Είτε το συνειδητoποιούμε είτε όχι, το 2018 μπορεί να ήταν μια ιστορική καμπή. Η ανεπαρκής διαχείριση της παγκοσμιοποίησης έχει οδηγήσει στην ανάδυση εθνικιστικών κινημάτων που θέλουν να πάρουν πίσω τον έλεγχο, αλλά και σε ένα αυξανόμενο κύμα προστατευτισμού που υπονομεύει τη διεθνή – υπό αμερικανική ηγεσία τα τελευταία εβδομήντα χρόνια – τάξη πραγμάτων. Η παγκόσμια σκηνή καθορίζεται από την Κίνα που αναπτύσσει τους δικούς της παράλληλους διεθνείς θεσμούς, γεγονός που προμηνύει έναν κόσμο διαιρεμένο μεταξύ δύο ανταγωνιστικών συστημάτων παγκόσμιας διακυβέρνησης.

Mετατόπιση ισχύος

Είναι ήδη σαφές – ό,τι κι αν συμβεί τα επόμενα χρόνια – πως η δεκαετία 2008-2018 σηματοδότησε μια καθοριστική μετατόπιση ισορροπίας της οικονομικής ισχύος. Οταν προήδρευσα της διάσκεψης κορυφής των G20 στο Λονδίνο, στην κορύφωση της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης, η Βόρεια Αμερική και η Ευρώπη συγκροτούσαν περίπου το 15% του παγκόσμιου πληθυσμού, αλλά αντιπροσώπευαν το 57% της συνολικής οικονομικής δραστηριότητας, το 61% των επενδύσεων, περίπου το 50% της μεταποιητικής βιομηχανίας και το 61% των παγκόσμιων καταναλωτικών δαπανών.

Εκτοτε όμως το οικονομικό κέντρο βάρους του κόσμου έχει μετατοπιστεί. Ενώ το 2008 περίπου το 40% της παραγωγής, της μεταποίησης, του εμπορίου και των επενδύσεων ήταν έξω από τη Δύση, σήμερα είναι πάνω από το 60%. Ορισμένοι αναλυτές προβλέπουν ότι η Ασία θα αντιπροσωπεύει το 50% της παγκόσμιας οικονομικής παραγωγής μέχρι το 2050.
Για πολλά χρόνια μετά τη δημιουργία της, τη δεκαετία του ’70, η ομάδα των επτά ισχυρών του κόσμου (G7) – Καναδάς, Γαλλία, Γερμανία, Ιταλία Ιαπωνία, Ηνωμένο Βασίλειο και ΗΠΑ – κυριαρχούσε στην παγκόσμια οικονομία. Αλλά μέχρι το 2008 προσωπικά εγώ μαζί με τους υπόλοιπους ηγέτες της ομάδας είχαμε αρχίσει να διακρίνουμε την αλλαγή «φρουράς». Στο παρασκήνιο, οι ηγέτες σε Βόρεια Αμερική και Ευρώπη συζητούσαν εάν είχε έρθει η ώρα να δημιουργηθεί ένα νέο, βελτιωμένο φόρουμ οικονομικής συνεργασίας το οποίο θα περιελάμβανε τις αναδυόμενες οικονομίες.

Μέχρι σήμερα, τα αποτελέσματα αυτών των πρόωρων διαπραγματεύσεων δεν είναι πλήρως κατανοητά. Οταν η ομάδα των G20 συναντήθηκε στο Λονδίνο τον Απρίλιο του 2009, στην πραγματικότητα περιελάμβανε 23 χώρες: η Αιθιοπία εκπροσωπούσε την Αφρική, η Ταϊλάνδη τη Νοτιοανατολική Ασία και η Ολλανδία με την Ισπανία εντάσσονταν στην αρχική ευρωπαϊκή λίστα – εκπροσωπώντας και την Ευρωπαϊκή Ενωση. Παρ’ όλα αυτά ακόμα και αυτή η de facto G24 ομάδα δεν μπορούσε να αντικατοπτρίσει πλήρως το πόσο γρήγορα άλλαζε ο κόσμος. Σήμερα καθεμία από τις οικονομίες της Νιγηρίας, της Ταϊλάνδης, του Ιράν και των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων είναι μεγαλύτερη από τη μικρότερη οικονομία των G20 (Νότια Αφρική), όμως καμία από αυτές τις χώρες δεν είναι μέλος.

