Η Βρετανία ήταν η πρώτη ευρωπαϊκή χώρα που επέτρεψε τη λειτουργία ιδιωτικών σταθμών τηλεόρασης, από τη δεκαετία του 1950 ήδη. Ο καναδός λόρδος Τόμσον, ο οποίος πήρε άδεια για τον περιφερειακό σταθμό της Σκωτίας (και η εταιρεία που ίδρυσε σήμερα είναι η Thomson-Reuters, ο ισχυρότερος ειδησεογραφικός οργανισμός στον κόσμο), είπε τότε την περίφημη φράση «το να σου δίνουν άδεια για σταθμό ιδιωτικής τηλεόρασης είναι σαν να σου δίνουν άδεια να τυπώνεις χρήμα». Γιατί ως τότε υπήρχε μόνο το δημόσιο BBC και η ζήτηση από το κοινό για τηλεοπτικό πρόγραμμα ήταν τεράστια –και τα διαφημιστικά έσοδα επίσης.
Αδεια «να τυπώνουν χρήμα» δόθηκε το 1989 από τη συγκυβέρνηση ΝΔ – Συνασπισμού σε δύο κοινοπραξίες εκδοτών που πήραν τις πρώτες (προσωρινές) άδειες για τηλεοπτικούς σταθμούς εθνικής εμβέλειας. Με την πρώτη (Αλαφούζος, Βαρδινογιάννης, Λαμπράκης, Μπόμπολας, Τεγόπουλος) ιδρύθηκε το Mega. Η δεύτερη (Βουδούρης, Καλογρίτσας, Καραγιάννης, αδελφοί Κουρή, Κυριακού), με την οποία θα ιδρυόταν η «Νέα Τηλεόραση», περιφερόταν για χρόνια από χέρια σε χέρια με συνεχείς μεταπωλήσεις και πρέπει να αντιστοιχεί σε κάποιον από τους σημερινούς εθνικής εμβέλειας, δεν ξέρω σε ποιον.
Αλλά γρήγορα βρέθηκαν πάρα πολλοί που πήραν άδεια «από τη σημαία» να τυπώνουν χρήμα: ιδρύθηκαν αυθαίρετα Αντένα, Σκάι, Κανάλι 29, 902 (του ΚΚΕ) Σταρ, Αλφα κ.τ.λ., και περίπου 500 τοπικοί σταθμοί. Ολοι αυτοί (όπως και κάπου 1.000 ραδιοφωνικοί σταθμοί) κάποια στιγμή έλαβαν «προσωρινές άδειες» με τις οποίες λειτουργούν ως σήμερα. Αντί για τηλεοπτικό ολιγοπώλιο δηλαδή, δημιουργήθηκε χάος απροσμέτρητων σταθμών που ήταν πια μηχανές καταστροφής χρήματος –αυτός είναι ο κύριος λόγος που οι τηλεοπτικοί σταθμοί κατέληξαν σε φτηνιάρικα προγράμματα, ενημερωτικά ή ψυχαγωγικά, και βρίσκονται σήμερα σε δεινή οικονομική θέση.
Εχω επανειλημμένα υποστηρίξει ότι αυτό δεν ήταν τυχαίο γεγονός ή αποτέλεσμα της αδιαφορίας των κυβερνήσεων ή της βουλιμίας ιδιωτών να γίνουν κεντρικοί τραπεζίτες: ήταν συνειδητή πολιτική επιλογή των κυβερνήσεων ΠαΣοΚ – ΝΔ (την οποία στήριζαν όλα τα κόμματα) για να έχουν απέναντί τους αδύναμα μέσα επικοινωνίας που να έχουν την ανάγκη τους για στήριξη, κρατική διαφήμιση, πρόσβαση στον τραπεζικό δανεισμό ώστε να μπορέσουν να επιβιώσουν. Τον ίδιο στόχο εξυπηρετούσαν και η νομοθεσία περί «βασικού μετόχου», οι αλλοπρόσαλλοι κανόνες (που δεν τηρήθηκαν ποτέ) για το ιδιοκτησιακό καθεστώς και το ότι ποτέ δεν δόθηκαν άδειες. Το ζητούμενο ήταν (και επιτεύχθηκε) να είναι τα κανάλια εξαρτημένα από τους πολιτικούς και τα κόμματα.
Η χρυσή τομή (που θα συνεκτιμούσε τη δημόσια ανάγκη για πολιτικό πλουραλισμό, ποικιλόμορφο και ποιοτικό τηλεοπτικό περιεχόμενο και τα συμφέροντα των ιδιωτών επενδυτών) θα ήταν να μελετηθεί πόσους σταθμούς «αντέχει» η αγορά και να δοθούν οι σχετικές εθνικές ή τοπικές άδειες –κάτι που δεν έγινε ποτέ.

