Είναι φανερό ότι η εκλογή του Εμανουέλ Μακρόν στη γαλλική προεδρία άλλαξε εντελώς τα δεδομένα στην Eνωση και ίσως τερματίζει δωδεκαετία ολόκληρη αμφιταλαντεύσεων: το 2005 είχαμε την απόρριψη του ευρωπαϊκού συντάγματος σε Ολλανδία – Γαλλία, το 2006 οι ακροδεξιοί ευρωσκεπτικιστές της Αυστρίας μπαίνουν στην κυβέρνηση, ακολουθεί το 2007 η παγκόσμια οικονομική κρίση, το 2010 ξεκινά η μεγάλη δοκιμασία με την Ελλάδα, που κορυφώνεται το 2015 και συνοδεύεται από την προσφυγική κρίση, για να ακολουθήσει το χειρότερο, το Brexit. Δώδεκα χρόνια δυσκολιών που δεν σχετίζονταν με διαφωνίες σε επιμέρους θέματα μεταξύ των κρατών, όπως συνέβαινε συχνά κατά το παρελθόν, αλλά στην εμφάνιση δυνάμεων που αμφισβητούσαν την ίδια την ύπαρξη της ΕΕ. Πρόκειται για τους «κυριαρχιστές», τους εκφραστές του «κυριαρχισμού» – όπως εισήγαγε στη γλώσσα μας ο Ανδρέας Πανταζόπουλος τους γαλλικούς όρους souverainiste – souverainisme (Η σύγκλιση των λαϊκισμών, «Βήμα», 28/4/17).

Η έννοια του «κυριαρχισμού»

Καλό είναι να μην πολλαπλασιάζουμε τους όρους, αλλά νομίζω ότι είναι απαραίτητο να εισαγάγουμε στο πολιτικό λεξιλόγιο αυτή την έννοια, που είναι παραπλήσια με του «ευρωσκεπτικιστή» αλλά πολύ σαφέστερη. Διότι σκεπτικισμό απέναντι στις διαδικασίες ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης μπορεί να έχει κανείς για πολιτιστικούς ή οικονομικούς λόγους ενώ αυτό που αντιμετωπίζουμε είναι η πολιτική αμφισβήτηση: οι κυριαρχιστές απαιτούν να μη θιγεί η εθνική κυριαρχία, το έθνος-κράτος, δηλαδή να παραμείνει στις πολιτικές δυνάμεις κάθε χώρας η κυριαρχία και να μην εκχωρηθεί σε υπερεθνικά όργανα, όπως η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, το Ευρωκοινοβούλιο. Πρωτίστως οι αποφάσεις που αφορούν τα δημόσια οικονομικά, την άμυνα-ασφάλεια και την εσωτερική τάξη, που αποτελούν και τους βασικούς πυλώνες της πολιτικής κυριαρχίας σε κάθε κράτος. Πρόκειται για δυνάμεις που είναι υπέρ της Ευρώπης των Εθνών (-κρατών), κατά της ομοσπονδιοποίησης και μάλλον υπέρ της χαλαρής συνομοσπονδίας κυρίαρχων κρατών.

Είναι έννοια πολύ σαφέστερη και από τον λαϊκισμό και τα παράγωγά του που έχει γίνει λάστιχο και καλύπτει τα πάντα: όλα τα κόμματα έχουν λαϊκιστικές πτυχές στην πολιτική τους, κυρίως στις προεκλογικές περιόδους, αλλά βέβαια δύσκολο να χαρακτηρίσει κανείς το Συντηρητικό Κόμμα «λαϊκιστικό», πολύ περισσότερο «αντι-ελιτίστικο», χαρακτηριστικό που υποτίθεται συνοδεύει τους ευρωσκεπικιστές. Δυνάμεις όμως στο εσωτερικό του επί Ντέιβιντ Κάμερον επέβαλαν το δημοψήφισμα για το Brexit και το κόμμα συνολικά ανέλαβε να το διεκπεραιώσει επί Τερέζα Μέι. Αντιθέτως, το Εργατικό Κόμμα έχει πολύ σαφέστερα λαϊκιστικά χαρακτηριστικά (ακόμη και επειδή δεν υποστήριξε το Remain με θέρμη για ψηφοθηρικούς λόγους), όπως και τα αντι-ελίτ παραδοσιακά χαρακτηριστικά της Αριστεράς, αλλά σαφώς δεν είναι κόμμα κυριαρχιστικό (souverainiste).

