Σε ολόκληρη την Ουγγαρία, ο πρωθυπουργός Βίκτορ Ορμπαν είναι ο κυρίαρχος στο τοπίο των μέσων ενημέρωσης. Οι σύμμαχοί του ελέγχουν τις μεγάλες εφημερίδες, οι οποίες παρέχουν απόλυτη υποστήριξη και κάλυψη της ατζέντας του και δη κατά των μεταναστών, συμβάλλοντας μεθοδικά στη διάβρωση των θεσμικών αντίβαρων που κάθε δημοκρατικό πολίτευμα υποτίθεται ότι διαθέτει. Οσο για ανεξάρτητα φύλλα ενημέρωσης; Ούτε λόγος. Απουσιάζουν παντελώς από το τοπίο των εγχώριων μέσων.
Τον περασμένο Νοέμβριο κάτι φάνηκε να αλλάζει καθώς το υπουργείο Εξωτερικών των ΗΠΑ ανακοίνωσε ότι θα χορηγήσει 700.000 δολάρια προκειμένου να δημιουργηθούν ανεξάρτητα μέσα ενημέρωσης στην κεντρική ευρωπαϊκή χώρα. Για την Ουάσιγκτον επρόκειτο για μια πρωτοβουλία στο πλαίσιο της προαγωγής της ελευθερίας του λόγου. Για τη Βουδαπέστη από την άλλη, ήταν μια νέα πρόκληση από τη χώρα που αντιμετωπίζει τον Ορμπαν ως έναν παρία από το 2012.
Ο αποκλεισμός Ομπάμα

Σύντομα βρέθηκαν οι δικαιούχοι της επιχορήγησης, όμως απροσδόκητα η διαδικασία πήρε αναβολή, με το υπουργείο Εξωτερικών των ΗΠΑ να ανακοινώνει ότι τα χρήματα θα χρησιμοποιηθούν για άλλον σκοπό σε άλλες χώρες της Ευρώπης. «Πρόκειται για μια τεράστια νίκη» δήλωσε ο Αντράς Σιμονί, πρώην απεσταλμένος του Ορμπαν στο ΝΑΤΟ και μετέπειτα πρεσβευτής της Ουγγαρίας στην Ουάσιγκτον. «Αυτό στέλνει το μήνυμα ότι η Ουγγαρία είναι εντάξει, ότι η χώρα μας είναι μια δημοκρατία».

Για πολύ καιρό η κυβέρνηση Ορμπαν επιχειρούσε να χτίσει σχέσεις εμπιστοσύνης με την Ουάσιγκτον, αλλά μάταια. Η κυβέρνηση Ομπάμα είχε σε μεγάλο βαθμό αποκλείσει τον ούγγρο πρωθυπουργό, αποφεύγοντας τις διμερείς επαφές υψηλού επιπέδου, ως αντίποινα για τις τεράστιες αυταρχικές του τάσεις. Αμερικανοί διπλωμάτες όπως και ο ίδιος ο Ομπάμα ασκούσαν κριτική στην καταστολή της ελευθερίας της έκφρασης στη χώρα και της ίδιας της ουγγρικής κοινωνίας.
Ομως τώρα η διοίκηση Τραμπ αλλάζει ρότα, κάτι που εύλογα δημιουργεί ανησυχίες για την ίδια τη δημοκρατία και το κράτος δικαίου στην ευρωπαϊκή χώρα, ακόμη και αν πολλοί αναλυτές εκτιμούν ότι ούτε η στρατηγική Ομπάμα έφερε αποτελέσματα καθώς απομόνωσε περισσότερο τον Ορμπαν, ο οποίος φρόντισε να δημιουργήσει ανοίγματα προς τη Ρωσία και την Κίνα.
Η συμπάθεια Τραμπ

Ο πρόεδρος Τραμπ δεν έχει κρύψει τη συμπάθειά του για ισχυρούς (και ενίοτε αυταρχικούς) ηγέτες και η πολιτική της Ουάσιγκτον έναντι του Ορμπαν ακολουθεί αυτή την τάση. «Ο πρόεδρος Τραμπ πιστεύει ότι ο Ορμπαν είναι πολύ ισχυρός ηγέτης» δήλωσε στους «New York Times» ο Ντέιβιντ Κορνστάιν, πρεσβευτής των ΗΠΑ στη Βουδαπέστη και για πολλά χρόνια φίλος του αμερικανού προέδρου. «Και ο πρόεδρός μας θαυμάζει τους ισχυρούς ηγέτες, ενώ προσβλέπει στη συνέχιση αυτής της σχέσης».

