Ο Πρωθυπουργός ανακάλυψε από πολύ μικρός την αξία της επικοινωνίας και βίωσε με μοναδικό τρόπο την επιδραστικότητα και χρησιμότητα των μέσων ενημέρωσης. Το 1990, σε ηλικία μόλις 17 ετών, ως επικεφαλής της επιτροπής κατάληψης του σχολείου του, βρέθηκε καλεσμένος της Αννας Παναγιωταρέα στα στούντιο της ΕΤ1 τότε, απολαμβάνοντας, άγουρος και άψητος, το αγαθό της δημοσιότητας.

Στο «Τετ α τετ με την Αννα» έκανε την πρώτη του δημόσια εμφάνιση, η οποία όρισε, κατά τα φαινόμενα, τόσο τη στάση του απέναντι στα Μέσα όσο και τη μετέπειτα πορεία του. Θα ακολουθήσουν και άλλες δημόσιες εμφανίσεις σε μικρότερης κλίμακας τηλεοπτικά δίκτυα, για να επανέλθει αργότερα ως επικεφαλής του συνδυασμού «Ανοιχτή Πόλη» το 2006 στις εκλογές του Δήμου Αθήνας.

Κυρίαρχος του ΣΥΝ

Θα τύχει τότε ξεχωριστής προβολής και δημοσιότητας, ιδιαίτερα από εκείνα τα Μέσα που σήμερα αντιπαλεύει και αντιμάχεται. Ηταν νεαρός, μόλις 32 ετών, και τα Μέσα αναζητούσαν νεανικούς υποψηφίους ανάμεσα στους πολλούς δεινοσαύρους της πολιτικής. Κατάφερε έτσι να κερδίσει την τρίτη θέση και ποσοστό 10,5%, πολλαπλάσιο της δύναμης του κόμματός του.

Αργότερα, έχοντας εμπειρία από τη δύναμη των εικόνων, θα επιτρέψει σε νεαρούς μαθητές να τον δέσουν την άνοιξη του 2008 σε μια καρέκλα στο πλαίσιο του μαθητικού νεανικού περιοδικού «Schooligans».

Δύο μήνες πριν είχε εκλεγεί, με ποσοστό 70%, πρόεδρος του Συνασπισμού και βρισκόταν σε διαπραγματεύσεις και εσωτερικές διεργασίες για την απόλυτη κυριαρχία στον ΣΥΡΙΖΑ, στο ευρύτερο δηλαδή αριστερό σχήμα που είχε διαμορφώσει ο μέντοράς του Αλέκος Αλαβάνος.

Θα συνομιλεί τότε με πολλούς από τον χώρο του Τύπου και των μέσων ενημέρωσης. Θα αποκτήσει σταδιακά φίλους, υποστηρικτές και ακόμα περισσότερους συνομιλητές σε εφημερίδες και τηλεοπτικά δίκτυα. Ολοι ήθελαν επαφή με έναν φέρελπι νέο της πολιτικής και εκείνος φάνταζε συμπαθής, ανοιχτός και άνετος σε συζητήσεις και προσκλήσεις.

Μόνο που εσωτερικά παρέμεινε αγκυλωμένος, καθώς ήταν περικυκλωμένος από έναν κύκλο ιδεοληπτικών κατά βάση αριστεριστών, που κουβαλούσαν πολλά απωθημένα, ανταγωνιστικά μίση και πάθη κυρίως από τον χώρο του Τύπου και διέθεταν στρεβλή εικόνα για τον ρόλο εκδοτών και επαγγελματιών δημοσιογράφων.

Οι περισσότεροι είχαν περάσει ή υπηρετούσαν, καταπιέζοντας εαυτούς και άλλους, στον λεγόμενο αστικό Τύπο, θεοποιούσαν τη «γραμμή» και δεν αναγνώριζαν την αξία της ελευθεροφωνίας και ελευθερογνωμίας, παρ’ ότι είχαν ζωντανά παραδείγματα δίπλα τους. Ο κ. Τσίπρας μεγάλωσε με αυτόν τον κύκλο και με αυτές τις αντιλήψεις και ουδέποτε ελευθερώθηκε από τους βασικούς μύθους που συνόδευαν εκείνα τα πρόσωπα.

Οι παλαιότεροι θυμούνται χαρακτηριστικά ότι επέμενε πως οι εκδότες δίνουν τη «γραμμή» στο Μega ή στον ΔΟΛ και πως οι δημοσιογράφοι είναι πιόνια, δεν λαμβάνουν πρωτοβουλίες και απλώς εκτελούν εντολές.

