Μετά την αποτυχία των διαπραγματεύσεων στο Μον Πελερέν νέες ελπίδες για την επίλυση του Κυπριακού ανέκυψαν μετά την απόφαση του ελληνοκύπριου προέδρου Νίκου Αναστασιάδη και του τουρκοκύπριου ηγέτη Μουσταφά Ακιντζί να τις συνεχίσουν αλλά να ορίσουν και την 9η Ιανουαρίου ως ημερομηνία για την επίτευξη συμφωνίας. Πόσο ρεαλιστικό είναι όμως αυτό το εγχείρημα; Κατά την άποψη κύπριων εμπειρογνωμόνων οι δυνατότητες υπάρχουν, αλλά δεν πιστεύουν όλοι ότι είναι και ρεαλιστικές.
Ορατή η ευκαιρία για την επίλυση
Σε αυτούς που πιστεύουν ότι η λύση αυτή τη φορά είναι «προ των πυλών» ανήκει ο καθηγητής Τουρκικών Σπουδών του Πανεπιστημίου της Κύπρου Νιαζί Κιζιλγιουρέκ. Όπως επισημαίνει, σε αντίθεση με το Σχέδιο Ανάν το 2004, σήμερα οι ηγέτες και των δύο κοινοτήτων υποστηρίζουν τη λύση. Εκτός αυτού, στα περισσότερα ζητήματα ο Ν. Αναστασιάδης και ο Μ. Ακιντζί έχουν καταλήξει σε συμβιβασμούς και το μόνο πραγματικά ανοιχτό θέμα αφορά την ασφάλεια και τις εγγυήσεις. Ενώ Ελληνοκύπριοι και Ελλάδα ζητούν μια λύση χωρίς τουρκικά στρατεύματα και εγγυήτριες δυνάμεις, η τουρκοκυπριακή πλευρά και η Τουρκία επιμένουν και στα δύο – αν και φαίνεται ότι είναι έτοιμες να διαπραγματευθούν αλλαγές στο ισχύον καθεστώς.
Όπως πιστεύει ο καθηγητής Κιζιλγιουρέκ «μέχρι τον Ιανουάριο θα μεσολαβήσει δραστηριότητα μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας ώστε να υπάρξει μια πρώτη ζύμωση, μια προετοιμασία για να δουν που βρίσκονται πριν μεταβούν στη Γενεύη. Θα δούμε κατά πόσο θα καταφέρουν να βρουν μια τέτοια φόρμουλα, η οποία θα ικανοποιεί την ελληνοκυπριακή και την τουρκοκυπριακή πλευρά αλλά και την Αθήνα και την Άγκυρα. Εδώ βρίσκεται η μεγάλη πρόκληση του Κυπριακού.» Επιπλέον ο κ. Κιζιλγιουρέκ πιστεύει ότι η Τουρκία είναι έτοιμη για συμβιβασμούς στο Κυπριακό λόγω της απομόνωσής της στη διεθνή σκηνή αλλά και λόγω των σχεδίων της να αναδειχθεί σε ενεργειακό κόμβο για το φυσικό αέριο στην περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου.
Αξεπέραστα προβλήματα;
Λιγότερο αισιόδοξος ότι τελικά θα βρεθεί μια λειτουργική λύση είναι ο αναπληρωτής καθηγητής Διεθνών Σχέσεων του Πανεπιστημίου Λευκωσίας Γιώργος Κέντας. Για παράδειγμα το αίτημα της τουρκοκυπριακής πλευράς για παραμονή της Τουρκίας ως εγγυήτριας δύναμης σε ό,τι αφορά την εφαρμογή της συμφωνίας αντιβαίνει στη λογική ενός αυτόνομου κράτους. Έπειτα, οι προβλεπόμενες περίπλοκες διαδικασίες στη λήψη των αποφάσεων σε επίπεδο ομοσπονδιακού κράτους θα είναι πρωτοφανείς για τα ευρωπαϊκά δεδομένα και θα δημιουργούν «στερεότυπα εθνοτικής και εθνοκεντρικής συμπεριφοράς». Αυτή θα ενισχύεται και από το γεγονός ότι δεν θα μπορέσουν να λειτουργούν μικτά κόμματα. Το συμπέρασμα του Γιώργου Κεντά είναι ότι «ο τρόπος με τον οποίο οικοδομείται η λύση το καλύτερο που μπορεί να πετύχει είναι να παράγει στο διηνεκές στερεότυπα. Αυτό είναι ανησυχητικό διότι με τη λύση του κυπριακού προβλήματος μπορεί να αρχίσει ένα νέο κυπριακό πρόβλημα διαφορετικού τύπου μεν αλλά εξίσου περίπλοκο και δύσκολα αντιμετωπίσιμο.»
