Κάποιες στιγμές δεν ισχύει το η «σιωπή είναι χρυσός». Για την ακρίβεια ισχύει το ακριβώς αντίθετο: η σιωπή αποτελεί έμμεση ομολογία ενοχής.

Αυτό ισχύει και στην περίπτωση του Αλέξη Τσίπρα, του Νίκου Παππά και συνολικά της ηγετικής ομάδας του ΣΥΡΙΖΑ σε σχέση με όσα κατήγγειλε ο Βαγγέλης Μαρινάκης ως προς αυτά που του ζητούσε, εκ μέρους πάντα του πρωθυπουργού, ο Νίκος Παππάς.

Μέχρι τώρα δεν έχει υπάρξει καμία άμεση ή έμμεση διάψευση των συγκεκριμένων καταγγελιών. Δεν έχει υπάρξει διάψευση ούτε για το αίτημα να χορηγηθεί δάνειο στο Χρ. Καλογρίτσα για να μπορέσει να πληρώσει τη δόση για την τηλεοπτική άδεια, ούτε την απαίτηση στα ΜΜΕ του τέως ΔΟΛ να τοποθετηθούν επικεφαλής στελέχη της αρεσκείας του Μεγάρου Μαξίμου.

Ακόμη και στην πρόσφατη μεταμεσονύχτια παρουσία του Νίκου Παππά στο προστατευμένο περιβάλλον της ΕΡΤ, δεν ειπώθηκαν ξεκάθαρες κουβέντες. Ο υπουργός μιλούσε για κουτσομπολιά αλλά επί της ουσίας δεν διέψευδε ούτε τη δική του μεσολάβηση, ούτε τα ντραβέρια για να πάρει ο «κόκκινος εργολάβος» (όπως χαρακτήριζαν τον Καλογρίτσα) τηλεοπτική άδεια, ακόμη και χωρίς δικά του κεφάλαια.

Ο υπουργός Ψηφιακής Πολιτικής φρόντισε να ρίξει την μπάλα στο… Διάστημα και να μην απαντήσει αν είναι ο μεσολαβητής για να γίνει ένα συριζοκάναλο που τόσο επιθυμούσε το Μαξίμου.

Όμως, στην πολιτική ισχύει ο κανόνας πως όταν κάτι δεν διαψεύδεται επί της τότε εκ των πραγμάτων επιβεβαιώνεται.

Αυτό σημαίνει ότι ανεξαρτήτως όλων των άλλων η κυβέρνηση του Αλέξη Τσίπρα καλείται να δώσει σαφείς εξηγήσεις για το πώς αντιλαμβανόταν τις σχέσεις με επιχειρηματίες και για το πώς θεωρούσε ότι μπορούσε να ζητά από αυτούς είτε εξυπηρετήσεις είτε «ειδικούς χειρισμούς».

Όπως επίσης και καλείται να δώσει εξηγήσεις για το λόγο που είχε τόση αγωνία να μπορέσει ο Καλογρίτσας να πάρει την τηλεοπτική άδεια όπως επίσης και για το λόγο για τον οποίο επέδειξε τόσο ενδιαφέρον για το ποιος θα διαχειριζόταν τελικά ΜΜΕ, όπως είναι οι ιστορικοί τίτλοι του ΔΟΛ, που σε τελική ανάλυση δεν ήταν ποτέ φίλα προσκείμενα στην πάλαι ποτέ «ριζοσπαστική» και νυν απλώς «προοδευτική» αριστερά.

Και πρέπει να δώσει εξηγήσεις γιατί πολύ απλά αυτές οι πρακτικές δεν είναι θεμιτές. Γιατί όσο και εάν ισχύει ότι δεν υπάρχει κανένα πρόβλημα στο να συνομιλεί ή και να συνεννοείται η πολιτική εξουσία με την οικονομική, για την ακρίβεια κάτι τέτοιο είναι αναγκαίο, άλλο τόσο ισχύει ότι έχουμε πρόβλημα όταν η πολιτική εξουσία θέλει να κάνει τους παράγοντες της οικονομίας τμήμα του ιδιαίτερου σχεδιασμού της (ή όταν η οικονομική εξουσία χειραγωγεί την πολιτική).

