Με ένα μπαράζ δημοσιευμάτων, που όλα είχαν κατά βάση ως πηγή την ενημέρωση που έκανε το υπουργείο Εξωτερικών μετά την αποκάλυψη για την απέλαση Ρώσων διπλωμάτων, πληροφορηθήκαμε για την έκταση της προσπάθειας της Ρωσίας να αποκτήσει πολιτική επιρροή στην Ελλάδα εκμεταλλευόμενη πολιτιστικούς και θρησκευτικούς δεσμούς αλλά και την δυσαρέσκεια για τη Συμφωνία των Πρεσπών.

Στοιχείο της ίδιας ενημέρωσης και η υπογράμμιση ότι η Ρωσία είχε κάνει σαφές ότι θεωρούσε την επίλυση του Μακεδονικού με όρους ένταξης της πΓΔΜ στο ΝΑΤΟ κίνηση που διαμόρφωνε αρνητικούς συσχετισμούς σε βάρος στα Δυτικά Βαλκάνια, καθώς είχε επενδύσει στο να μείνουν τόσο η Σερβία όσο και η πΓΔΜ εκτός ΝΑΤΟ και ευρύτερα εκτός αμερικανικής επιρροής.

Η Ελλάδα πεδίο μάχης διπλωματών και πρακτόρων

Στην πραγματικότητα οι αποκαλύψεις αυτές, οι περισσότερες από τις οποίες αφορούσαν δραστηριότητες ρώσων παραγόντων που ήταν ευρύτερα γνωστές, απλώς αποτυπώνουν κάτι που όλοι γνώριζαν: ότι η Ελλάδα αποτελεί το πεδίο ενός συνολικού γεωπολιτικού ανταγωνισμού ανάμεσα σε ΗΠΑ και Ρωσία που αφορά τις συνολικές ισορροπίες στα Βαλκάνια.

Άλλωστε, την ίδια έντονη δραστηριότητα έχει επιδείξει και η αμερικανική πλευρά. Μόνο τυχαία δεν ήταν η επιλογή του Τζέφρι Πάιατ, ενός διπλωμάτη με εμπειρία στην πρώτη γραμμή του αμερικανορωσικού ανταγωνισμού, εφόσον ήταν πρεσβευτής των ΗΠΑ στην Ουκρανία το 2014. Ο Πάιατ εξαρχής έκανε σαφές ότι τον ενδιαφέρει η ανάσχεση της ρωσικής επιρροής στην Ελλάδα και δεν δίστασε να υποδεικνύει ποια ήταν κατά τη γνώμη του τα επενδυτικά σχέδια για τα ποία έπρεπε να δοθούν εξηγήσεις λόγω ενδεχόμενης παρουσίας ρωσικών κεφαλαίων (π.χ. η πώληση του ΟΛΘ).

Θα κάνει μάλιστα μια πολύ χαρακτηριστική δήλωση: «Αυτό που επεκτείνεται είναι η φιλοδοξία του Κρεμλίνου να προκαλέσει σύγχυση στον προσανατολισμό αυτών των χωρών και στην διαδικασία της συνεχούς μεταρρύθμισης και της ευθυγράμμισής τους με τους ευρωατλαντικούς θεσμούς, που οι άνθρωποι αυτών των χωρών έχουν επιλέξει.»

Μάλιστα, θα μπορούσε κάποιος να υποστηρίξει ότι ήταν ο ίδιος ο Πάιατ που επέδειξε ζήλο ανάλογο των Ρώσων ομολόγων του, όπως π.χ. όταν επέλεξε να συναντήσει κατ’ επανάληψη τον Περιφερειάρχη Κεντρικής Μακεδονίας κ. Απόστολο Τζιτζικώστα, με βασικό σκοπό, σύμφωνα με πληροφορίες, την αποτροπή να βρεθεί υπό ρωσική επιρροή.

Άλλωστε, οι ΗΠΑ έχουν μακρά ιστορία έντονης παρουσίας στην Ελλάδα, τόσο μέσα από άμεσες παρεμβάσεις στα εσωτερικά πολιτικά πράγματα (δεν είναι τυχαίο ότι διάφοροι θυμήθηκαν την εποχή Πιουριφόι) όσο, όμως, και με μορφές χρήσης soft power, εκμετάλλευσης πολιτιστικών δεσμών και πρώτα και κύρια της κοινής «δυτικής» και «φιλελεύθερης» παράδοσης.

