Σήμερα φόρεσα ένα / ζεστό κόκκινο αίμα / σήμερα οι άνθρωποι μ’ αγαπούν. «Τα δώρα» του Μίλτου Σαχτούρη και του Αλέκου Φασιανού. Το ζεστό κόκκινο σαν αίμα και το βαθύ μπλε σαν θάλασσα, τα ποιήματα με λέξεις ή με εικόνες, με μολύβια, πινέλα και καλέμια. Χαράξεις στο σώμα της ποίησης και της ζωγραφικής. Αισθαντικά ταιριάσματα. Ποιήματα, χαρτιά, χαρακτικά, χειροτέχνες ποιητές, ζωγράφοι και τυπογράφοι, μια συντροφιά. Εργα χειρών δικαίων. «Καμωμένα με το χέρι μου» επισημαίνει ο Φασιανός πάνω στα χαρακτικά του. Ολα αυτά τα σπάνια κομψοτεχνήματα, καθώς κυκλοφόρησαν σε λίγα αντίτυπα, των συγγραφέων, του ζωγράφου και των τυπογράφων, τα μάζευε με επιμονή και ευαισθησία ο Χρήστος Μοσχανδρέου, δημιουργός της Πινακοθήκης Σύγχρονης Τέχνης στο Μεσολόγγι, και τώρα τα εκθέτει με την επιμέλεια της Λουίζας Καραπιδάκη για να τα απολαύσουν πολύ περισσότερα μάτια που αναζητούν το ωραίο.
Η συναναστροφή με την ποίηση και τους ποιητές ήταν μια καθημερινότητα για τον Αλέκο Φασιανό. Βρισκόταν σχεδόν καθημερινά με τον Μίλτο Σαχτούρη και τον Οδυσσέα Ελύτη και τακτικά με τον Νίκο Γκάτσο και τον Νίκο Καρούζο στο «Μπραζίλιαν». Ο Καρούζος ήταν ο πρώτος έλληνας ποιητής που ο Φασιανός εικονογράφησε ποιήματά του όταν επέστρεψε στην Ελλάδα από το Παρίσι, μετά από 35 χρόνια. Να επιστρέψει τον προέτρεπε πάντα ο Ελύτης, που κόσμησε με χαρακτικά την έκδοση στα σουηδικά της συλλογής «Εξι και μια τύψεις για τον ουρανό».
Αξιον εστί το κάμα που κλωσάει
στο γιοφύρι από κάτω τα ωραία κοτρόνια
τα σκατά των παιδιών με την πράσινη μύγα
ένα πέλαγος βράζοντας και δίχως τέλος.

«Δεν το έχω ξαναπεί ποτέ, αλλά μου έκανε μεγάλη εντύπωση ο τρίτος στίχος του Ελύτη από το «Αξιον Εστί»»
παρατηρεί ο Αλέκος Φασιανός. «Πόση αξία έδωσε σε όλα τα πράγματα ο ποιητής. Τι ωραία που τα έλεγε. Ολα ήταν άξια υπό το φως του ήλιου. Ο ήλιος τα διαλύει όλα, τα κάνει ένα». Πριν ο Ελύτης θα γράψει για την τέχνη του ζωγράφου:
«Δύο είναι οι δυνάμεις που διεκδικούνε τον πρώτο ρόλο στη διαμόρφωση ενός έργου τέχνης:nσοφία καιnσπάθα του Μεγαλέξαντρου… Σπάθα του Φασιανού δεν εστάθηκε, όπως σε τόσους άλλους,nτεχνική του αλλά ο μύθος των παιδικών του χρόνων.
(…)
Ανάμεσα στη γειτονιά του πατρικού του σπιτιού και στην αριστερή όχθη του Σηκουάνα, για το καλό το δικό μας, ο Φασιανός εξακολουθεί να καλλιεργεί τον μαγικό του κήπο. Για να κατέβουν και να περάσουν οι άγγελοι με το τεράστιο πηγούνι, που όλο παίζουν κομπολογάκι και όλο φουμέρνουν, καβάλα στα ποδήλατα και στις μοτοσικλέτες, να μας χαρίσουν τα Βαθυκύανα και λευκά και Χρυσά λουλούδια του αιώνα μας».
