Θα βγούμε από την κρίση το 2018; Η «φθινοπωρινή πρόγνωση» της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για τους ρυθμούς ανάπτυξης στις χώρες της ΕΕ αφήνει λίγα περιθώρια αισιοδοξίας: η επίδοση της Ελλάδας αναμένεται τελικά να διαμορφωθεί σε 1,6% το 2017 (έναντι πρόγνωσης 2,1% τον περασμένο Μάιο και 2,7% τον Φεβρουάριο). Η εκτίμηση αυτή επιβεβαιώνει κάτι που υποψιαζόμασταν ήδη: ότι δηλαδή η εξέλιξη της ελληνικής οικονομίας έχει σχήμα L, όχι U.
Με άλλα λόγια, μετά την τεράστια συρρίκνωση του 2010-2013, την αναιμική ανάκαμψη του 2014 και τη νέα ύφεση του 2015-2016 μάς περιμένει η καθήλωση της οικονομίας σε χαμηλούς ρυθμούς ανάπτυξης εφέτος και του χρόνου. Και όλα αυτά τη στιγμή που οι προβλέψεις για τις χώρες της ευρωπαϊκής περιφέρειας που είχαν πληγεί περισσότερο από την κρίση αναθεωρούνται προς τα πάνω: Πορτογαλία 2,6% (από 1,8%), Ισπανία 3,1% (από 2,8%), Ιρλανδία 4,8% (από 4,0%). Η ελληνική εξαίρεση, η απόκλιση της χώρας μας από την υπόλοιπη Δυτική Ευρώπη, καλά κρατεί.
Τι φταίει και η οικονομία ασθμαίνει, η ανεργία μειώνεται αργά, οι νέες θέσεις εργασίας είναι τόσο κακοπληρωμένες; Το δομικό πρόβλημα είναι ότι μετά την κατάρρευση του προηγούμενου μοντέλου ανάπτυξης (κατανάλωση με δανεικά) η οικονομία πασχίζει να μετακινηθεί σε ένα άλλο, υγιέστερο. Το πολιτικό πρόβλημα είναι ότι ο συνασπισμός που κυβερνά τη χώρα δεν δείχνει να καταλαβαίνει καν πως χωρίς βελτίωση της παραγωγικότητας, χωρίς επένδυση στη γνώση, χωρίς αναβάθμιση των δεξιοτήτων, χωρίς περισσότερο ανταγωνισμό στην αγορά αγαθών, χωρίς όσα άλλα υπαγορεύει η κοινή λογική (και περιέχει η εργαλειοθήκη του ΟΟΣΑ, στην οποία κατά τα άλλα ομνύει το οικονομικό επιτελείο), δεν πρόκειται να ξεκολλήσουμε ποτέ από τη μετριότητα.
Δεν θα έπρεπε να εκπλήσσει κανέναν η εξέλιξη αυτή. Επί Βαρουφάκη, η οικονομική πολιτική της κυβέρνησης άρχιζε και τελείωνε στην αυταπάτη ότι με την αρρενωπή και πανούργα διαπραγμάτευσή του οι ευρωπαίοι εταίροι θα μας χάριζαν τα χρέη (και μπορεί και να μας ζητούσαν και συγγνώμη που μας άφησαν να ρίξουμε την οικονομία στα βράχια). Επί Τσακαλώτου, δεν υπάρχει παρά η προσδοκία ότι κάποια στιγμή πριν από τις επόμενες εκλογές οι εταίροι μας θα κάνουν αυτό για το οποίο είχαν δεσμευθεί από το 2012. Δεν αποκλείεται να συμβεί.
Εν τω μεταξύ, σταδιακά παίρνει σάρκα και οστά ένα παραγωγικό μοντέλο που μοιάζει απελπιστικά με το προηγούμενο, αλλά είναι χειρότερο. Επιχειρηματίες με οικονομική επιφάνεια αδιευκρίνιστης προέλευσης αγοράζουν ποδοσφαιρικές ομάδες και μέσα μαζικής ενημέρωσης, αποκτώντας πολιτική επιρροή, η οποία με τη σειρά της τους εξασφαλίζει πρόσβαση σε επικερδείς συμφωνίες με το κράτος σε βάρος του δημοσίου συμφέροντος. Οσο για τον στρατηγικό σχεδιασμό της κυβέρνησης για την οικονομία, αυτή δείχνει να εξαντλείται στη διευκόλυνση της διείσδυσης φίλιων επιχειρηματικών δυνάμεων. Με προπέτασμα καπνού τις ιδιοτελείς κορόνες περί πάταξης της διαπλοκής, η κυβέρνηση απεργάζεται συστηματικά τη «διαπλοκή των ημετέρων».