Η πραγματικότητα των κρατικών τηλεοπτικών μονοπωλίων που κυριάρχησε στην Ευρώπη ως τη δεκαετία του 1980 (οπότε δίπλα στους δημόσιους σταθμούς εμφανίστηκαν και τα ιδιωτικά ολιγοπώλια) έχει τις ρίζες της στην πολιτική ιστορία της ηπείρου και στην τότε τεχνολογική πραγματικότητα. Η ραδιοφωνία κρίθηκε ως ισχυρό πολιτικό όπλο κατά τη δεκαετία του 1920 που εμφανίστηκε και παντού σχεδόν στην Ευρώπη ήταν υπό τον άμεσο έλεγχο του κράτους –σε αντίθεση με τις ΗΠΑ όπου αφέθηκε στην ιδιωτική επιχειρηματική πρωτοβουλία. Μεταπολεμικά, λόγω προφανούς τεχνολογικής συνάφειας, η τηλεόραση αναπτύχθηκε στο πλαίσιο των υπαρχόντων ραδιοφωνικών κρατικών οργανισμών –που έγιναν γιγάντιοι γραφειοκρατικοί οργανισμοί, too big to fail. Ομως η τεχνολογία επέβαλε και άλλον σημαντικό περιορισμό: η αναλογική τηλεόραση, η οποία κυριαρχούσε ως το 2000 περίπου, επέτρεπε να υπάρχει περιορισμένος αριθμός καναλιών –για τούτο και η αδειοδότηση και η «επί ενοικίω» παραχώρηση από το κράτος συχνοτήτων στους ιδιώτες.

Ούτε οι πολιτικοί κίνδυνοι υπάρχουν πια ούτε ο τεχνολογικός καταναγκασμός –η ψηφιακή τεχνολογία επιτρέπει να υπάρχουν εκατοντάδες, χιλιάδες κανάλια επίγεια, δορυφορικά, μέσω τηλεφωνικών γραμμών ή μέσω του Internet. Για τούτο σήμερα σε όλες τις ευρωπαϊκές χώρες υπάρχουν εκατοντάδες πάροχοι τηλεοπτικού περιεχομένου: ελεύθερης λήψης, συνδρομητικοί, ειδησεογραφικοί, θεματικοί.
Στην Ελλάδα η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ ετοιμάζεται να δώσει σε τέσσερις επιχειρηματίες το προνόμιο να «τυπώνουν χρήμα», μετατρέποντας σε ολιγοπώλιο την πλήρως ανταγωνιστική κατάσταση που υπήρχε. Δεν παρουσιάστηκε καμιά οικονομική μελέτη που να δείχνει ότι η ελληνική διαφημιστική αγορά «αντέχει» μόνο τέσσερα κανάλια και η σχετική τεχνική μελέτη (πως δήθεν η Digea «χωρά» μόνο τόσα) αποδείχθηκε γελοίο κατασκεύασμα πολιτικής σκοπιμότητας. Ακόμη γελοιωδέστερο είναι το φαινόμενο η υποτιθέμενη κυβερνώσα Αριστερά, η οποία συνεχώς ξιφουλκεί κατά του νεοφιλελευθερισμού και των μονοπωλίων, να ετοιμάζεται να δημιουργήσει τέσσερα τέτοια –γιατί βεβαίως απόλυτη προτεραιότητά της είναι το μονοπώλιο της εξουσίας, η εξαφάνιση ενοχλητικών Mέσων και η εμφάνιση νέων «συνεννοήσιμων» –όλα τα υπόλοιπα είναι για τους αφελείς· που δεν είναι και πολλοί πια.
Oχι μόνο παρακάμπτεται το ΕΣΡ κατά την αδειοδοτική διαδικασία, αλλά επιπλέον το μόνο ουσιαστικό κριτήριο είναι «ποιος θα πλειοδοτήσει». Με πλήρη αδιαφορία για την ποιότητα του προγράμματος και του ανθρώπινου δυναμικού που θα το ετοιμάζει. Oσο υψηλότερο είναι το τίμημα τόσο φθηνότερο θα είναι το εκπεμπόμενο πρόγραμμα: άπειρες τηλενουβέλες και ενημερωτικές εκπομπές όπου αντί για ρεπορτάζ θα βλέπουμε αψίκορους σχολιαστές να τσακώνονται.
Αλλά είναι προφανές ότι για να μπορούν οι επιχειρηματίες των τεσσάρων ολιγοπωλιακών σταθμών να «τυπώνουν χρήμα» δεν θα αρκεί να έχουν μόνο φτηνιάρικο πρόγραμμα: πρέπει να είναι ευπειθείς προς την εξουσία –γιατί οποιαδήποτε στιγμή, κατά την αυθαίρετη βούλησή της, η κυβέρνηση μπορεί να προκηρύξει διαγωνισμούς για όσους νέους σταθμούς θέλει και να τινάξει στον αέρα τους προϋπολογισμούς των υπαρχόντων.
Με άλλα λόγια, από την άναρχη ανταγωνιστική κατάσταση των αδύναμων και εξαρτημένων από την εξουσία Μέσων, περνάμε σε ολιγοπωλιακή κατάσταση, πάλι όμως ελεγχόμενη από την εξουσία –και ευκολότερα πια, αφού οι παίκτες θα είναι λιγότεροι. Ο υπουργός Επικρατείας Νίκος Παππάς υπήρξε πραγματικά ριζοσπαστικός, έλυσε το πρόβλημα της δεσποτικής επιβολής της κυβέρνησης επί της ενημέρωσης πλήρως και ολοκληρωτικά. Μένει να δούμε αν ο δεσποτισμός του θα γίνει ανεκτός από την ελληνική Δικαιοσύνη και τους ευρωπαϊκούς θεσμούς.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