Το 1985 ο Χάρρυ Κλυνν κυκλοφορούσε τον δίσκο «Εθνος Ανάδελφον». Σε ένα από τα κομμάτια του δίσκου, η «γιαγιά-Χάρρυ» κυνηγάει τον μικρό Νικολάκη γιατί της αλλάζει το κανάλι στην, κρατική τότε, τηλεόραση και δεν μπορεί να παρακολουθήσει τον Ανδρέα (ένας είναι ο Ανδρέας) στις ειδήσεις της ΕΡΤ. Τριάντα χρόνια μετά, στη νέα φάση της μεταπολιτευτικής, ανάδελφης ιστορίας μας, ένας άλλος Νίκος είναι υπουργός Επικρατείας και επικεφαλής της κρατικής τηλεόρασης. Σε αυτόν η Βουλή εκχώρησε την αρμοδιότητα, στη θέση του Εθνικού Συμβουλίου Ραδιοτηλεόρασης (ΕΣΡ), να αδειοδοτήσει τους ιδιωτικούς σταθμούς εθνικής εμβέλειας ενημερωτικού χαρακτήρα (δηλαδή εκείνους που δεν έχουν μόνο «παιδικά» ή ντοκιμαντέρ, αλλά ειδήσεις και πολιτικές εκπομπές).
Το όλο εγχείρημα βρίσκεται σήμερα σε εξέλιξη. Κατά ένα μέρος, ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας, το οποίο, αντιλαμβανόμενο τη σοβαρότητα του πράγματος, έσπευσε να το εξετάσει σε μείζονα Ολομέλεια στις 4 Ιουλίου 2016. Κατά ένα άλλο, στα γραφεία της Γενικής Διεύθυνσης Επικοινωνίας, όπου και κατατέθηκαν οι προσφορές 11 υποψηφίων, υφισταμένων και επίδοξων νέων καναλαρχών. Ωστόσο το διακύβευμα υπερβαίνει κατά πολύ την ιδιωτική τηλεόραση στην Ελλάδα. Δεν είναι μόνο θέμα ενημέρωσης, αλλά και δοκιμασία των θεσμών, του κράτους δικαίου, της ίδιας της δημοκρατίας.
Η κυβέρνηση έχει δίκιο σε δύο πράγματα. Πρώτον, κληρονόμησε μια απαράδεκτη κατάσταση χρονίζουσας αρρυθμίας στο ραδιοτηλεοπτικό πεδίο, όπου οι υφιστάμενοι σταθμοί λειτουργούν μεταξύ παραβατικότητας και ομηρείας με παρατεινόμενες άδειες σχεδόν 25 χρόνια. Δεύτερον, το ΕΣΡ δεν μπορεί σήμερα να συγκροτηθεί διότι η αντιπολίτευση αρνείται να συμπράξει στη Διάσκεψη των Προέδρων της Βουλής, ούτως ώστε να συγκεντρωθεί η απαιτούμενη πλειοψηφία των 4/5 για την επιλογή νέων μελών. Δεν διορθώνεις όμως ένα κακό με ένα μεγαλύτερο. Πόσω μάλλον όταν η κυβερνητική πλειοψηφία συνέβαλε αρχικά ώστε να καταστεί το ΕΣΡ αδρανές, αφενός με το να ψηφίσει την αυτοδίκαιη αποχώρηση των μελών των ανεξάρτητων αρχών που είχαν συμπληρώσει τη θητεία τους, αφετέρου με την αύξηση του αριθμού των μελών του ΕΣΡ…
Σε κάθε περίπτωση, οποιαδήποτε λύση στο αδιέξοδο που δημιουργεί η δυσλειτουργική διάταξη του άρθρου 101 Α του Συντάγματος (θέτοντας την παράλογη πλειοψηφία των 4/5 όταν επιλέγονται μέλη ανεξάρτητων αρχών) επιβάλλεται να έχει ως άξονα την επανεκκίνηση και όχι την παράκαμψη του ΕΣΡ. Σύμφωνα με το άρθρο 15 του Συντάγματος, η ανεξάρτητη αυτή αρχή αποτελεί τον οργανωτικό βραχίονα του κράτους για τον «άμεσο έλεγχο» της ραδιοτηλεόρασης, με αποστολή την «αντικειμενική και με ίσους όρους μετάδοση πληροφοριών και ειδήσεων και… την εξασφάλιση της ποιοτικής στάθμης των προγραμμάτων». Ο λόγος είναι απλός: μόνο μια αρχή, διακριτή από την κυβέρνηση και με σοβαρά εχέγγυα αμεροληψίας, μπορεί να εγγυηθεί αντικειμενικότητα και πλουραλισμό, απαλλαγμένη από τον πειρασμό χειραγώγησης της κοινής γνώμης και κατ’ επέκταση της λαϊκής βούλησης. Είναι τελικά ζήτημα δημοκρατίας και όχι ψυχαγωγίας.
Κανείς μέχρι πρότινος δεν είχε αμφισβητήσει τη σοφή αυτή επιλογή του αναθεωρητικού νομοθέτη. Την επιβεβαίωσε μάλιστα πανηγυρικά το Συμβούλιο της Επικρατείας στην απόφαση 1901/2014 της Ολομέλειας, κρίνοντας ότι «ο εν γένει έλεγχος του κράτους», άρα και η «χορήγηση των αδειών… ανατίθεται σε ανεξάρτητη αρχή, το Εθνικό Συμβούλιο Ραδιοτηλεόρασης».
