Την ώρα που συζητούμε έντονα για την ανάγκη ανάκαμψης της οικονομίας και της ανταγωνιστικότητας στην Ελλάδα, το εργασιακό τοπίο εξακολουθεί να είναι δυστυχώς αποκαρδιωτικό: σε απόλυτα μεγέθη, οι άνεργοι ξεπερνούν κατά πολύ το ένα εκατομμύριο, με επτά στους δέκα να εντάσσονται στην κατηγορία των μακροχρόνια ανέργων. Σύμφωνα δε με έρευνα του ΙΟΒΕ για τις επιπτώσεις της κρίσης στον χώρο της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, το 36% των αποφοίτων ΑΕΙ και ΤΕΙ από το 2011 και μετά δεν μπορεί καν να βρει εργασία.
Παράλληλα, και στη λογική μείωσης του εργασιακού κόστους, παρατηρείται σημαντική επέκταση των ευέλικτων μορφών απασχόλησης, με τις προσλήψεις πλήρους απασχόλησης να υποχωρούν σημαντικά από το 2009 έως σήμερα, ενώ οι προσλήψεις ελαστικών μορφών εργασίας ξεπερνούν το 50% των νέων προσλήψεων.

Η προαναφερθείσα έλλειψη θέσεων απασχόλησης, σε συνδυασμό με τους χαμηλούς μισθούς, οδηγεί μεγάλο μέρος του εργατικού δυναμικού, κυρίως νέους υψηλής ειδίκευσης, να αναζητεί εργασία στο εξωτερικό. Αυτή η εργασιακή μετανάστευση στερεί την ελληνική αγορά εργασίας από ιδιαίτερα παραγωγικό και εξειδικευμένο δυναμικό.

Η εκ βάθρων όμως διαφοροποίηση του εργασιακού τοπίου στη χώρα συντελείται από την ενσωμάτωση στην ελληνική εργατική νομοθεσία των μνημονιακών υποχρεώσεων, καθώς για πρώτη φορά στην ευρωπαϊκή εμπειρία υιοθετούνται τόσο πολλές αλλαγές στο πεδίο των εργασιακών σχέσεων σε τόσο μικρό χρονικό διάστημα.
Σημαντικές είναι και οι περαιτέρω αλλαγές στις οποίες δεσμεύθηκε η χώρα με τη συμφωνία που υπογράφηκε πρόσφατα με τους θεσμούς. Μεταξύ άλλων, αναστέλλονται ως το τέλος του προγράμματος η επεκτασιμότητα των κλαδικών συμβάσεων και η αρχή της ευνοϊκότερης ρύθμισης και τίθεται ζήτημα αντιπροσωπευτικότητας των κοινωνικών εταίρων που υπογράφουν τις κλαδικές συμβάσεις.

Επίσης, στο πεδίο του συνδικαλιστικού νόμου οι θεσμοί έθεσαν ως προαπαιτούμενο τη δημιουργία νομοθεσίας σχετικά με τη νομιμότητα των απεργιών. Τέλος, δεν αλλάζει το όριο των ομαδικών απολύσεων αλλά καταργείται το υπουργικό βέτο.

Στον έντονο παρεμβατισμό που συναντάται στο σύνολο των πρόσφατων και των νέων ρυθμίσεων στην αγορά εργασίας και στην όποια προσπάθεια υπονόμευσης της αντιπροσωπευτικότητάς τους οι κοινωνικοί εταίροι μόνο με έναν τρόπο μπορούν να αντιδράσουν. Με τη στήριξη και τη διεύρυνση ενός ανοικτού, υπεύθυνου και ειλικρινούς κοινωνικού διαλόγου. Οι συμφωνίες που προκύπτουν μέσα από πρακτικές διαπραγματευτικής δύναμης θα πρέπει να τεθούν εξ ολοκλήρου στο παρελθόν. Εξάλλου τα συμφέροντα πλέον είναι κοινά.
Είναι πλέον φανερό ότι η κατάσταση στην αγορά εργασίας έχει αλλάξει άρδην, ως αποτέλεσμα της παγκοσμιοποίησης και της ταχύτατης προόδου των τεχνολογιών, δεδομένα που ευνοούν την ανάπτυξη νέων μορφών εργασίας στη βάση μιας όλο και μεγαλύτερης ευελιξίας.
Το επίπεδο των μισθών εξαρτάται περισσότερο από ένα επιχειρηματικό περιβάλλον φιλικό προς τις μακροχρόνιες επενδύσεις και από ένα θεσμικό πλαίσιο που προκαλεί και εμπεδώνει την εμπιστοσύνη στην οικονομία μας, παρά από τεχνικές συμφωνίες.
Απέναντι στη βαθιά διαρθρωτική κατάρρευση της ελληνικής οικονομίας και κοινωνίας οφείλουμε να αντιτάξουμε τις μεταρρυθμίσεις εκείνες που θα διαμορφώσουν μια σύγχρονη δημόσια διοίκηση και ένα δίκαιο κράτος.
Γιατί, αν θέλουμε να μιλάμε σήμερα για προοπτική και ελπίδα, πρέπει να μιλάμε για συμπεφωνημένο και μακρόπνοο αναπτυξιακό σχέδιο, το οποίο θα λαμβάνει υπόψη όλα τα παραπάνω και θα έχει πρώτιστο στόχο τη διασφάλιση της ευρείας κοινωνικής αποδοχής, ευημερίας και ειρήνης.
Τα θεσμικά εργαλεία άλλωστε υπάρχουν. Η Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή, ως συνταγματικά κατοχυρωμένος θεσμός, καλεί τους κοινωνικούς εταίρους να υπηρετήσουν σθεναρά και να πιστέψουν βαθιά στην όλη διαδικασία του οργανωμένου διαλόγου με την κοινωνία, ανεξάρτητα από τις συζητήσεις που γίνονται για την υπογραφή της Εθνικής Γενικής Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας. Εξίσου σημαντική βέβαια κρίνεται και η στάση των πολιτικών κομμάτων απέναντι στον κοινωνικό διάλογο, όπως και η αντίστοιχη των πολιτών.
Ας το παραδεχτούμε: ο στόχος δεν είναι να γυρίσουμε στο χθες. Χωρίς ειλικρινή κοινωνικό διάλογο και κοινωνική συναίνεση η ελληνική οικονομία δύσκολα θα μπορέσει να αντιμετωπίσει τις σοβαρές αναπτυξιακές της αδυναμίες, τις προκλήσεις του μέλλοντος, αλλά και να επωφεληθεί από τα ενθαρρυντικά σημάδια τόνωσης της ευρωπαϊκής αγοράς εργασίας.
Ο κ. Γιώργος Βερνίκος είναι πρόεδρος της Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής της Ελλάδος (ΟΚΕ).

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