Ομοίως, το έδαφος κάτω από το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο μετατοπίζεται επίσης. Στην αρχική διαπραγμάτευση της Ιδρυτικής Συμφωνίας του ΔΝΤ το 1944, υπήρξε διαφωνία σχετικά με το εάν το νέο Σώμα θα έπρεπε να εδρεύει στην Ευρώπη ή στις Ηνωμένες Πολιτείες. Τελικά, αποφασίστηκε ότι θα πρέπει να έχει την έδρα του στην πρωτεύουσα της χώρας με το μεγαλύτερο μερίδιο ψήφων. Αυτό σημαίνει ότι σε μία με δύο δεκαετίες από σήμερα η Κίνα θα μπορούσε να αξιώσει το ΔΝΤ να εδρεύει στο Πεκίνο.

Το ΔΝΤ πιθανότατα να μη μεταφερθεί από την Ουάσιγκτον (η Αμερική θα εγκαταλείψει το ΔΝΤ προτού το ΔΝΤ εγκαταλείψει την Αμερική). Αλλά το ζητούμενο παραμένει: ο κόσμος αντιμετωπίζει έναν εκ βάθρων επαναπροσδιορισμό που δεν είναι μόνο οικονομικός αλλά και γεωπολιτικός. Μόνο αν η Δύση μπορέσει να βρει τρόπο να διατηρήσει την πολυμέρεια σε έναν ολοένα και πιο πολυπολικό κόσμο η Κίνα θα συνεχίσει να αναπτύσσει εναλλακτικούς θεσμούς σε οικονομία και διακυβέρνηση, όπως έχει κάνει με την Ασιατική Τράπεζα Επενδύσεων και τον Οργανισμό Συνεργασίας της Σανγκάης.

Κούφια κυριαρχία

Η σημερινή εμπορική διαμάχη μεταξύ των Ηνωμένων Πολιτειών και της Κίνας φανερώνει μια ευρύτερη αλλαγή της παγκόσμιας οικονομικής ισχύος. Επιδερμικά, η αντιπαράθεση της κυβέρνησης Τραμπ με την Κίνα γίνεται για το εμπόριο, με τη μεταξύ τους διαφωνία για τη χειραγώγηση των νομισμάτων να καταλαμβάνει μεγάλο μέρος της συζήτησης. Αλλά από τις ομιλίες του Τραμπ αντιλαμβάνεται κανείς ότι η πραγματική μάχη είναι κάτι μεγαλύτερο: το μέλλον της τεχνολογικής υπεροχής και της οικονομικής ισχύος.

Ενώ ο Τραμπ αναγνωρίζει τουλάχιστον την αυξανόμενη απειλή για την αμερικανική υπεροχή, έχει αγνοήσει την πιο προφανή στρατηγική για να απαντήσει στην απειλή αυτή: δηλαδή το να έχει ενιαίο μέτωπο με τους συμμάχους και τους συνεργάτες των Ηνωμένων Πολιτειών σε όλον τον κόσμο. Αντ’ αυτού, ο Τραμπ διεκδικεί το προνόμιο να δρα μονομερώς, ωσάν να εξακολουθεί η Αμερική να κυβερνά έναν μονοπολικό κόσμο. Ως εκ τούτου, ήδη στο πέρασμά του αφήνει ένα ίχνος γεωπολιτικής καταστροφής.

Μεταξύ άλλων, ο Τραμπ αποσύρθηκε από τη συμφωνία για τα πυρηνικά του Ιράν και από τη συμφωνία των Παρισίων για το κλίμα ενώ ανακοίνωσε ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες αποχωρούν από τη Συνθήκη για τη μη διάδοση πυρηνικών όπλων μέσου βεληνεκούς με τη Ρωσία. Επιπλέον, η διοίκησή του εμπόδισε τον διορισμό δικαστών στο σώμα διακανονισμού διαφορών του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου, υποβάθμισε την ομάδα G7 και την ομάδα G20 με τον ισχυρισμό ότι είναι ασήμαντες, ενώ εγκατέλειψε το Σύμφωνο Συνεργασίας των Δύο Πλευρών του Ειρηνικού, ανοίγοντας την πόρτα στην Κίνα να εδραιώσει την οικονομική της κυριαρχία στην περιοχή Ασίας – Ειρηνικού.