Η σοφία του Φασιανού πηγάζει από τα διαβάσματά του, από τις παρατηρήσεις γύρω του και από τη συναναστροφή του με τους ποιητές. «Διάβαζα από μικρό παιδί, όλα τα βιβλία του Ιουλίου Βερν, είχα γράψει κι εγώ ένα μυθιστόρημα τριάντα σελίδες» λέει. Γι’ αυτό δεν είναι καθόλου τυχαία η ενασχόλησή του με τα βιβλία. Τίποτε δεν είναι τυχαίο στην τέχνη του: «Ολος ο πολιτισμός είναι δεμένος με το περιβάλλον. Πρέπει να ζεις με το περιβάλλον σου, αλλιώς δεν μπορείς να κάνεις τέχνη. Αν δεν παρακολουθούσα τους μπογιατζήδες, δεν θα γινόμουν ζωγράφος. Στο σπίτι μας έβαφαν κοκκινωπά τα βορινά δωμάτια, για την αίσθηση της ζέστης, ενώ τα μεσημβρινά που τα έβλεπε ο ήλιος ήτανε γαλάζια, να έχουν δροσιά. Γι’ αυτό έκανα και εγώ τις μορφές μέσα σε φόντα μπλε ή κεραμιδιά, γιατί τα έβλεπα από μικρός στην πραγματικότητα. Δεν είναι κάτι που φαντάστηκα. Αν γεννηθείς στο Διάστημα, δεν μπορείς να κάνεις τίποτα γιατί είναι άδειο. Δεν μπορώ να ξεφύγω από αυτό που είδα και έζησα. Πρέπει να γίνω άλλος άνθρωπος».
Οταν πήγε στο Παρίσι, πήρε μαζί και τα βιώματά του. «Απλώς εκεί τα είδαν διαφορετικά, ήταν σαν φανταστικά αυτά που έκανα, ποιητικά» λέει. Εκεί σπούδασε λιθογραφία και τις άλλες χαρακτικές τέχνες. Μου δείχνει την πρώτη λιθογραφία που έκανε στην περίφημη Μποζάρ το 1968. Ολα, τη γυναικεία φιγούρα, τον καθρέφτη, το κρεβάτι, τα δημιουργεί το βαθυκύανο χρώμα. Και μετά έκανε εκατοντάδες τέτοιες στο φημισμένο λιθογραφείο του Μισέλ Κασέ. Ακόμα και οι αφίσες των εκθέσεών του ήσαν αυθεντικά έργα τέχνης. «Και αισθητικά η χαρακτική βγαίνει κάπως αλλιώς» λέει. «Το αυτόματο της εκτύπωσης, που δεν βγαίνουν λεπτομέρειες αλλά πλακάτα χρώματα, ταίριαζε με τη ζωγραφική μου και τη βοήθησε πολύ».
Ο άλλος λόγος που ασχολήθηκε με τη χαρακτική είναι ότι αυτή βγάζει αντίτυπα και είχε τη δυνατότητα να κάνει βιβλία σε περιορισμένο αριθμό αντιτύπων με πρωτότυπα έργα τέχνης, λιθογραφίες, χαλκογραφίες, λινοτυπίες, έγχρωμες από μία μόνο πλάκα, μια δική του ευρεσιτεχνία. Σε χειροποίητα χαρτιά, τυπωμένα ένα-ένα τα χαρακτικά και τα κείμενα στοιχειοθετημένα στο χέρι με στοιχεία κάσας.
Οι ποιητές τον ακολουθούσαν και τους ακολουθούσε και στο Παρίσι. Στα αφτιά του έφτανε το μήνυμα ότι τον αναζητούσε ο Λουί Αραγκόν. Εκείνος δεν του έδινε βάση. «Τι να θέλει από εμένα αυτός ο σπουδαίος ποιητής;» αναρωτιόταν. Μέχρι που ο Αραγκόν πήγε σε μια έκθεση του Φασιανού. «Σας ψάχνω παντού», του είπε, «ελάτε σπίτι, σας έχω μια έκπληξη». Πήγε, και καθώς θαύμαζε τα έργα του Πάμπλο Πικάσο και του Τζορτζ Μπρακ, βρέθηκε μπροστά σε έναν τοίχο με δικά του. Ο Αραγκόν αγόραζε έργα του. «Μου αρέσουν πολύ», του είπε, «είσαι ο τελευταίος μεσογειακός ζωγράφος». Αργότερα θα γράψει σε ένα κείμενό του: «Ω, Φασιανέ! Θυμάμαι τις πρώτες μέρες, την πρώτη έκπληξη ενός καινούργιου τρόπου ν’ αγαπάς».