Και όμως, αντί να γίνει προσπάθεια αναβίωσης ή έστω προσωρινής στελέχωσης του ΕΣΡ μέσω κοινοβουλευτικής διαδικασίας, επελέγη με νόμο (Ν. 4067/2016), η αρμοδιότητα για τη χορήγηση αδειών να περιέλθει στην εκτελεστική εξουσία. Πρόκειται για θεσμικό ατόπημα με επικίνδυνες προεκτάσεις. Αν η συγκεκριμένη μεθόδευση δεν αποδοκιμαστεί δικαστικά, η εκάστοτε πλειοψηφία θα επιθυμεί ή και θα επιδιώκει το αδιέξοδο της Διάσκεψης των Προέδρων ώστε να υφαρπάξει τα αντικείμενα των ακέφαλων ανεξάρτητων αρχών. Στην περίπτωση των αδειών, η λύση που προκρίθηκε αγγίζει τα όρια του γκροτέσκου. Από όλα τα όργανα της Πολιτείας, η αρμοδιότητα κατέληξε στον υπουργό που προΐσταται της δημόσιας τηλεόρασης, ο οποίος θα μεριμνήσει για το ποιοι ιδιώτες θα ανταγωνιστούν τα κρατικά κανάλια, με την επικουρία της Γενικής Διεύθυνσης Επικοινωνίας, ενός οργάνου με έντονη πολιτική χροιά, υποκείμενου απευθείας στον Πρωθυπουργό! Δημιουργείται μοιραία μια κατάσταση σύγχυσης ρόλων και σύγκρουσης συμφερόντων, την οποία ακριβώς επιχειρεί να αποτρέψει το άρθρο 15 του Συντάγματος, μέσω του ΕΣΡ.
Η υπό εξέλιξη διαδικασία δημοπράτησης γεννά και άλλα συνταγματικά ερωτήματα, ορισμένα από τα οποία συνιστούν την ίδια στιγμή και παραβάσεις της ευρωπαϊκής νομοθεσίας. Γιατί ο αριθμός των ενημερωτικών ιδιωτικών καναλιών να περιοριστεί στα τέσσερα, όταν είναι τεχνικά εφικτή η λειτουργία πολύ περισσότερων; Δεν θα έπρεπε, στο όνομα του πλουραλισμού τον οποίο απαιτεί το Σύνταγμα, ο ανώτατος αριθμός να μην τεθεί εκ των προτέρων και κατά τρόπο απόλυτο, αλλά να διαμορφωθεί μέσα από την υγιή λειτουργία της αγοράς υπό την εποπτεία του ΕΣΡ; Πώς συμβιβάζεται με τις αμιγώς ποιοτικές προδιαγραφές του άρθρου 15 του Συντάγματος για την τηλεόραση η διενέργεια δημοπρασίας με αποκλειστικό κριτήριο την υψηλότερη τιμή; Ακόμη κι έτσι, δεν θα έπρεπε να ζητείται ειδικά από τους πρωτοεμφανιζόμενους υποψηφίους να αποδείξουν με συγκεκριμένα στοιχεία την ικανότητά τους να δημιουργήσουν σταθμό σύμφωνα με τις προδιαγραφές του νόμου, αντί να υποβάλουν απλώς υπεύθυνη δήλωση ότι θα συμμορφωθούν στο μέλλον, στηριζόμενοι μόνο στο πάχος του πορτοφολιού τους;
Οσο συνεχίζεται, η συγκεκριμένη διαδικασία δημοπράτησης δημιουργεί όλο και περισσότερα τραύματα στον ήδη εξασθενημένο οργανισμό των θεσμών μας. Αλλά και η ίδια είναι θνησιγενής, μια και είναι απίθανο να αντέξει στην εκκρεμή δικαστική δοκιμασία, αν μη τι άλλο λόγω του εξοβελισμού του ΕΣΡ. Είναι λοιπόν επιτακτικό να σταματήσει το συντομότερο δυνατόν, εν πρώτοις από το Συμβούλιο της Επικρατείας, το οποίο αποτελεί διαχρονικά το πραγματικό συνταγματικό δικαστήριο της χώρας και το κατ’ εξοχήν αντίβαρο στην πολιτική αυθαιρεσία από όπου και εάν προέρχεται. Αρκεί το δικαστήριο αυτό να λάβει άμεσα απόφαση. Εναλλακτικά, εάν όχι ακόμη καλύτερα, με το πάγωμα της διαδικασίας από τον ίδιο τον υπουργό μέχρι να αποφανθεί το ανώτατο δικαστήριο και να επιλυθούν τα τόσο κρίσιμα συνταγματικά ζητήματα. Αλλά και ως απάντηση σε όσους κακοήθεις σκέφτονται πως ο μικρός Νικολάκης απέκτησε μεγαλώνοντας τα χούγια της γιαγιάς του και θέλει να βλέπει μόνο τον νέο Αντρέα σε, κρατική προφανώς, τηλεόραση.
Ο κ. Γιώργος Δελλής είναι αναπληρωτής καθηγητής Δημοσίου Δικαίου στη Νομική Σχολή Αθηνών.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