Η εξαετία 2009-2015 ανέδειξε τη βασική παθογένεια της Ελλάδας, που την εντόπισε και η Κριστίν Λαγκάρντ με δήλωση που εξέφραζε την άποψη του ΔΝΤ για την αποτυχία του ελληνικού προγράμματος: «Η Ελλάδα έθεσε πρόσθετες και μοναδικές προκλήσεις. Με απαράμιλλη διεθνή στήριξη, η χώρα προχώρησε σε μια αξιοσημείωτη δημοσιονομική προσαρμογή. Ωστόσο η χώρα επλήγη σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό από ό,τι οι άλλες χώρες εξαιτίας των αντιδράσεων που εκδηλώθηκαν από οργανωμένα συμφέροντα, από σοβαρά προβλήματα εφαρμογής του προγράμματος, καθώς και από τις επαναλαμβανόμενες πολιτικές κρίσεις.Τα παραπάνω οδήγησαν σε πολλαπλές κρίσεις, υπονομεύοντας έτσι την εμπιστοσύνη προς τη χώρα, αφήνοντας τον φόβο του Grexit να επικρέμαται. Ολα αυτά είχαν ως αποτέλεσμα η ύφεση στη χώρα να είναι πολύ βαθύτερη σε σχέση με τις αρχικές προβλέψεις του προγράμματος».
Για τα «σοβαρά προβλήματα εφαρμογής του προγράμματος» προφανώς ευθύνονται οι διαδοχικές κυβερνήσεις· για τις «πολλαπλές πολιτικές κρίσεις» προφανώς ευθύνονται όλα τα κόμματα· οι αντιδράσεις από «οργανωμένα συμφέροντα» προφανώς οφείλονταν σε αντιδράσεις κλάδων που θίγονταν –αλλά και σε κινητοποιήσεις συνδικάτων που γίνονταν με κομματική καθοδήγηση με στόχο την ανατροπή των «μνημονιακών κυβερνήσεων» Παπανδρέου, Παπαδήμου, Σαμαρά. Ας θυμηθούμε μόνο ότι κατά την τετραετία 2010-2014 οργανώθηκαν περίπου 40 γενικές απεργίες από ΓΣΕΕ-ΑΔΕΔΥ, μία κάθε μήνα δηλαδή –εκτός Αυγούστου, Χριστουγέννων και Πάσχα. Είναι γνωστό πως ελάχιστοι απεργούσαν (αφού έγινε γρήγορα κατανοητό πως τα «γενόμενα δεν απογίνονται») αλλά αυτό δεν ενδιέφερε τις κορυφαίες συνδικαλιστικές οργανώσεις: η επίδειξη αντιμνημονιακής δύναμης και αντικυβερνητικού πάθους με διαδηλώσεις στην Αθήνα και στη Θεσσαλονίκη ήταν αυτό που μετρούσε.
Ητοι, για τις 2,5 από τις 3 αιτίες που μας οδήγησαν εδώ που βρισκόμαστε ευθύνονται κυβερνήσεις και κόμματα –το πολιτικό σύστημα δηλαδή ευθύνεται κατά 85% για τις «πρόσθετες και μοναδικές προκλήσεις» που οδήγησαν τη χώρα στην οικονομική καταστροφή, αντίθετα με ό,τι συνέβη στην Ιρλανδία, στην Κύπρο, στην Πορτογαλία. Το 2010 ο τότε Πρόεδρος της Δημοκρατίας Κάρολος Παπούλιας, αναφερόμενος στις αιτίες που μας οδήγησαν στην κρίση, είχε δηλώσει πως «τη βασική ευθύνη φέρει το πολιτικό σύστημα». Το ΔΝΤ θεωρεί πως και για τη συνέχιση και όξυνση της κρίσης ευθύνεται ξανά, πρωτίστως, το πολιτικό σύστημα. Είτε επειδή οι κυβερνήσεις δεν εφάρμοζαν τα μνημόνια για λόγους «πολιτικού κόστους», για να μη χάσουν δηλαδή την εξουσία, είτε επειδή οι εκάστοτε αντιπολιτεύσεις μάχονταν μανιασμένα να ρίξουν τις κυβερνήσεις και να πάρουν την εξουσία.