Εδώ πρέπει να τονίσουμε κάτι σημαντικό, Η όξυνση του αμερικανορωσικού ανταγωνισμού τα τελευταία χρόνια, αυτό που σχηματικά ονομάστηκε «νέος Ψυχρός Πόλεμος», διαμορφώνει και νέες απαιτήσεις από τη μεριά των ΗΠΑ ως προς τη στάση των υπόλοιπων συμμάχων τους.

Επειδή οι ΗΠΑ θέλουν ταυτόχρονα να ανακόψουν και την γεωπολιτική επιρροή και την οικονομική ισχύ της Ρωσίας, δεν τους αρκεί οι σύμμαχοί τους να έχουν ευρωατλαντικό γενικό προσανατολισμό αλλά ταυτόχρονα να διεκδικούν καλές οικονομικές σχέσεις με τη Ρωσία.

Σε αυτό το φόντο, η ελληνική εξωτερική πολιτική είναι γεγονός επί των κυβερνήσεων ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ έκανε μια έντονη φιλοαμερικανική στροφή. Εκτιμήθηκε ότι απέναντι στις αντιφάσεις της Τουρκικής εξωτερικής πολιτικής ήταν προς το συμφέρον της Ελλάδας κυρίως να επιδιώξει τη συμπόρευση με τις ΗΠΑ και τους βασικούς συμμάχους της στην περιοχή, όπως είναι το Ισραήλ και η Αίγυπτος.

Ταυτόχρονα, στον ενεργειακό τομέα η Ελλάδα επέλεξε να μην προχωρήσει σε μεγάλα projects συνεργασίας με τη Ρωσίας ακυρώνοντας τελικά την προοπτική δημιουργίας νέου αγωγού ρωσικού φυσικού αερίου. Βέβαια, σε άλλους τομείς, οι ελληνορωσικές οικονομικές σχέσεις παρέμειναν σημαντικές. Με περίπου ένα εκατομμύριο Ρώσους τουρίστες να επισκέπτονται κάθε χρόνο την Ελλάδα, η Ρωσία παραμένει μια πολύ σημαντική αγορά για την ελληνική τουριστική βιομηχανία.

Όμως, η ελληνική κυβέρνηση επέλεξε σε επίπεδο ρητορικής να δείχνει ότι διατηρούνται οι παραδοσιακά καλές ελληνορωσικές σχέσεις. Γι’ αυτό το λόγο και η Ελλάδα, παρότι συνυπέγραφε τις διάφορες αποφάσεις κυρώσεων της ΕΕ, εντούτοις απέφευγε να παίρνει θέση σε ζητήματα όπως η υπόθεση Σκριπάλ, όπου δεν προχώρησε σε απελάσεις διπλωματών.

Γιατί η ελληνική πλευρά επιλέγει τώρα τη ρήξη

Σε όλη αυτή την περίοδο, προφανώς και οι ελληνικές αρχές είχαν υπόψη τους τη δράση της ρωσικής διπλωματίας αλλά και των ρωσικών υπηρεσιών στην Ελλάδα. Αρκετά από όσα καταγγέλλονται ως ενδείξεις, μπορούσαν να εντοπιστούν ούτως ή άλλως, μια που αφορούσαν δημόσιες δραστηριότητες.

Τόσο η ενεργοποίηση ρωσικών θρησκευτικών ιδρυμάτων, που επενδύουν στην κοινή ορθόδοξη ταυτότητα, όσο και οι επαφές διπλωματών με αυτοδιοικητικούς και πολιτικούς παράγοντες ήταν λίγο πολύ γνωστές. Γνωστές είναι επίσης οι εσωτερικές διαιρέσεις ως προς τον προσανατολισμό της Ορθοδοξίας στη σύγχρονη εποχή όπως και η προσπάθεια του Πατριαρχείου Μόσχας να αποκτήσει αυξημένο ρόλο.