Και ο λόγος είναι ότι ακριβώς τότε περνάμε από τη συνεννόηση στη συμπαιγνία και από τη συνεργασία στη διαπλοκή.

Και τα πράγματα κάνει ακόμη χειρότερα, ως προς την ένοχη αυτή σιωπή, το γεγονός ότι όλα δείχνουν ότι ο Βαγγέλης Μαρινάκης βρέθηκε στο στόχαστρο της κυβέρνησης, ακριβώς επειδή δεν αποδέχτηκε αυτούς τους όρους «συνεννόησης» με την κυβέρνηση.

Γιατί σε αυτή την περίπτωση έχουμε να κάνουμε με μια κυβέρνηση που την ίδια ώρα που καταγγέλλει τη διαπλοκή των αντιπολιτευόμενων κομμάτων (παραβλέποντας βέβαια ότι η «διαπλοκή» εξ ορισμού απαιτεί την κατοχή κυβερνητικής εξουσίας) δεν έχει κανένα πρόβλημα να εργαλειοποιεί πλήρως τις ούτως ή άλλως αναγκαίες σχέσεις με την επιχειρηματικότητα που κάθε κυβέρνηση πρέπει να έχει, να συμπεριφέρεται ως μηχανισμός εξυπηρέτησης κάποιων ή «πίεσης» προς κάποιους άλλους.

Η επιλεκτική στοχοποίηση

Τα όσα μάθαμε τις τελευταίες ημέρες κάνουν σαφές ότι έχουμε να κάνουμε με μια επιλεκτική στοχοποίηση του Βαγγέλη Μαρινάκη που δεν έχει να κάνει με τις όποιες δικαστικές υποθέσεις, για  τις οποίες άλλωστε υπάρχουν αρκετά στοιχεία που δείχνουν ότι αποτελούν προϊόν μεθόδευσης παρά πραγματικών στοιχείων.

Γιατί είναι προφανές ότι για μεγάλο διάστημα η κυβέρνηση του Αλέξη Τσίπρα δεν είχε κανένα πρόβλημα να συνομιλεί με τον Βαγγέλη Μαρινάκη, θεωρώντας μάλιστα ότι μπορούσε να του ζητά ειδικές «εξυπηρετήσεις».

Θυμίζουμε ότι τα όσα τώρα καταλογίζει η κυβέρνηση στον επιχειρηματία, η δική του κατηγορηματική άρνηση, όπως και όλα τα δεδομένα που δείχνουν το αβάσιμο των κατηγοριών υπήρχαν στη δημόσια σφαίρα και τότε.

Τότε η κυβέρνηση θεώρησε και ορθά ότι τα κατά καιρούς κατολογιζόμενα δεν ίσχυαν, ενώ τα κεφάλαια του κ. Μαρινάκη ελέγχθηκαν στο πλαίσιο της διαδικασίας ελέγχου για τις τηλεοπτικές άδειες και όλα κρίθηκαν σύννομα.

Στη συνέχεια η κυβέρνηση άρχισε να υιοθετεί τις σε βάρος του κατηγορίες και μάλιστα με τρόπο που εμφανώς παραβιάζει το τεκμήριο αθωότητας που ειδικά η πολιτική εξουσία πρέπει να σέβεται.

Τι μεσολάβησε; Μα ακριβώς αυτά που ήρθαν στο φως και που η κυβέρνηση δεν έχει μπορέσει να διαψεύσει. Το γεγονός ότι ο Βαγγέλης Μαρινάκης δεν θέλησε να εξυπηρετήσει την κυβέρνηση με τον τρόπο που ήθελε το Μέγαρο Μαξίμου.

Η κατασκευή εχθρών ως προεκλογική τακτική

Όμως δεν είναι μόνο αυτή η ιδιότυπη εκδικητικότητα έναντι ενός επιχειρηματία στην πραγματικότητα δεν διεκδίκησε κάποιου είδους ειδική μεταχείριση από τη μεριά της κυβέρνησης, ούτε δημόσια έργα, ούτε κρατικές προμήθειες.