Γιατί άραγε στη χώρα μας ο ανταγωνισμός για την εξουσία πήρε τέτοιες καταστροφικές διαστάσεις; Δεν είναι όμως η πρώτη φορά που συμβαίνει αυτό: η πολιτική κρίση του 1965-67 έφερε τη δικτατορία, οι ανταγωνισμοί του 1943-45 τον εμφύλιο, οι αντιπαραθέσεις βενιζελικών – αντιβενιζελικών το 1933-35 τη δικτατορία του Μεταξά, οι αντιπαραθέσεις των ιδίων κατά το 1914-15 οδήγησαν στον Διχασμό και στη Μικρασιατική Καταστροφή. Δεν έχουν σχέση αυτά με την κοινοτυπία «η Ελλάς μεγαλουργεί όταν είναι ενωμένη, υποφέρει όταν διχάζεται» –διότι η ομόψυχη κομματική πλειοδοσία σε πατριωτισμό οδήγησε στον καταστροφικό πόλεμο του 1897, η ίδια ομοψυχία οδήγησε στην «ένοπλη επαιτεία» του 1885 που έφερε τον ναυτικό αποκλεισμό από τις μεγάλες δυνάμεις της εποχής και επιβάρυνε το δημόσιο χρέος κατά 25% του ΑΕΠ της εποχής –κάπου 50 δισεκατομμύρια ευρώ με σημερινούς όρους. Και οι πιο πρόσφατες ομόψυχες πλειοδοσίες για «Ενωση» και «Αυτοδιάθεση» γνωρίζουμε σε τι καταστροφή οδήγησαν επίσης.

Θέλω να πω, υπάρχουν κρίσιμες περιστάσεις που ο ανταγωνισμός των ελληνικών πολιτικών ελίτ για την εξουσία έχει καταστροφικές συνέπειες για τη χώρα. Σαν να μην υπάρχει φρένο να τις συγκρατήσει, σαν να μην υπάρχει εξισορροπιστική ανάδραση που να φέρνει ξανά το σύστημα σε ισορροπία. Αν τα checks and balances είναι αναγκαία για την καθημερινή λειτουργία των δημοκρατιών, κατά μείζονα λόγο είναι αναγκαία σε περιόδους κρίσεων ώστε να συγκρατούν τους πολιτικούς από τον καταστροφικό ανταγωνισμό τους.
Συνηθίζουμε να λέμε πως η δημοκρατία απαιτεί διάλογο και συμβιβασμούς μεταξύ των πολιτικών δυνάμεων –αλλά αυτό είναι πρόσφατο φαινόμενο: η ιστορία των ανταγωνισμών για την εξουσία, ως την εποχή που καθιερώνονται οι σύγχρονες κοινοβουλευτικές δημοκρατίες, είναι ιστορία αιματηρή, εξουδετέρωσης του αντίπαλου με κάθε μέσο –ακόμη και στην αρχαία Αθήνα ή στην προνεωτερική δημοκρατία της Φλωρεντίας. Δεν έγιναν όμως οι πολιτικοί διαλλακτικοί ξαφνικά τον 19ο αιώνα, οι θεσμοί που καθιερώθηκαν τότε (πρωτίστως η καθολική ψηφοφορία) τους ανάγκασαν να γίνουν και έτσι έπαψε η πολιτική να είναι υπόθεση αιματηρή και καταστροφική για τα κράτη. Και, γενιά τη γενιά, οι θεσμοί δημιούργησαν την κουλτούρα του συμβιβασμού και των ορίων στον πολιτικό ανταγωνισμό.
Στις κοινοβουλευτικές δημοκρατίες, τέτοιοι θεσμοί που μετριάζουν τον πολιτικό ανταγωνισμό και την αυθαιρεσία των πλειοψηφιών είναι κατά κύριο λόγο οι γερουσίες και τα συνταγματικά δικαστήρια. Η Γερουσία (ή Ανω Βουλή) είτε επειδή η θητεία της δεν συμπίπτει με αυτή της Βουλής (και άρα ίσως έχει άλλη κομματική σύνθεση) είτε επειδή δεν εκλέγεται με άμεση και καθολική ψηφοφορία (και άρα είναι λιγότερο δέσμια των κομμάτων), μπορεί να αποτελέσει τροχοπέδη σε εγωιστικές πρωτοβουλίες των κοινοβουλευτικών πλειοψηφιών, δηλαδή των κυβερνήσεων, αν οι όποιοι νόμοι πρέπει να ψηφιστούν και από αυτή. Τα συνταγματικά δικαστήρια μπορούν να κρίνουν αμέσως και ανέκκλητα (και μάλιστα πριν από την εφαρμογή τους, σε ορισμένες περιπτώσεις) αν νόμοι ή κυβερνητικές αποφάσεις παραβιάζουν το Σύνταγμα. Στη χώρα μας, το προνόμιο αυτό το έχουν ακόμη και τα πρωτοδικεία –κάτι που θεωρείται εξαιρετικά δημοκρατικό· αλλά ώσπου να εκδοθούν ανέκκλητες αποφάσεις από τα ανώτατα δικαστήρια περνούν χρόνια και δεκαετίες και ό,τι κακό ήταν να γίνει είναι πια ανέκκλητο και αυτό.