Η ελληνική πλευρά αναφέρει ότι το κρίσιμο στοιχείο ήταν όταν ξεπεράστηκαν τα όρια και περάσαμε σε απόπειρες χρηματισμού ελλήνων αξιωματούχων. Ακόμη και εάν δεχτούμε αυτό τον ισχυρισμό, ισχύει επίσης ότι η εμπειρία δείχνει ότι ούτως ή άλλως τέτοιες προσπάθειες απόκτησης επιρροής συχνά συνοδεύονται και από «μαύρο χρήμα».

Το ερώτημα που προκύπτει είναι γιατί η ελληνική πλευρά επέλεξε να το ανοίξει τώρα και να το ανοίξει με αυτό τον τρόπο. Σε τελική ανάλυση, όποια και εάν ήταν η ρωσική αντίδραση, το ίδιο το γεγονός ότι προχωρούσε η Συμφωνία των Πρεσπών αποτελούσε την απόδειξη ότι η κυβέρνηση επέμεινε στη στάση της.

Μάλιστα, θα μπορούσε να υποστηριχτεί η άποψη ότι ακριβώς επειδή «έκλεισε» η συμφωνία των Πρεσπών, η ελληνική κυβέρνηση δεν είχε λόγο περαιτέρω επιδείνωσης των ελληνορωσικών σχέσεων, μια που ούτως ή άλλως η ένταξη της πΓΔΜ στο ΝΑΤΟ ανατρέπει την ισορροπία στα Βαλκάνια σε βάρος της Ρωσίας.

Με βάση αυτή τη λογική, θα ήταν πιο αρμόζουσα ως αντίρροπή κίνηση μια «επίθεση φιλίας» προς τη Μόσχα, ιδίως από τη στιγμή που η Ρωσία εξακολουθεί να μπορεί να παίξει σημαντικό ρόλο σε πεδία όπως οι ελληνοτουρκικές σχέσεις και το Κυπριακό.

Και το Πατριαρχείο Μόσχας στο παιχνίδι

Όταν η κυβέρνηση καλόβλεπε τη δημιουργία «ρωσικού» κόμματος

Από τα παραπάνω γίνεται σαφές ότι η τρέχουσα επιδείνωση στις ελληνορωσικές σχέσεις, που ήρθε με ελληνική πρωτοβουλία, σε μεγάλο βαθμό έχει να κάνει και με εσωτερικούς πολιτικούς υπολογισμούς από τη μεριά της κυβέρνησης.

Να το πούμε απλά, ενώ ένα προηγούμενο διάστημα η κυβέρνηση έβλεπε με καλό μάτι τον αντίκτυπο από τη δημιουργία ενός «ρωσικού» κόμματος, σήμερα θέλει να καταγγείλει αυτές τις διεργασίες για να δώσει την εικόνα ότι οι αντιδράσεις για το Μακεδονικό είναι αποτέλεσμα ενορχηστρωμένων προσπαθειών χειραγώγησης της κοινής γνώμης και μάλιστα με παρέμβαση ξένων δυνάμεων.

Αυτό είχε φανεί έντονα στην περίοδο αμέσως μετά την ανακοίνωση της προοπτικής διαπραγματεύσεων με την πΓΔΜ και τα πρώτα συλλαλητήρια. Σε εκείνη την περίοδο τα σχέδια για την ενδεχόμενη δημιουργία μιας ελληνικής «Λέγκας του Βορρά» με όχημα τη δυσαρέσκεια κατά ενδεχόμενης συμφωνίας για το «ονοματολογικό» αντιμετωπίζονταν ιδιαίτερα θετικά από τη μεριά του ΣΥΡΙΖΑ.

Εκπρόσωποι του ΣΥΡΙΖΑ δεν έκρυβαν την ικανοποίησή τους για αυτό το ενδεχόμενο, θεωρώντας ότι η δημιουργία ενός κόμματος «πατριωτικής δεξιάς» στα δεξιά της ΝΔ θα της αφαιρούσε σημαντικό μερίδιο εκλογικής επιρροής και αυτό θα αναβάθμιζε τη θέση του ΣΥΡΙΖΑ. Με μια διασπασμένη δεξιά διάφοροι οραματίζονταν ακόμη και οριακές ή ακόμη και αμφίρροπες εκλογές.

Όμως, τα πράγματα άλλαξαν όσο διαπίστωναν τα επιτελικά στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ ότι η δυσαρέσκεια για τον ΣΥΡΙΖΑ κυρίως έπληττε αυτούς παρά ενίσχυε άλλα κόμματα.