Μολονότι η προσέγγισή της είναι διαφορετική – εξίσου δύσπιστη ότι θα επιτευχθεί μια αποτελεσματική λύση είναι η Άιλα Γκιουρέλ συνεργάτιδα του κυπριακού παραρτήματος του σκανδιναβικού ερευνητικού κέντρου για θέματα ειρήνης PRIO. Σε αντίθεση με ζητήματα, όπως το περιουσιακό, η ερευνήτρια εκφράζει αμφιβολίες σχετικά με το κατά πόσο θα μπορούσε να λειτουργήσει η διακυβέρνηση σε επίπεδο ομοσπονδίας λόγω της «πολιτικής κουλτούρας» που επικρατεί στο νησί. Επίσης στο θέμα των εγγυήσεων επικρατεί διάσταση απόψεων αναφορικά με το αν η Τουρκία θα παραμείνει εγγυήτρια δύναμη, τουλάχιστον του τουρκοκυπριακού κρατιδίου, ή όχι. Έπειτα, κατά πόσο θα μπορέσουν να ζήσουν οι Ελληνοκύπριοι με το αίσθημα να μην είναι πλέον οι εκπρόσωποι ενός διεθνώς αναγνωρισμένου κράτους, αλλά απλώς μιας συνιστώσας ελληνοκυπριακής πολιτείας; «Αν το δει κανείς από τη σκοπιά ενός Ελληνοκυπρίου», λέει η Άιλα Γκιουρέλ, «τότε μπορεί να αντιληφθεί ότι έχει πολλά να χάσει ακόμη και αν δέχεται ότι έχει πολλά να κερδίσει – προπαντός στο οικονομικό πεδίο αλλά και σε ό,τι αφορά τη γεωστρατηγική θέση μιας νέας Κύπρου. Αλλά αυτή η νέα Κύπρος δεν θα είναι πλέον μόνον ελληνοκυπριακή. Πρόκειται λοιπόν για δύσκολα ανταλλάγματα. Και όλα αυτά τα σημαντικά πιεστικά ζητήματα έχουν αφεθεί για το τέλος.»
Η αβεβαιότητα του δημοψηφίσματος
Ακόμη και αν οι εμπλεκόμενες πλευρές συμφωνήσουν σε ένα σχέδιο επανένωσης, αυτό δεν σημαίνει ότι θα εφαρμοστεί. Τον τελικό λόγο θα τον έχουν όπως και το 2004 με το σχέδιο Ανάν οι κύπριοι πολίτες. Προς το παρόν είναι δύσκολο να προβλέψει κανείς το πώς αυτοί θα αποφασίσουν, εκτιμά ο ο καθηγητής του τμήματος Πολιτικών Επιστημών του Πανεπιστημίου της Ανατολικής Μεσογείου στη Βόρεια Κύπρο Αχμέτ Σοζέν, ο οποίος από το 2008 πραγματοποιεί έρευνες για τις προθέσεις των Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων σε ό,τι αφορά την επανένωση. Στην τελευταία αναλυτική δημοσκόπηση που έγινε τον περασμένο χρόνο διαπιστώθηκε μια τάση στους Ελληνοκύπριους υπέρ της λύσης και μια ελαφρά καθοδική τάση στους Τουρκοκύπριους. Όπως τονίζει ο Α. Σοζέν, εγγύηση για το αποτέλεσμα δεν υπάρχει: «Αυτό μας λέει ότι πρέπει να γίνει και στις δύο πλευρές μια πετυχημένη καμπάνια πριν από το δημοψήφισμα, έτσι ώστε να πεισθούν όλοι εκείνοι που αμφιταλαντεύονται ή είναι αναποφάσιστοι. Θα πρέπει να αναδειχθούν τα οφέλη του σχεδίου της επανένωσης και πως θα είναι προς το συμφέρον τους να ψηφίσουν αυτή τη φορά με ‘ναι’.» Δεδομένου ότι η κατάσταση είναι ρευστή θα πρέπει να γίνει δουλειά τόσο από τους δύο ηγέτες, όπως και από την κοινωνία των πολιτών και άλλους παράγοντες.»
Στις εβδομάδες που απομένουν ως τη Σύνοδο για την Κύπρο οι δύο ηγέτες δεν θα πρέπει να αναλώνονται σε τακτικούς χειρισμούς, επισημαίνει ο κ. Σοζέν, αλλά θα πρέπει να επιδείξουν πολιτικό θάρρος για συμβιβασμούς σε ό,τι αφορά τα θέματα αρχής. Πάντως, κανείς από τους ερευνητές δεν μπορεί να διανοηθεί ότι η σύνοδος σε πέντε εβδομάδες στη Γενεύη θα καταλήξει σε συμφωνία. Η πιθανότερη εκδοχή είναι να υπάρξει μια κατ’ αρχήν συμφωνία και στη συνέχεια να διαπραγματευθούν εντός μιας περιορισμένης χρονικής περιόδου τα θέματα που ενδεχομένως θα παραμείνουν ανοιχτά, έτσι ώστε το αργότερο το καλοκαίρι να διεξαχθεί το δημοψήφισμα.
Παναγιώτης Κουπαράνης, Λευκωσία