Επιπλέον, η απαίτηση της διατήρησης της εθνικής κυριαρχίας απέναντι σε υπερεθνικούς θεσμούς συνοδεύεται από την απαίτηση της ενίσχυσης της ισχύος του πολιτικού πεδίου στο εσωτερικό των χωρών, δηλαδή με αυταρχικές πολιτικές: πρόκειται για αντι-φιλελεύθερες δυνάμεις και η εχθρότητά τους προς τον πολιτικό φιλελευθερισμό, προς τους «φιλελέδες» κατά την ελληνική υποτιμητική ορολογία, πουλιέται στους ψηφοφόρους σαν εχθρότητα προς τον νεο-φιλελευθερισμό, δηλαδή σαν υποστήριξη των οικονομικά ασθενέστερων. Ο λαϊκισμός είναι δευτερεύον χαρακτηριστικό που εμφανίζεται πρωτίστως στα ασθενέστερα κυριαρχιστικά κόμματα με στόχο την άγρα ψήφων, όπως ακριβώς συμβαίνει και στα αντι-κυριαρχιστικά, δηλαδή τα ευρωπαϊστικά και ανοιχτά στις διαδικασίες παγκοσμιοποίησης κόμματα. Επιπλέον, η έννοια του κυριαρχισμού εκφράζει την ιδεολογία και την πολιτική πρακτική αποσχιστικών κομμάτων, όπως της Σκωτίας και της Καταλωνίας. Αλλωστε ο όρος souverainisme πρωτοχρησιμοποιήθηκε για να περιγράψει τις πολιτικές δυνάμεις του γαλλόφωνου Κεμπέκ που ήσαν υπέρ της απόσχισής του από τον ομοσπονδιακό Καναδά.


Οι πολιτικές του ρίζες
Ο κυριαρχισμός εμφανίστηκε κατά τη δεκαετία του 1990 ακριβώς όταν η Συνθήκη του Μάαστριχτ που οδηγούσε στο ευρώ και η Συνθήκη του Σένγκεν που καταργούσε τα εθνικά σύνορα περιόρισε της δυνατότητες δράσης στο εσωτερικό των κρατών-εθνών σε ζητήματα δημοσιονομικά, ασφάλειας και τάξης –και η απάντηση ήρθε από τους ευρωπαϊστές στην τελευταία σύνοδο κορυφής, με την αναγγελία της επέκτασης της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης και σε θέματα άμυνας, τον «σκληρό πυρήνα» πράγματι της εθνικής κυριαρχίας. Προφανώς, απαιτείται τώρα και ενίσχυση των εξουσιών του Ευρωκοινοβουλίου.
Ο εθνικισμός είναι θα έλεγα η αυθόρμητη λαϊκή ιδεολογία ως αίσθηση ανωτερότητας σε σχέση με άλλους λαούς και απαίτηση ασφάλειας (ή και κυριαρχίας) απέναντι σε άλλα κράτη και ο κυριαρχισμός η αυθόρμητη ιδεολογία των πολιτικών ελίτ, των ανθρώπων που έγιναν πολιτικοί για να ασκούν εξουσία και να απολαμβάνουν την κυριαρχία τους.

Προφανώς ο κυριαρχισμός αποτελεί απάντηση πολιτικών δυνάμεων που αισθάνονται ότι υποβαθμίζεται ο ρόλος τους στο εσωτερικό της χώρας τους –αυτό εξηγεί ίσως γιατί εμφανίστηκε σαν κρίσιμο διακύβευμα σε ισχυρές χώρες με πρόσφατη αυτοκρατορική παράδοση, όπως η Βρετανία και η Γαλλία. Μέρος των ελίτ αυτών των χωρών διαπιστώνει ότι όχι μόνο δεν μπορεί να ασκήσει εξουσία εκτός των συνόρων του έθνους-κράτους όπως κατά την πρόσφατη αυτοκρατορική εποχή αλλά περιορίζεται η εξουσία του και μέσα στα εθνικά σύνορα. Και αν ο κυριαρχισμός βρίσκεται στην εξουσία σε δύο ευρωπαϊκές χώρες, στην Πολωνία και στην Ουγγαρία, την αιτία θα πρέπει ίσως να αναζητήσουμε στην πρόσφατη κομμουνιστική πολιτική παράδοση των δύο χωρών, της απόλυτης κυριαρχίας του κόμματος πάνω στην κοινωνία. Σε αυτό ακριβώς το χαρακτηριστικό, το κομμουνιστικό παρελθόν, θα πρέπει να αποδώσουμε και την αμφίσημη στάση του ΣΥΡΙΖΑ ή του Die Linke απέναντι στην Ενωση. Στη Γερμανία, αντιθέτως, όχι μόνο δεν έχουμε αυτοκρατορική πολιτική παράδοση αλλά οι διαδικασίες ένταξης σε ανώτερες πολιτικές ενότητες συνιστούν τις διαδικασίες εθνογένεσής της κατά τον 19ο αιώνα, και επαναλήφθηκαν πρόσφατα με τη «δεύτερη γερμανική ενοποίηση» μετά την κατάρρευση των κομμουνιστικών καθεστώτων. Αν σε αυτά τα πολιτικά χαρακτηριστικά προσθέσουμε την οικονομική δύναμη της Γερμανίας, καταλαβαίνουμε μάλλον γιατί ο κυριαρχισμός αποτελεί εκεί περιθωριακό πολιτικό ρεύμα. Ο αντικυριαρχισμός δεν συνδέεται υποχρεωτικά με το μέγεθος της χώρας: Πορτογάλοι, ολλανδοί, βέλγοι, λουξεμβουργιανοί, ακόμη και βούλγαροι πολιτικοί έχουν καταλάβει ύπατα αξιώματα στην Ενωση και διεκδικούν πλήρη συμμετοχή στις διαδικασίες ενοποίησης. Υπάρχουν και οι επιμέρους πολιτικές παραδόσεις και οι εξωτερικές σχέσεις κάθε χώρας που επιδρούν στη σύγκρουση κυριαρχισμού/ευρωπαϊσμού σε κάθε χώρα.

