επάγγελμα και κατά συνήθεια, απείθεια και της νομοθεσίας περί όπλων.