Είναι και ο κυνικός τρόπος με τον οποίο η κυβέρνηση θεωρεί την κατασκευή εχθρών ως προεκλογική τακτική.

Και αυτό γιατί όπως έχουμε δει πολλές φορές τον τελευταίο καιρό, η ίδια κυβέρνηση που δεν έχει κανένα πρόβλημα πρώτα να αναθέτει σημαντικά δημόσια έργα στις επιχειρήσεις του Σωκράτη Κόκκαλη και μετά να τοποθετεί ένα μέλος της οικογένειας Κόκκαλη στο ευρωψηφοδέλτιο, θέλει να δείξει προς τα έξω ότι διαθέτει το «ηθικό πλεονέκτημα της αριστεράς».

Και ο τρόπος για το κάνει αυτό είναι να στοχοποιήσει όχι μόνο πολιτικούς αντιπάλους αλλά και επιχειρηματίες, μόνο και μόνο για να μπορεί να υποστηρίξει ένα προεκλογικό αφήγημα. Ουσιαστικά, είναι μια λογική «κατασκευής εχθρών», που στην πραγματικότητα καμιά σχέση δεν έχει με τις παραδόσεις ή την αντίληψη της αριστεράς.

Το στρατηγικό κενό και η λάσπη στην ανεμιστήρα

Όλα αυτά έχουν σχέση και με μια άλλη βασική παράμετρο. Τόσο η κυβέρνηση του Αλέξη Τσίπρα όσο και ο ΣΥΡΙΖΑ ως πολιτικός οργανισμός βρίσκονται σε μια χωρίς προηγούμενο στρατηγική αμηχανία.

Η πολιτική που εφάρμοσαν τα προηγούμενα τέσσερα χρόνια μικρή διαφορά είχε από αυτήν που θα εφάρμοζε και η ΝΔ ή το ΚΙΝΑΛ εάν βρίσκονταν στην ίδια θέση και έκαναν την ίδια διαπραγμάτευση με την Τρόικα.

Γιατί πολύ απλά η πολιτική που εφαρμόζεται δεν είναι ούτε το πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ, ούτε το «Πρόγραμμα της Θεσσαλονίκης», ούτε καν το αλήστου μνήμης «παράλληλο πρόγραμμα». Τα μνημόνια εφαρμόζονται με τα όποια ελάχιστα περιθώρια επιδοματικών λύσεων δίνουν.

Ούτε μπορεί ο ΣΥΡΙΖΑ πραγματικά να υποσχεθεί ένα «αριστερό πρόγραμμα» για το από εδώ και πέρα, για τον βασικό λόγο ότι ήταν το κόμμα του Αλέξη Τσίπρα αυτό που συμφώνησε σε μια ιδιαίτερα αυστηρή μεταμνημονιακή επιτήρηση και σε δεσμεύσεις για υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα.

Αυτό δημιουργεί ένα σοβαρό πρόβλημα στην προσπάθεια του ΣΥΡΙΖΑ να πάει στις εκλογές με συνθήκη πόλωσης και αντιπαράθεσης απέναντι στη Νέα Δημοκρατία.

Γι’ αυτό το λόγο και προχωρά σε όλη αυτή την «κατασκευή εχθρών» με αιχμή τον Βαγγέλη Μαρινάκη, στην αναπαραγωγή του εντελώς αβάσιμου αφηγήματος περί του εναγκαλισμού της ΝΔ με τον επιχειρηματία και στην προσπάθεια να παρουσιαστεί η αξιωματική αντιπολίτευση ως «διαπλεκόμενη».

Είναι μια απέλπιδα προσπάθεια να αντιμετωπιστεί τόσο το στρατηγικό κενό του ΣΥΡΙΖΑ, ως αριστερού κόμματος που εφαρμόζει νεοφιλελεύθερες πολιτικές όσο και να συγκαλυφθεί ότι το «ηθικό πλεονέκτημα» χάθηκε κάπου ανάμεσα στις αναθέσεις στον όμιλο Κόκκαλη, τις νομοθετικές πρωτοβουλίες που άγγιζαν και επιχειρήσεις του Ιβάν Σαββίδη και άλλες εξυπηρετήσεις προς «φιλικά προσκείμενους» επιχειρηματίες.