Η κατάργηση της Γερουσίας


Η αιτία που στην Ελλάδα δεν είχαμε θεσμούς που να εξημερώνουν τον πολιτικό ανταγωνισμό και να επιβάλλουν τον σεβασμό του Συντάγματος πρέπει να αναζητηθεί στη γενέθλια πράξη της ίδρυσης της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας μας, στην εθνοσυνέλευση του 1863-64. Δεν καθιερώθηκε τότε μόνο η καθολική (ανδρική) ψηφοφορία, γεγονός που συνεχώς αναφέρεται για να αποδείξει την προοδευτικότητα των πολιτικών ανδρών της εποχής και τη δημοκρατική ανωτερότητα της χώρας μας: συνάμα, η εθνοσυνέλευση κατάργησε τη γερουσία –που υπήρχε όμως σε όλες τις ευρωπαϊκές δημοκρατίες της εποχής, ακόμη και στο Βέλγιο και στη Γαλλία που τα Συντάγματά τους ενέπνευσαν το δικό μας. Και η πρώτη Βουλή που εκλέχθηκε το 1865 κατήργησε το υπό ίδρυσιν Συμβούλιο της Επικρατείας, σώμα με αρμοδιότητα να ελέγχει τα κυβερνητικά νομοσχέδια προτού κατατεθούν στη Βουλή –το συνταγματικό δικαστήριο της εποχής, δηλαδή.
Το επιχείρημα ήταν (και είναι ακόμη σήμερα, όταν γίνονται τέτοιες προτάσεις) πως αυτοί οι θεσμοί νοθεύουν την αρχή της «λαϊκής κυριαρχίας» –και όσοι τους προτείνουν είναι αντιδημοκράτες. Ενώ ο Βούλγαρης, ο Κουμουνδούρος, ο Ζαΐμης και ο Δεληγεώργης, οι μεγάλοι κομματάρχες της εθνοσυνέλευσης και των επόμενων δύο δεκαετιών, ήσαν πρότυπα δημοκρατών, καίτοι οργάνωναν εκλογές βίας και νοθείας, καίτοι ανά δύο ή τρεις σχημάτιζαν κυβερνήσεις παρά τις υποτιθέμενες διαφορές τους, καίτοι απέλυαν όταν γίνονταν πρωθυπουργοί τους υπαλλήλους που είχαν διορίσει οι προηγούμενοι, καίτοι καθένας από αυτούς έγινε κατά καιρούς πρωθυπουργός έχοντας την υποστήριξη μόνο 10-15 βουλευτών από τους 190 που είχε τότε η Βουλή.
Ας μην ωραιοποιούμε την ιστορία: οι πολιτικοί του 19ου αιώνα ήθελαν την καθολική ψηφοφορία για να έχουν ισχυρή νομιμοποίηση έναντι του στέμματος. Δεν ήθελαν τη γερουσία και το «συνταγματικό δικαστήριο» για να ασκούν ανεξέλεγκτα την εξουσία. Ησαν αντίπαλοι του Γεωργίου και κατήγγελλαν την «καμαρίλα» ώσπου να τους δώσει την εντολή σχηματισμού κυβέρνησης, ει δυνατόν με διάλυση της Βουλής –από εκεί και πέρα ήξεραν πώς να οργανώσουν τις εκλογές έτσι ώστε να κάνουν 100 τους 15 βουλευτές που είχαν. Ο Γεώργιος αδιαφορούσε άλλωστε για τα εσωτερικά ζητήματα –επενέβαινε μόνο σε θέματα που αφορούσαν την εξωτερική πολιτική (γιατί από αυτά κρινόταν η τύχη του) και τα οικονομικά του, για τα οποία είχε πολύτιμο σύμβουλο τον Ανδρέα Συγγρό. Και η αρχή της «δεδηλωμένης» δεν ήταν νίκη της δημοκρατίας επί της μοναρχίας αλλά νίκη των ισχυρών πολιτικών (Τρικούπη, Δηλιγιάννη) επί των ασθενέστερων, που δεν μπορούσαν να ελπίζουν πια πως θα γίνουν πρωθυπουργοί έχοντας γύρω τους μικρή ομάδα βουλευτών που τους στήριζε. Θα έπρεπε να συμπαραταχθούν με έναν από τους δύο ηγέτες, αν ήθελαν να γίνουν υπουργοί ή έστω και ως βουλευτές να έχουν το προνόμιο να ασκούν εξουσία στην επαρχία τους.