Υπάρχει μια βαθιά ειρωνεία εδώ. Οταν η Αμερική προήδρευε σε έναν μονοπολικό κόσμο, προτιμούσε γενικά να ενεργεί μέσω πολυμερών θεσμών. Αλλά τώρα που ο κόσμος γίνεται όλο και πιο πολυπολικός, η διοίκηση Τραμπ ενεργεί κατά μόνας. Το ερώτημα είναι αν η προσπάθεια αυτή για την ανάκτηση μιας ξεκάθαρης μορφής κυριαρχίας όπως τον 19ο αιώνα θα μπορούσε να λειτουργήσει.

Πυκνά σύννεφα

Για να έχουμε πιο ξεκάθαρη εικόνα των κινδύνων που θέτουν ο προστατευτισμός και η επεκτατική δημοσιονομική πολιτική των ΗΠΑ, σκεφθείτε τι θα μπορούσε να συμβεί στην περίπτωση μιας νέας παγκόσμιας οικονομικής ύφεσης. Το 2008 οι κυβερνήσεις σε όλον τον κόσμο κατάφεραν να μειώσουν τα επιτόκια, να εισαγάγουν τολμηρές νομισματικές πολιτικές και να επιδιώξουν δημοσιονομικά κίνητρα. Αυτές οι προσπάθειες συντονίστηκαν σε παγκόσμιο επίπεδo ώστε να έχουν μεγαλύτερο αποτέλεσμα. Οι κεντρικές τράπεζες συνεργάστηκαν στενά και με τη διάσκεψη κορυφής των ηγετών της ομάδας G20 το 2009, υπήρξε μια πρωτοφανής συνεργασία μεταξύ αρχηγών κρατών και υπουργείων Οικονομικών παγκοσμίως.

Τώρα ας κοιτάξουμε μπροστά στη δεκαετία του 2020, όταν θα υπάρχουν πολύ λιγότερα νομισματικά και δημοσιονομικά περιθώρια ελιγμών. Τα επιτόκια είναι σχεδόν βέβαιο ότι θα είναι πολύ χαμηλά ώστε οι υπεύθυνοι χάραξης νομισματικής πολιτικής να μπορούν να παράσχουν αποτελεσματικά κίνητρα. Και οι τεράστιοι ισολογισμοί, απότοκο της τελευταίας κρίσης, θα καταστήσουν τους κεντρικούς τραπεζίτες επιφυλακτικούς για περαιτέρω ποσοτική χαλάρωση.

Η φορολογική πολιτική θα περιοριστεί εξίσου. Από το 2018 ο μέσος ευρωπαϊκός δείκτης δημόσιου χρέους προς το ΑΕΠ υπερβαίνει το 80%. Το ομοσπονδιακό έλλειμμα των ΗΠΑ βρίσκεται σε καλό δρόμο ώστε να ξεπεράσει το 5% του ΑΕΠ, ενώ η Κίνα βρίσκεται αντιμέτωπη με το αυξανόμενο δημόσιο και ιδιωτικό χρέος. Κάτω από αυτές τις συνθήκες, η παροχή δημοσιονομικών κινήτρων θα είναι ακόμα πιο δύσκολη από ό,τι στα χρόνια μετά την τελευταία κρίση και ο διασυνοριακός συντονισμός θα καταστεί ακόμα πιο αναγκαίος. Δυστυχώς, οι τρέχουσες τάσεις δείχνουν ότι οι κυβερνήσεις είναι πιθανότερο να κατηγορούν η μία την άλλη από το να συνεργάζονται για να κάνουν τα πράγματα σωστά.