Για άλλους ευρωπαίους διπλωμάτες η μετατόπιση Τραμπ στην Ουγγαρία, η οποία συμβαίνει και στην Πολωνία, ενισχύει την πεποίθηση ότι επιχειρεί να διαιρέσει την Ευρωπαϊκή Ενωση, την οποία θεωρεί ισχυρό εμπορικό ανταγωνιστή. Την ίδια ώρα μιλάει επαινετικά για τους λαϊκιστές ηγέτες της, ενώ ο νέος αμερικανός πρεσβευτής στη Γερμανία Ρίτσαρντ Γκρένελ δηλώνει ότι ελπίζει στην ενδυνάμωση των συντηρητικών δυνάμεων στην Ευρώπη.
«Πιστεύω ότι χρησιμοποιούν την Ουγγαρία όπως χρησιμοποιούν και άλλες ευρωπαϊκές χώρες με εθνικιστικές ηγεσίες και ο σκοπός είναι να διαιρέσουν την ΕΕ» αναφέρει ο Γίρι Πέχε, διευθυντής του Πανεπιστημίου New York στην Πράγα και επικεφαλής του Υπουργικού Συμβουλίου της κυβέρνησης Βάτσλαβ Χάβελ στην Τσεχία στη δεκαετία του ’90, ενώ προσθέτει πως αυτό νομιμοποιεί τη ρωσική επιρροή στη χώρα.


Οι δεσμοί με τον Πούτιν

Ο πρωθυπουργός Ορμπαν είναι ο πιο ισχυρός λαϊκιστής ηγέτης στην Ευρώπη. Εχει καλλιεργήσει δεσμούς με τον ρώσο πρόεδρο Πούτιν, χαρακτηρίζει τον εαυτό του ως τον προστάτη της χριστιανικής ταυτότητας της Ευρώπης, ενώ οι επικριτές του υποστηρίζουν ότι υπονομεύει τη δημοκρατία στη χώρα.
Στη διάρκεια της διακυβέρνησης Ομπάμα προσπάθησε πραγματικά να χτίσει δεσμούς με την τότε αμερικανική κυβέρνηση και για τον σκοπό αυτόν έριξε πολύ χρήμα σε δεκάδες αμερικανικές ερευνητικές ομάδες, πολιτιστικά ιδρύματα, υποτροφίες και λομπίστες, μέσω ενός ουγγρικού ιδρύματος με έδρα το Ντέλαγουεαρ, το οποίο όμως ανήκει στο γραφείο του Ορμπαν.
Η ουγγρική κυβέρνηση είχε μάλιστα χορηγήσει το ίδρυμα με 15.000.000 δολάρια, σύμφωνα με επίσημα αρχεία, και είχε κάνει δωρεές σε αμερικανικά think tanks, όπως στο Κέντρο Ανάλυσης Ευρωπαϊκής Πολιτικής (Center for European Policy Analysis) με έδρα την Ουάσιγκτον. Η κυβέρνηση Ορμπαν είχε επίσης χορηγήσει δεκάδες χιλιάδες δολάρια σε μέλη του αμερικανικού Κογκρέσου με στόχο την άσκηση επιρροής.
Επί ημερών Ομπάμα οι προσπάθειες αυτές είχαν πέσει στο κενό, όμως σήμερα τα πράγματα έχουν αλλάξει. Τον περασμένο Μάιο μάλιστα ο νέος υπουργός Εξωτερικών Μάικ Πομπέο συναντήθηκε με τον ούγγρο ομόλογό του Πίτερ Στζιζάρτο, βάζοντας τέλος στην εξαετή περίοδο πλήρους απουσίας διμερών επαφών υψηλού επιπέδου. Μόλις πριν από δύο μήνες, ο Τραμπ μίλησε τηλεφωνικά με τον πρωθυπουργό Ορμπαν, ένα προνόμιο που δεν του έδωσε ποτέ ο Μπαράκ Ομπάμα.


Αναβολή επιχορήγησης

Λίγο αργότερα, η επιχορήγηση ύψους 700.000 δολαρίων για ανεξάρτητα μέσα μαζικής ενημέρωσης στην Ουγγαρία αναβλήθηκε. «Δεν είναι ότι οι ΗΠΑ δεν είναι υπέρ ενός ελεύθερου Τύπου –αυτό είναι ένα αναπόσπαστο κομμάτι της δημοκρατίας στο οποίο πιστεύουν πολύ έντονα» αναφέρει ο αμερικανός πρεσβευτής στη Βουδαπέστη. Ομως, όπως επισημαίνουν αναλυτές, η κίνηση αυτή μόνο τυχαία δεν πρέπει να θεωρηθεί. Πολύ δε περισσότερο αν αναλογιστεί κανείς τη στάση του αμερικανού προέδρου έναντι των μέσων ενημέρωσης και των δημοσιογράφων που θεωρεί εχθρούς του λαού.
Λίγο μετά την αναβολή της αμερικανικής επιχορήγησης στην Ουγγαρία, ένα περιοδικό που ασκούσε κριτική προς τον Ορμπαν ανακοίνωσε ότι κλείνει, ενώ ένα ιδιωτικό τηλεοπτικό κανάλι αγοράστηκε από έναν σύμμαχο του ούγγρου πρωθυπουργού. Τυχαίο; Ισως. Αναμφίβολα πάντως η κίνηση της Ουάσιγκτον είναι μια «αβάντα» προς τον Ορμπαν και στο ζήτημα της λογοκρισίας του Τύπου.

HeliosPlus