Σε όσους τού αντέτειναν ότι δεν είναι έτσι και ότι τις εφημερίδες και τα δελτία ειδήσεων τα γράφουν και τα επιμελούνται έμπειρα επιτελεία από συγκροτημένα πρόσωπα με ιδέες και αντιλήψεις που δεν λαμβάνουν τροφή αμάσητη και ότι οι προσωπικότητες επιδρούν καθοριστικά στη μορφή και στην ποιότητα των Μέσων υπομειδιούσε καχύποπτα ως κατέχων την απόλυτη αλήθεια.

Τα ΜΜΕ είναι ο «εχθρός»

Ωστόσο στα χρόνια της εκλογικής πενίας αναζητούσε την υποστήριξη και διεκδικούσε την προβολή εφημερίδων, εκδοτών και καναλαρχών. Στις εκλογές του 2009 το κόμμα του εξασφάλισε μόλις το 4,6% των ψήφων.

Μέχρι τότε βέβαια ο ίδιος και το κόμμα του κινούνταν περιθωριακά, ορίζονταν από το διεθνές κίνημα κατά της παγκοσμιοποίησης, η Ευρώπη ήταν εχθρική ζώνη, η μετανάστευση τους απασχολούσε πολύ και τα γεγονότα του 2008 τούς πίεζαν καθοριστικά, λόγω της συνάφειας που υπήρχε με τον κύκλο της καταστροφής και της νέας τρομοκρατίας που ανεδείχθη. Την κρίση δεν την αναγνώριζαν, πίστευαν ότι ο καπιταλισμός είναι πανίσχυρος και βεβαίως δεν τους περνούσε από το μυαλό ότι η διεθνής χρηματοπιστωτική κρίση μπορεί να μεταφερθεί ως κρίση χρέους στην Ελλάδα.

Τα κατακλυσμιαία γεγονότα που ακολούθησαν μετά τις εκλογές του 2009 τούς βρήκαν εντελώς απροετοίμαστους και μόνο μετά την υπογραφή των μνημονίων επιχείρησαν να αρθρώσουν λόγο και να περιγράψουν κάποιου τύπου πολιτικές. Υστερα ήλθαν το κύμα των αντιδράσεων και το κίνημα των «αγανακτισμένων», τη ριζοσπαστικοποίηση του οποίου ούτε ήλεγχαν ούτε άντεχαν.

Ωστόσο διείδαν την επίδραση εκείνων των γεγονότων και θεώρησαν ότι οφείλουν, αν μη τι άλλο, συμμετοχή και παρακολούθηση. Τότε, από το καλοκαίρι του 2011, αρχίζει να καταγράφεται και η εχθρότητα απέναντι στα μέσα ενημέρωσης. Επηρεάστηκαν οι σημερινοί κυβερνώντες από την επιθετικότητα των συμμετεχόντων στις διεργασίες της άνω και κάτω πλατείας και υιοθέτησαν συνθήματα απολύτως εχθρικά απέναντι στα μέσα ενημέρωσης και στον Τύπο.

Προπαγάνδα στο Διαδίκτυο

Σε εκείνη τη φάση ξέφυγαν τελείως και μετατράπηκαν σε λίγους μήνες από παραδοσιακό συστημικό αριστερό κόμμα σε δύναμη λαϊκιστική και αντισυστημική μαζί. Σε εκείνη τη φάση άρχισαν να υπεραναπτύσσονται τα social media και να αναδεικνύεται αυτή η δήθεν ελευθεριακή αλλά απολύτως αντιδραστική έως φασιστική διακίνηση αδιασταύρωτων φημών, πληροφοριών και συκοφαντιών εν είδει ειδήσεων που δεν συγκροτούν τίποτε άλλο παρά αυτό που όλοι σήμερα αντιλαμβανόμαστε ως fake news. Επηρεασμένος από εκείνο το κλίμα ο Αλέξης Τσίπρας έστησε τότε σχετική ομάδα νέων που διακινούσε και προπαγάνδιζε στο Διαδίκτυο πολιτικές και δυνατότητες της νέας Αριστεράς.

Ο ίδιος έφθασε κάποια στιγμή να αμφισβητεί τις δυνατότητες και τη σημασία των παραδοσιακών Μέσων και, αντιθέτως, να εκθειάζει τα νέα και ελεύθερα όπως νόμιζε, μην μπορώντας να διακρίνει ότι αντίστοιχα σχήματα χωρίς αρχές και κανόνες μπορούν να δημιουργήσουν και οι αντίπαλοί του. Αυτή η τάση και διάθεση κράτησε μέχρι τις διπλές εκλογές του 2012. Στις πρώτες είδε τα ποσοστά να εκτινάσσονται από το 4,6% στο 16,7% και στις δεύτερες να «πετάνε» στο 26,9%.