Συνοπτικά, από τη μια πλευρά έχουμε πολιτικές δυνάμεις στο εσωτερικό των κρατών-μελών της Ενωσης που αισθάνονται ασφαλείς στο πλαίσιο του ευρωπαϊκού δημοκρατικού πολιτικού ανταγωνισμού και νιώθουν ότι μπορούν (και τις συμφέρει) να παίξουν πανευρωπαϊκό πολιτικό ρόλο –η κυριαρχία για αυτές παίζεται σε επίπεδα ανώτερα από το εθνικό κράτος και αποδέχονται τον περιορισμό της απέναντι στην κοινωνία των πολιτών, της αγοράς συμπεριλαμβανομένης. Από την άλλη, έχουμε ανασφαλείς πολιτικές δυνάμεις που ταυτόχρονα είναι αυταρχικές και διεκδικούν τα πρωτεία και την αυτονόμηση της πολιτικής από τις κοινωνικές διαδικασίες. Είναι αυτές που προτιμούν Παρά τούτοις είναι μάλλον πρώτοι ή παρά Ρωμαίοις δεύτεροι –ώσπου να γίνουν manu militari κυρίαρχοι της Ρώμης.

Και τι κάνουμε;
Μπορούν να επικρατήσουν οι κυριαρχιστικές πολιτικές δυνάμεις; Ο κίνδυνος υπάρχει αλλά τα πρόσφατα φαινόμενα, πρωτίστως η νίκη του Μακρόν και οι δυσκολίες του Brexit, δείχνουν πως οι ενωσιακές δομές έχουν δημιουργήσει πολιτικές και κυρίως οικονομικές και πολιτιστικές πραγματικότητες που δεν είναι εύκολο να τις ανατρέψει η πολιτική βούληση. Αλλά αυτή η βούληση υπάρχει και θα τη βρούμε μπροστά μας τα επόμενα χρόνια.
Και εμείς οι ιδιώτες, οι πολίτες, γιατί συντασσόμαστε με τα κυριαρχιστικά κόμματα; Γιατί ο εθνικισμός είναι η αυθόρμητη ιδεολογία μας, απαιτεί καλλιέργεια η υπέρβασή του. Γιατί συνδέεται με την ασφάλεια που παρέχει το έθνος-κράτος, το cocooning, την αγοραφοβία. Είμαστε σαν τα μικρά παιδιά που φοβούνται να μπουν στη θάλασσα, ακόμη και αν είναι λάδι, επειδή «είναι πολύ μεγάλη». Αυτό δεν τα εμποδίζει όταν μεγαλώσουν να γίνουν ναυτικοί –και οι Ελληνες, ευτυχώς, έχουμε ισχυρή ναυτική και εμπορική παράδοση που τη συνοδεύουν δυστυχώς παραδόσεις απόλυτης κυριαρχίας του πολιτικού πάνω στο κοινωνικό, όπως έδειξαν οι καταστροφικές εμπειρίες της τελευταίας επταετίας. Αυτές είναι που μας κάνουν έναν από τους ασθενείς κρίκους της Ευρώπης και έχουμε υποχρέωση να τις αντιμετωπίσουμε.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