Οσο πλησιάζει ο μήνας Αύγουστος όπου η χώρα βγαίνει από τον μνημονιακό σφικτό εναγκαλισμό, τόσο ακούγονται σκέψεις αλλά και ερμηνείες για την πορεία της στο μέλλον.
Εξοδος με απλή επιτήρηση ή έξοδος συνοδευόμενη από ισχυρή μείωση του χρέους που συνεπάγεται αναγκαστικά αυστηρότερη επιτροπεία και επιτήρηση, θεωρίες που αναπτύσσονται από οικονομολόγους.
Αυτό όμως που θα πρέπει να τονιστεί είναι ότι η πολιτική δεν διαμορφώνεται μόνο με αριθμούς και οικονομικά στοιχεία, και αυτό γιατί πίσω από τα νούμερα υπάρχουν άνθρωποι που έχουν βιώσει την τελευταία δεκαετία το τι σημαίνει οικονομική κρίση. Αυτή λοιπόν η κρίση οδήγησε αναπόφευκτα σε κοινωνική κρίση και κυρίως στην απογοήτευση των πολιτών που δεν πιστεύουν, δεν ασχολούνται με τα κοινά και, το χειρότερο, δεν ελπίζουν σε ένα καλύτερο αύριο. Επομένως, ό,τι και να αναφέρουν οι αριθμοί, η αξιοπιστία των πολιτών έναντι της πολιτείας βρίσκεται στο ναδίρ, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την αυριανή μεταμνημονιακή εποχή.
Σε αυτή τη χώρα την όντως ευλογημένη για τον ήλιο, τη θάλασσα και τις περιβαλλοντικές ομορφιές της, έχουμε δυστυχώς συνηθίσει οι περισσότεροι να ομιλούν για τα πάντα και να προτείνουν μάλιστα εύκολες λύσεις.
Στη σημερινή κοινωνία ομολογουμένως τη δεκαετία της κρίσης έχει συμβεί το λυπηρό φαινόμενο της μετανάστευσης των νέων μας στο εξωτερικό. Αλλοι την υπολογίζουν σε μισό εκατομμύριο, άλλοι σε 330.000, το σίγουρο είναι ότι όλοι αυτοί στην πλειονότητά τους είναι επιστήμονες που εργάζονται πλέον στο εξωτερικό.
Δεν γνωρίζω πραγματικά το τι ποσοστό όλων αυτών των νέων θα ήθελαν πράγματι να επιστρέψουν στην πατρίδα αν διαμορφώνονταν συνθήκες ικανές και κατάλληλες για αυτούς. Με το καλό να επιστρέψουν, με ποιες όμως προϋποθέσεις και με ποια εδώ προοπτική;
Αυτό όμως που πραγματικά θα μπορούσε να επιτευχθεί είναι να στηριχθούν πλέον οι νέοι επιστήμονες στη χώρα.
Είναι η ώρα το ποσοστό της δαπάνης για την έρευνα και την Παιδεία, που είναι καθηλωμένο στο 2%, να καλύπτει πλέον το 5% του τακτικού ετήσιου προϋπολογισμού.
Την τελευταία επταετία οι νέοι διδάκτορες από τα ελληνικά ΑΕΙ ανήλθαν σε 13.030, πράγμα που σημαίνει ότι έχουμε 1.700 διδάκτορες ανά έτος. Χορήγηση σε κάθε μεταδιδάκτορα ενός δίχρονου ερευνητικού προγράμματος που θα του επιτρέπει να συνεχίσει την έρευνά του σε συνεργασία με το μέλος ΔΕΠ και που θα δημιουργήσει τις προϋποθέσεις για την ομαλή μετάβασή του σε ιδιωτικό ή δημόσιο τομέα στη συνέχεια, ίσως είναι μια εφαρμόσιμη πρόταση.
Η πρόταση αυτή θα αποτελέσει «ανάσα» όχι μόνο για τον ίδιο αλλά και για όλη τη λειτουργία των Ανωτάτων
Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων.
Κάτι τέτοιο όμως, όπως ενδεχομένως και άλλες εξίσου δυναμικές προτάσεις, απαιτεί τη θέληση και τη βούληση της πολιτείας για να εφαρμοστεί. Οσο η παρούσα πολιτική ηγεσία του Παιδείας είναι εγκλωβισμένη στην απλή διαχείριση με προτάσεις τύπου πανεπιστημοποίησης των ΤΕΙ, μέσα από διαδικασίες που γεννούν ερωτήματα και αμφιβολίες όχι μόνο για την αναγκαιότητά τους αλλά και ως προς την ορθότητά τους σε ακαδημαϊκό επίπεδο, τόσο η Παιδεία θα παραμένει ο ασθενής κρίκος της αλυσίδας που διαμορφώνει τον παραγωγικό ιστό της χώρας μας.
Ανάγκη λοιπόν για τη χάραξη έστω και τώρα ενός ολοκληρωμένου σχεδίου για την ανάταση της Παιδείας στο σύνολό της μέσα από γενναία χρηματοδότηση. Αυτή και μόνον αυτή θα είναι η μεγάλη φυγή προς τα μπροστά, αρκεί να γίνει με συγχρονισμό, συναίνεση των πολιτικών δυνάμεων και των φορέων της εκπαίδευσης.
Σε αντίθετη περίπτωση, θα εξακολουθήσουμε και στη μετά μνημόνιο εποχή να παραμένουμε ουραγοί των εξελίξεων που θα συνεχίσουν να μας επιβάλλουν οι «δανειστές», με άλλη μορφή και άλλους τρόπους φυσικά.
Ο κ. Ιωάννης Κ. Καλαβρουζιώτης είναι κοσμήτορας της Σχολής Θετικών Επιστημών και Τεχνολογίας του Ελληνικού Ανοικτού Πανεπιστημίου.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