Απέδωσε τότε την ήττα στα συστημικά μέσα ενημέρωσης, με αποτέλεσμα να επανέλθει δριμύτερος στις απαιτήσεις του. Εχοντας καταστεί διεκδικητής της εξουσίας μπορούσε να απαιτεί. Αρχισε έτσι να πιέζει τους καναλάρχες, να αποκλείει κανάλια, εκπομπές και δημοσιογράφους και να ζητεί τοποθέτηση δικών του ανθρώπων σε καίριες θέσεις της ενημέρωσης. Η χρεοκοπία των Μέσων τον βοηθούσε. Εκδότες και καναλάρχες είχαν καταστεί ευάλωτοι και εκείνος δεν είχε πλέον κανέναν ενδοιασμό να απαιτεί και να σχεδιάζει την άλωσή τους, συναγελαζόμενος με ό,τι πιο ύποπτο και προβληματικό κυκλοφορούσε στη συγκεκριμένη αγορά.

Μετά τη νίκη του στις ευρωεκλογές ενέτεινε την πίεσή του ιδιαίτερα προς τα θεωρούμενα Μέσα της ευρύτερης δημοκρατικής παράταξης και ζήτησε γην και ύδωρ από τους παραπαίοντες εκδότες. Και όπου εκδηλώθηκαν αντιστάσεις έλαβε τα μέτρα του, ενεργοποιώντας μηχανισμούς οικονομικής ασφυξίας. Κερδίζοντας τις εκλογές του 2015 ήλπιζε ότι θα προσαρμοστούν. Αλλά η «τρελή» διαπραγμάτευση δεν άφηνε περιθώρια σε νοήμονες δημοσιογράφους και σε Μέσα που σέβονταν την ιστορία τους. Η σύγκρουση ήταν αναπόφευκτη.

Στα χνάρια Τραμπ και Ορμπαν

Μετά την επεισοδιακή διαπραγμάτευση των Βρυξελλών και την απόλυτη κωλοτούμπα ο κ. Τσίπρας αναγνώρισε ψευδαισθήσεις και αυταπάτες, αλλά ο καημός του Τύπου τον κατεδίωκε. Αφού πέρασε τα επώδυνα μέτρα του τρίτου μνημονίου με τις ψήφους των αντιπάλων του, ξεκαθάρισε το κόμμα του και κατάφερε να κερδίσει τις δεύτερες εκλογές του 2015, επανήλθε δριμύτερος. Οργάνωσε τον διαγωνισμό των τηλεοπτικών αδειών συνεταιριζόμενος με ό,τι αθλιότερο κυκλοφορούσε στην επιχειρηματική πιάτσα και διεκδίκησε ευθέως κανάλια και επιρροή στα ΜΜΕ.

Στην προσπάθειά του αυτή θέλησε να καταλάβει και το εμβληματικό για εκείνον κάστρο του ΔΟΛ. Ο διαγωνισμός των τηλεοπτικών αδειών κατέρρευσε από τον κύκλο των τυχάρπαστων με τα βοσκοτόπια που τον συνόδευαν, οι οποίοι, όπως κατήγγειλε την περασμένη Πέμπτη ο Βαγγέλης Μαρινάκης, διεκδικούσαν σταθμούς με τα λεφτά των άλλων.

Ο κ. Τσίπρας και η παρέα του δεν πτοήθηκαν. Οργάνωσαν νέα διαδικασία αδειοδότησης και θέλησαν να παραδώσουν τον ΔΟΛ με αδιαφανείς διαδικασίες στον φίλο τους Ιβάν Σαββίδη. Μόνο που βρήκαν απέναντί τους επαγγελματίες δημοσιογράφους που δεν επέτρεψαν την παράδοση του ιστορικού οργανισμού στους προπαγανδιστές του Μεγάρου Μαξίμου.

Αλλά και όταν ο διαγωνισμός εκρίθη, επιζήτησαν τα ίδια και χειρότερα από τον νέο εκδότη. Να τοποθετήσουν τα φερέφωνά τους. Και όταν εκείνος αρνήθηκε, άρχισαν τις επιθέσεις.

Ενέταξαν τον Βαγγέλη Μαρινάκη στον πολιτικό τους σχεδιασμό, τον αναγόρευσαν πολιτικό αντίπαλο και ασκούν σε βάρος του προληπτική πολιτική εξόντωσης, όπως έχουν πράξει στο παρελθόν με τον Λουκά Παπαδήμο, τον Γιάννη Στουρνάρα και τόσους άλλους. Ετσι εξελίσσεται ο μιντιακός πόλεμος του κ. Τσίπρα που δεν έχει να ζηλέψει τίποτε από αντίστοιχους που έχουν εξαπολύσει ο Ντόναλντ Τραμπ, ο Βίκτορ Ορμπαν, ο Ταγίπ Ερντογάν και άλλοι σύγχρονοι αναθεωρητές…