Ο Αραγκόν σύστησε τον Φασιανό στον Μπρούνο Ρουά των εκδόσεων «Fata Morgana», ο οποίος εξέδωσε τα πιο πολλά από τα λευκώματα που έκανε ο ζωγράφος στο Παρίσι. Είχε αρχίσει ήδη από το 1973 να δημιουργεί συλλεκτικές εκδόσεις, όπως το λεύκωμα «Theokrite», που εξέδωσε ο Αλέξανδρος Ιόλας με λιθογραφίες που τυπώθηκαν στον Μισέλ Κασέ, με τον οποίο συνεργάστηκε τριάντα χρόνια. Αυτό ανοίγει στην έκθεση τον χορό των 91 εκδόσεων τέχνης που παρουσιάζονται. Μετά εικονογράφησε βιβλία των ελληνολατρών Ζακ Λα Καριέρ και Μισέλ Ντεόν, του Απολινέρ, του Πολ Βαλερί, του Ζαν Μορεάς, του Κωνσταντίνου Καβάφη, του Αραμπάλ, του Δημήτρη Αναλι, του Ηλία Πετρόπουλου. «Μου άρεσε πάντα η εκτύπωση» λέει. «Και το χαρτί είναι καταπληκτικό υλικό, γιατί μπορεί να έχει μια διαφορετική έκφραση. Σε βοηθάει, συμμετέχει».
Η παραμονή του Φασιανού στο Παρίσι τον έκανε να δει την Ελλάδα με μάτι ελεύθερο. «Να μην είμαι περιγραφικός ελληνιστής, αλλά Ελληνας στο πνεύμα». Κι όταν επέστρεψε στην Ελλάδα δεν άφησε ποτέ την ποίηση, ούτε βέβαια και εκείνη τον άφησε ήσυχο. «Το μυστικό της τέχνης είναι ότι δεν τελειώνει ποτέ» λέει και βάλθηκε να εικονογραφεί δυο δεκάδες ποιητές, τους περισσότερους με τη συνεργασία και την επιμέλεια του ρομαντικού Θανάση Δημακαράκου, των εκδόσεων ΜΙΜΝΕΡΜΟΣ. Η γραμμή του Φασιανού πέρασε δίπλα από τη Σαπφώ και τον Σωτήρη Κακίση, τον Διονύσιο Σολωμό, τον Ανδρέα Εμπειρίκο, τον Γιάννη Ρίτσο, τον Ναπολέοντα Λαπαθιώτη, τον Γιώργο Κοτζιούλα, τον Ντίνο Χριστιανόπουλο, τον Γιώργο Μανιώτη, τον Λευτέρη Παπαδόπουλο, τον Μάνο Ελευθερίου, την Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ και πολλούς άλλους. Τα λευκώματα της έκθεσης σταματούν το 2013, αλλά εκείνος συνεχίζει. Η πιο πρόσφατη από τις συλλεκτικές εκδόσεις του είναι «Ο Κουρσάρος» του Λόρδου Βύρωνα, που τυπώθηκε στο Εργαστήριο Χαρακτικής του Ηλία Ν. Κουβέλη σε 30 αντίτυπα. «Η ποίηση μοιάζει πολύ με τη ζωγραφική» τονίζει ο ζωγράφος, «γιατί μόνο αν σκεφτείς ποιητικά και έχεις φαντασία μπορείς να κάνεις μια ζωγραφική υπέρβαση. Οι ποιητές με βοήθησαν πολύ σε αυτό».

πότε & πού:

Η έκθεση «91 βιβλία με έργα τέχνης του Αλέκου Φασιανού», από τις συλλογές της Πινακοθήκης Σύγχρονης Τέχνης Αιτωλοακαρνανίας Χ. & Σ. Μοσχανδρέου, θα εγκαινιαστεί την Τρίτη 8 Νοεμβρίου, στις 20.00, στην Πινακοθήκη του Δήμου Αθηναίων, κτίριο Μεταξουργείου (Λεωνίδου & Μυλλέρου, Πλατεία Αυδή, στάση μετρό Μεταξουργείο). Η έκθεση θα διαρκέσει έως τις 8 Ιανουαρίου 2017.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