Ολα αυτά θα ήταν αρκούντως ανησυχητικά αν αφορούσαν απλώς την οικονομία. Το πρόβλημα είναι ότι εντάσσονται στην κοσμοθεωρία της σημερινής κυβέρνησης, στη δυσανεξία της προς ό,τι δεν ελέγχει, στην ανοιχτή εχθρότητά της προς τους θεσμούς που σε μια φιλελεύθερη δημοκρατία θέτουν όρια στην αυθαιρεσία της εξουσίας. Γι’ αυτό δεν πρέπει να εκπλήσσεται κανείς που ο Τσίπρας και ο Καμμένος θαυμάζουν τον Πούτιν, που νιώθουν πιο άνετα με τον Τραμπ παρά με τον Ομπάμα, ή που υπόσχονται στον Ερντογάν την απέλαση όσων φυγάδων βρήκαν άσυλο στη χώρα μας.
Με αυτά τα δεδομένα, το δίλημμα που θα αντιμετωπίσει η χώρα το 2018 μπορεί να συνοψιστεί ως επαναφορά στον ευρωπαϊκό κανόνα ή εκτροπή προς μια «ανελεύθερη δημοκρατία». Αυτό θα είναι και το διακύβευμα των επόμενων εκλογών, κατά πάσα πιθανότητα μέσα στη χρονιά που έρχεται.
Γι’ αυτό προξενεί εντύπωση η πολιτική ίσων αποστάσεων που φαίνεται να έχει υιοθετήσει η ηγέτις της ενωμένης Κεντροαριστεράς μετά τη νίκη της στις προκριματικές εκλογές του Νοεμβρίου. Κανένα πολιτικό κόμμα δεν μπορεί να επιτρέψει να θεωρείται δεδομένη η συναίνεσή του σε μετεκλογικές συνεργασίες προτού καν προκηρυχθούν οι επόμενες εκλογές. Αλλά ακόμη και η απλή υπόνοια ότι το Κίνημα Αλλαγής, ή όπως αλλιώς θα λέγεται, μπορεί να στηρίξει κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ (χωρίς ΑΝΕΛ) θα αρκούσε για να στείλει μερικές εκατοντάδες χιλιάδες ψηφοφόρους στην κάλπη της ΝΔ, επιτρέποντας στην τελευταία να μονοπωλήσει τον συμπαγή χώρο του «Μένουμε Ευρώπη».
Και η πολιτική γεωγραφία; Ισως στο μέλλον ο ΣΥΡΙΖΑ μετεξελιχθεί σε κάτι λιγότερο απεχθές, π.χ. σε ένα κανονικό κόμμα της ριζοσπαστικής Αριστεράς που απορρίπτει τη βία, καταγγέλλει τα αυταρχικά καθεστώτα, απορρίπτει τον εθνικισμό, σέβεται τους δημοκρατικούς κανόνες. Τότε και μόνο τότε, από θέση ισχύος, θα δικαιούται η Κεντροαριστερά να εξετάσει το ενδεχόμενο να κυβερνήσει μαζί με έναν μεταμελημένο μετα-ΣΥΡΙΖΑ. Μέχρι τότε, οι κανόνες της πολιτικής γεωγραφίας θα παραμένουν όπως ακριβώς τους άφησε ο σημερινός ΣΥΡΙΖΑ όταν επέλεξε να συμπήξει αντιμνημονιακό μέτωπο με την ψεκασμένη Ακροδεξιά: σε αναστολή.
Ο κ. Μάνος Ματσαγγάνης είναι αναπληρωτής καθηγητής στο Πολυτεχνείο του Μιλάνου και επισκέπτης ερευνητής στο Πανεπιστήμιο της Βοστώνης.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