Ψήφος και κυριαρχία


Αυτά είναι τα θεμέλια της δημοκρατίας μας, σε αυτό το πλαίσιο κινήθηκε έκτοτε ο πολιτικός ανταγωνισμός. Κανένας από τους μετά τον Γεώργιο βασιλιάδες δεν λειτούργησε ως «ρυθμιστής του πολιτεύματος», διαιτητής ανάμεσα στα κόμματα δηλαδή με βάση τους θεσπισμένους κανόνες. Ο Κωνσταντίνος Α’ και οι διάδοχοί του μετέτρεψαν τη βασιλεία σε κομματική ηγεσία της δεξιάς παράταξης. Οι πρόεδροι της Δημοκρατίας του Μεσοπολέμου, όπως και της σημερινής, ήσαν αδύναμοι και η βραχύβια γερουσία (1928-1935) της ίδιας εποχής ήταν ουσιαστικά μικρογραφία της Βουλής αφού τα 92 από τα 120 μέλη της εκλέγονταν με καθολική ψηφοφορία, όπως και οι βουλευτές. Επιπλέον, κατά τον Μεσοπόλεμο μετρούσε περισσότερο από τις ψήφους το πόσες λόγχες ήλεγχε κάθε κόμμα –μικρή σημασία είχαν οι κοινοβουλευτικές ή γερουσιαστικές πλειοψηφίες.
Το μεγάλο πρόβλημα της Ελλάδας είναι ιστορικά η παντοδυναμία της πολιτικής ελίτ απέναντι στην κοινωνία και η έλλειψη φραγμών, θεσμικών και πολιτιστικών, στον πολιτικό ανταγωνισμό. Την παντοδυναμία του Πρωθυπουργού και των πολιτικών αρχηγών την καθαγιάζει υποτίθεται η «λαϊκή ψήφος», όπως τους βασιλιάδες κάποτε τους καθαγίαζε ο Θεός. Αλλά πού βρίσκεται η λαϊκή ψήφος και κυριαρχία όταν (για να περιοριστώ στα πρόσφατα) κανείς από τους τελευταίους πρωθυπουργούς (Παπανδρέου, Σαμαράς, Τσίπρας) δεν τήρησε το προεκλογικό του πρόγραμμα; Για τούτο και τιμωρήθηκε (και θα τιμωρηθεί, ο τελευταίος) στις επόμενες εκλογές, είναι η απάντηση –αλλά η καταστροφή εν τω μεταξύ έχει επέλθει. Διότι η παντοδυναμία συνεπάγεται και αυτονόμηση από οποιοδήποτε άλλο συμφέρον πέραν του πολιτικού, δηλαδή της νίκης επί των αντιπάλων. Η ανικανότητα του Παπανδρέου και η εξουσιαστική βουλιμία των Σαμαρά – Τσίπρα δημιούργησαν τον «φόβο του Grexit» που επισημαίνει η Λαγκάρντ, και έτρεχαν τα ευρώ κατά δισεκατομμύρια να φύγουν όπως-όπως από τη χώρα ή να κρυφτούν σε σεντούκια. Αποταμιεύσεις δεκαετιών εξαφανίστηκαν από τη χώρα, όχι μόνο λόγω της φυγής αλλά και λόγω της υπερφορολόγησης, για να συνεχίσουν οι πολιτικοί να διαχειρίζονται λιμάνια, αεροδρόμια, επιχειρήσεις σαν να ήταν προσωπική τους περιουσία.
Πιστεύω λοιπόν ότι η ύπαρξη ισχυρής Γερουσίας (μη πολιτικής, όπως στην Ιρλανδία) και ισχυρού Συνταγματικού Δικαστηρίου, όπως στη Γερμανία, θα έλυνε μακροπρόθεσμα πολλά από τα προβλήματά μας. Αλλά για να γίνουν αλλαγές στο Σύνταγμα και στους θεσμούς ώστε να περιοριστεί η παντοδυναμία των πολιτικών και η συνακόλουθη αυτονόμησή τους από την κοινωνία πρέπει να το αποφασίσουν οι πολιτικοί –και φυσικά είναι το τελευταίο που θα θέλουν να κάνουν. Για να υπερασπιστούν τη δημοκρατία και τη λαϊκή κυριαρχία· όπως το 1864 επί Βούλγαρη, όπως πάντα. Ισως όμως όλα αυτά να μην έχουν τόση σημασία: ίσως μέσω της ευρωπαϊκής ενοποίησης εξαλειφθούν οι δικές μας πατροπαράδοτες θεσμικές αδυναμίες και αλλάξει η πολιτική μας κουλτούρα. Αλλωστε, ως έναν βαθμό, μέσω των μνημονίων και των κανόνων της ευρωζώνης, σε ό,τι αφορά τα δημοσιονομικά, αυτό έχει αρχίσει ήδη να συμβαίνει. Ας ελπίσουμε πως ο περιορισμός της «εθνικής κυριαρχίας» θα επεκταθεί και σε άλλα πεδία.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