Είμαστε λοιπόν αντιμέτωποι με ένα παράδοξο. Η δυσαρέσκεια για την παγκοσμιοποίηση έχει φέρει ένα νέο κύμα προστατευτισμού και μονομέρειας, αλλά η αντιμετώπιση των πηγών αυτής της δυσαρέσκειας μπορεί να επιτευχθεί μόνο μέσω της συνεργασίας. Καμία χώρα μόνη της δεν μπορεί να επιλύσει προβλήματα όπως η αύξηση της ανισότητας, η στασιμότητα των μισθών, η χρηματοπιστωτική αστάθεια, η φοροαποφυγή και φοροδιαφυγή, η αλλαγή του κλίματος και η προσφυγική και μεταναστευτική κρίση.

Χωρίς να αντιπροσωπεύει μια σαφή στρατηγική άποψη για το μέλλον, το δόγμα «Πρώτα η Αμερική» μοιάζει περισσότερο με σπασμό από τον αυτοτραυματισμό της πάλαι ποτέ ηγεμονικής δύναμης η οποία εξακολουθεί να προσκολλάται στο παρελθόν.

Η περίπτωση της ελπίδας

Καθώς η Αμερική απομακρύνεται από την πολυμέρεια, η Κίνα αναμορφώνει την παγκόσμια γεωπολιτική από μόνη της μέσω της Ασιατικής Τράπεζας Επενδύσεων και Υποδομών, της Νέας Αναπτυξιακής Τράπεζας (NDB), της Πρωτοβουλίας του Δρόμου του Μεταξιού και άλλων μέσων. Ομως, αν και οι τρέχουσες πολιτικές της Κίνας θα έχουν μακροπρόθεσμες επιπτώσεις στην περιοχή Ασίας – Ειρηνικού και στον κόσμο, οι περισσότεροι από εμάς δεν έχουμε ακόμη εξετάσει αυτές τις συνέπειες με την προσήκουσα προσοχή.

Πρέπει να διατηρήσουμε την ελπίδα μας. Ο Ψυχρός Πόλεμος διήρκεσε τέσσερις αγωνιώδεις δεκαετίες, κυρίως επειδή η Σοβιετική Ενωση αρνήθηκε να αναγνωρίσει την αξία των αγορών και της ιδιωτικής περιουσίας και απέφυγε την επαφή με τη Δύση. Δεν μπορεί να ειπωθεί το ίδιο για την Κίνα. Περισσότεροι από 600.000 κινέζοι φοιτητές σπουδάζουν στο εξωτερικό κάθε χρόνο και 450.000 από αυτούς κάνουν τις σπουδές τους στις ΗΠΑ και στην Ευρώπη, όπου δημιουργούν διαρκή κοινωνικά και επαγγελματικά δίκτυα.

Καθώς προετοιμαζόμαστε για παγκόσμιες συγκρούσεις τα προσεχή έτη, πρέπει να εργαστούμε για ένα μέλλον που θα διαμορφώνεται μέσω συνεργασιών. Είτε πρόκειται για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα, την αλλαγή του κλίματος ή τους φορολογικούς παραδείσους, πρέπει να υπάρξει ένα ισχυρό επιχείρημα πως η εξυπηρέτηση των εθνικών συμφερόντων επιτυγχάνεται καλύτερα μέσω της διεθνούς συνεργασίας.

Η παγκοσμιοποίηση βρίσκεται σε σταυροδρόμι. Με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, οι διεθνείς οργανισμοί θα χρειαστεί να φιλοξενήσουν τους νέους «πόλους» της γεωπολιτικής εξουσίας που αναδύονται. Οι αποφάσεις που σχεδιάζουμε σήμερα θα έχουν σημαντικές και εκτεταμένες συνέπειες για το μέλλον του πλανήτη μας. Το μόνο ερώτημα είναι αν θα γίνουν μονομερώς ή σε πλαίσιο συνεργασίας. Πρέπει να βρούμε τη θέληση που είχαν μεταπολεμικά οι πρόγονοί μας, ώστε και εμείς να είμαστε «παρόντες στη δημιουργία» μιας τάξης που αρμόζει στη στιγμή της ιστορίας μας.

Ο κ. Γκόρντον Μπράουν,  πρώην πρωθυπουργός και υπουργός Οικονομικών του Ηνωμένου Βασιλείου, είναι ειδικός απεσταλμένος των Ηνωμένων Εθνών για την Παγκόσμια Εκπαίδευση.