Τα μεγάλα δημοσκοπικά προβλήματα, η αίσθηση μεγάλων εκλογικών απωλειών στη Βόρεια Ελλάδα αλλά και η διαπίστωση ότι ήταν κυρίως η ΝΔ που ενισχυόταν, σήμαινε ότι η επένδυση σε μια ενδεχόμενη «Λέγκα του Βορρά» δεν απέδιδε.

Σε αυτό το φόντο, μπορεί κανείς να υποθέσει ότι συνεκτιμήθηκε ότι ένα ενδεχόμενο διπλωματικό επεισόδιο με τη Ρωσία, που θα αποκάλυπτε αυτές τις διαστάσεις της ρωσικής επιρροής στην Ελλάδα θα έδινε τη δυνατότητα να παρουσιαστεί η δυσαρέσκεια κατά της συμφωνίας ως «ξένος δάκτυλος» και έτσι να απαξιωθεί στη συνείδηση ευρύτερων τμημάτων της κοινωνίας.

Επιπλέον, εκτιμήθηκε ότι μια τέτοια ρήξη με τη Ρωσία θα οδηγούσε σε ακόμη πιο ευμενή αντιμετώπιση των ελληνικών θέσεων από τις ΗΠΑ.

Υπεύθυνη εξωτερική πολιτική ή μικροπολιτικοί υπολογισμοί;

Τα παραπάνω δείχνουν για άλλη μια φορά τον κοντόθωρο τρόπο με τον οποίο στην κυβέρνηση αντιμετωπίζουν το σχεδιασμό της εξωτερικής πολιτικής. Μείζονα θέματα στρατηγικής και σημαντικές ισορροπίες θυσιάζονται στο βωμό της μικροπολιτικής σκοπιμότητας.

Η ίδια κυβέρνηση που επένδυσε κυνικά στο ενδεχόμενο να φτιαχτεί και «ρωσικό» κόμμα εάν επρόκειτο να επιφέρει φθορά στη ΝΔ είναι η ίδια κυβέρνηση που τώρα προχωράει σε απελάσεις Ρώσων διπλωματών και σε επιδείνωση των ελληνορωσικών σχέσεων για να μπορέσει στην πραγματικότητα να στιγματίσει τις αντιδράσεις στη Συμφωνία των Πρεσπών. Όμως, αυτό απέχει από οποιονδήποτε ορισμό υπεύθυνης εξωτερικής πολιτικής.

Επιπλέον, αναρωτιέται κανείς εάν πραγματικά σε όλες αυτές τις διεργασίες, που σε μεγάλο βαθμό ξεδιπλώθηκαν με όρους «μυστικής διπλωματίας», έγινε πραγματικός υπολογισμός κόστους οφέλους από κάθε επιλογή.

Για παράδειγμα, για ποιο λόγο επιλέχτηκε τώρα η επιτάχυνση της επίλυσης του θέματος του «ονοματολογικού», παρότι ήταν γνωστό ότι με τον έναν ή τον άλλο τρόπο η είσοδος της πΓΔΜ στο ΝΑΤΟ θα προκαλούσε ρωσικές αντιδράσεις; Με ποιον τρόπο η τρέχουσα επιδείνωση των ελληνορωσικών σχέσεων δεν θα μετατραπεί σε αρνητική επίπτωση σε μέτωπα στα οποία έχει σημασία η ρωσική στάση, όπως είναι το Κυπριακό; Υπάρχουν αμερικανικές υποσχέσεις για πραγματικά ευνοϊκότερη στάση των ΗΠΑ σε κρίσιμα ζητήματα; Ή μήπως θα συνεχίσουμε να βλέπουμε την Ουάσιγκτον να προσπαθεί να κατευνάσει την Τουρκία και να διατηρήσει την ειδική σχέση μαζί της, όπως φάνηκε π.χ. από την απόφαση να συνεχιστεί το πρόγραμμα με την παράδοση των F-35;

Οι απαντήσεις στα ερωτήματα αυτά ίσως να είναι πιο σημαντικές από τις επιπλέον «αποκαλύψεις» διεργασιών που με τον έναν ή τον άλλο τρόπο ήταν γνωστές.